Κλιμακώνονται οι συνέπειες της ενεργειακής κρίσης στη γερμανική βιομηχανία, με ένα από τα πιο πρόσφατα θύματα της να είναι η ιστορική εταιρεία Meyer Werft, ιδιοκτήτρια των μεγαλύτερων ναυπηγείων στη Γερμανία και τη Φινλανδία, εκεί που κατασκευάζονται -μεταξύ άλλων- τεράστια κρουαζιερόπλοια. Η εταιρεία που ιδρύθηκε το πολύ μακρινό 1795, έχει δηλαδή κλείσει 229 χρόνια λειτουργίας, βρίσκεται σε κρίση από το Μάιο του 2024, αν και διαφαίνονται κάποιες προοπτικές, καθώς υπογράφηκαν οι συμβάσεις για σχέδιο διάσωσης δισεκατομμυρίων ευρώ και τη συμμετοχή της ομοσπονδιακής κυβέρνησης της Γερμανίας και του κρατιδίου της Κάτω Σαξονίας στην εταιρεία.
H κρίση της Meyer Werft οφείλεται στις συνέπειες της πανδημίας του κορονοϊού και στις μεγάλες αυξήσεις των τιμών των υλικών που χρησιμοποιεί, πίσω από τις οποίες βρίσκεται η έκρηξη των ενεργειακών τιμών την τελευταία διετία. Πέρυσι, «έγραψε» σημαντικές ζημίες. «Η κορονοκρίση οδήγησε στη μείωση της παραγωγικής δυναμικότητας και τώρα, το 2024-25, είναι η απασχόληση στην εταιρεία που βρίσκεται σε έλλειψη», δήλωσαν πρόσφατα διευθυντικά στελέχη.
Λόγω της κατάρρευσης της τουριστικής αγοράς στην αρχή της πανδημίας του κορονοϊού, οι παραγγελίες των πλοίων εκείνη την εποχή αναβλήθηκαν σε συνεννόηση με τους πελάτες, ενώ είχαν υπολογιστεί (μαζί με τις τιμές των υλικών τους) πριν από τον κορονοϊό.
Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, οι συνήθεις ρήτρες, με τις οποίες συμφωνούνται αυξήσεις των τιμών για τα υλικά, δεν περιλαμβάνονται στις συμβάσεις. Έτσι, η έκρηξη των τιμών των υλικών (πίσω από τις οποίες βρίσκεται η έκρηξη των ενεργειακών τιμών) οδήγησε στο να τιναχθούν πρακτικά στον «αέρα» οι συμβάσεις των παραγγελιών.
Υπό το φως της συμφωνίας κρατικής διάσωσης της Meyer Werft, «το μέλλον του ναυπηγείου έχει σταθεροποιηθεί και υποθέτουμε πλέον ακράδαντα ότι θα δούμε επίσης μια θετική περαιτέρω ανάπτυξη των εγκαταστάσεων», δήλωσε ο Σοσιαλδημοκράτης υπουργός Οικονομικών της Κάτω Σαξονίας, Όλαφ Λις (Olaf Lies). Ωστόσο, είναι επίσης σαφές ότι το ναυπηγείο βρίσκεται τώρα ενώπιον μιας «σκληρής φάσης αναδιοργάνωσης», δήλωσε ο πολιτικός του SPD – μεταξύ άλλων, πρόκειται να χαθούν περίπου 340 θέσεις εργασίας.
Την περασμένη εβδομάδα, τόσο η επιτροπή προϋπολογισμού της Ομοσπονδιακής Βουλής (Bundestag) όσο και η επιτροπή προϋπολογισμού του κοινοβουλίου του κρατιδίου της Κάτω Σαξονίας είχαν δώσει το πράσινο φως για την κρατική ενίσχυση. Σύμφωνα με τoν Λίς, οι συμβατικές λεπτομέρειες ήταν ακόμη υπό διαπραγμάτευση την περασμένη Παρασκευή, ωστόσο οι εκκρεμότητες έκλεισαν και υπογράφηκε η σύμβαση.
To «ευχαριστώ» της διοίκησης
Ένας «μεγάλος αριθμός τραπεζών» συμμετείχε στη διάσωση του ναυπηγείου, το οποίο είναι κυρίως γνωστό για τα κρουαζιερόπλοια του, είπε. Η συμφωνία έπρεπε να επιτευχθεί έως τις 15 Σεπτεμβρίου, διαφορετικά τα χρήματα θα είχαν εξαντληθεί. Σε δήλωσή του, ο επικεφαλής της Meyer Werft, Μπερντ Άικενς (Bernd Eikens) ευχαρίστησε την ομοσπονδιακή και την πολιτειακή κυβέρνηση και τις τράπεζες για την υποστήριξή τους. «Τώρα εναπόκειται σε εμάς να δικαιολογήσουμε την εμπιστοσύνη που μας έδειξαν. Θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να διασφαλίσουμε ότι η Meyer Werft θα έχει ένα επιτυχημένο μέλλον», δήλωσε ο Άικενς.
Αυτό περιλαμβάνει την κατασκευή κρουαζιερόπλοιων καθώς και την εξειδικευμένη ναυπηγική και την κατασκευή πλατφορμών μετατροπής για την υπεράκτια αιολική ενέργεια. «Νομίζω ότι όλοι μας λαχταράμε και πάλι λίγη κανονικότητα μετά τους τελευταίους μήνες, ώστε να μπορέσουμε να επικεντρωθούμε και πάλι στις επιχειρησιακές δραστηριότητες». Ωστόσο, πολλές λεπτομέρειες σχετικά με το πώς ακριβώς θα συνεχιστούν τώρα οι εργασίες του ναυπηγείου παραμένουν προς το παρόν ανοικτές, σημειώνει η Handelsblatt. Σε αυτές περιλαμβάνονται η σύνθεση του εποπτικού συμβουλίου και η συνεργασία με το ναυπηγείο στο Turku της Φινλανδίας. Η Μeyer Werft ανακοίνωσε συνέντευξη Τύπου για αργότερα αυτή την εβδομάδα.
Μετά την συνέλευση των εργαζομένων, στην οποία συμμετείχαν περίπου 2.500 εργαζόμενοι, οι εκπρόσωποι του συνδικάτου IG Metall μίλησαν για ένα νέο ξεκίνημα για το ναυπηγείο. «Βρέθηκε αρκετές φορές στην κόψη του ξυραφιού», δήλωσε ο εκπρόσωπος του IG Metall Xάικο Μέσερσμιντ (Heiko Messerschmidt). Η κατάσταση στο ναυπηγείο ήταν εξαιρετικά κρίσιμη. «Τα πράγματα συνεχίζονται εδώ στη Meyer Werft και, αυτό που είναι πολύ σημαντικό για εμάς, συνεχίζονται με συλλογικές συμβάσεις εργασίας», δήλωσε ο συνδικαλιστής.
Η πρώτη δοκιμασία για μια νέα προσέγγιση στο ναυπηγείο θα είναι οι διαπραγματεύσεις σχετικά με την ήδη ανακοινωθείσα μείωση 340 θέσεων εργασίας, με συνδικαλιστικούς κύκλους να υπογραμμίζουν ότι αυτό θα πρέπει να γίνει με κοινωνικά υπεύθυνο τρόπο και, αν είναι δυνατόν, με ένα εθελοντικό πρόγραμμα. Το ναυπηγείο διαθέτει εγκαταστάσεις στο Papenburg, στο Rostock και στο Turku της Φινλανδίας. Συνολικά περίπου 7.000 άτομα εργάζονται για τη Meyer Werft.
Το κράτος αναλαμβάνει το 80% της Meyer Werft
Το ναυπηγείο αντιμετώπισε πρόσφατα οικονομικές δυσκολίες. Τα βιβλία παραγγελιών είναι γεμάτα. Ωστόσο, ορισμένα συμβόλαια για κρουαζιερόπλοια που είχαν συναφθεί πριν από την πανδημία του κοροναϊού δεν προέβλεπαν καμία προσαρμογή στην απότομη αύξηση των τιμών της ενέργειας και των πρώτων υλών. Επιπλέον, στη ναυπηγική βιομηχανία, το 80% της τιμής κατασκευής καταβάλλεται συνήθως μόνο όταν παραδίδεται το πλοίο. Ως εκ τούτου, η Meyer Werft θα πρέπει να συγκεντρώσει σχεδόν 2,8 δισεκατομμύρια ευρώ για να χρηματοδοτήσει την κατασκευή νέων πλοίων μέχρι το τέλος του 2027. Συνεπώς, η ομοσπονδιακή και η τοπική κυβέρνηση συμφώνησαν να αναλάβουν προσωρινή συμμετοχή στην εταιρεία.
Το πακέτο διάσωσης προβλέπει ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση και η κυβέρνηση των κρατιδίων θα αποκτήσουν από κοινού περίπου το 80% των μετοχών του ναυπηγείου έναντι 400 εκατομμυρίων ευρώ. Θα χορηγήσουν επίσης εγγυήσεις ύψους περίπου ενός δισεκατομμυρίου ευρώ η καθεμία για την εξασφάλιση δανείων από τις τράπεζες.
Το χρονοδιάγραμμα για την απόσυρση του κράτους είναι ακόμη ανοικτό. «Για την ομοσπονδιακή κυβέρνηση και την κυβέρνηση του κρατιδίου, ένα πράγμα είναι βέβαιο: δεν θέλουμε να εμπλακούμε στην εταιρεία μακροπρόθεσμα, αλλά να την παραδώσουμε σε ιδιωτικά χέρια μετά από ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Μέχρι τότε, η εταιρεία πρέπει να τεθεί ξανά σε λειτουργία», δήλωσε στο γερμανικό πρακτορείο ειδήσεων ο πρωθυπουργός της Κάτω Σαξονίας Στέφαν Βάιλ (Stephan Weil). Για παράδειγμα, πρέπει να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη με τις τράπεζες. Μετά από αυτό, θα είναι επίσης πολύ πιο εύκολο να προσελκύσει ιδιώτες επενδυτές, δήλωσε ο Βάιλ. «Δεν μπορώ να πω αν αυτό θα γίνει το 2027, το 28 ή το 29. Οι συνθήκες πρέπει να είναι σωστές».
Διαβάστε ακόμη