Η Ευρώπη οφείλει να στηρίξει τα ενεργειακά της φιλόδοξα σχέδια πάνω σε δύο άξονες: να μειώσει τις υψηλές τιμές ενέργειας, αλλά και να συνεχίσει τις προσπάθειες απεξάρτησης από τον άνθρακα στο μονοπάτι της κυκλικής οικονομίας. Αυτή τη θέση εκφράζει ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και τέως πρωθυπουργός της Ιταλίας Μάριο Ντράγκι μέσω της έκθεσής του, καλώντας την Ευρωπαϊκή Ένωση να επενδύει έως και 800 δισεκατομμύρια ευρώ επιπλέον ετησίως για να καταστήσει το μπλοκ πιο ανταγωνιστικό και να δεσμευτεί για τακτική έκδοση κοινών ομολόγων για να ανταγωνιστεί την Κίνα και τις ΗΠΑ.
Ο Μάριο Ντράγκι κάνει ειδική μνεία στον τομέα της ενέργειας, αναφέροντας την λέξη ενέργεια 118 φορές μέσα στην έκθεσή του, όπως παρατήρησαν αναλυτές. Ο ευρωπαϊκός ενεργειακός τομέας βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή, καθώς η ήπειρος αντιμετωπίζει μοναδικές προκλήσεις και ευκαιρίες. Το τεταμένο γεωπολιτικό κλίμα και οι πρόσφατες γεωπολιτικές εξελίξεις, συμπεριλαμβανομένης της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία έχουν αναδιαμορφώσει το ενεργειακό τοπίο της Ευρώπης. Όπως σημειώνει η έκθεση οι ανακατατάξεις αυτές δοκιμάζουν τις αντοχές των κρατών μελών, ωστόσο δημιουργούν και νέες ευκαιρίες. Η Ευρώπη έχει την ευκαιρία να ηγηθεί της μετάβασης προς την καθαρή ενέργεια, διατηρώντας παράλληλα την ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας της. Η έκθεση «Το Μέλλον της Ευρωπαϊκής Ανταγωνιστικότητας» υπογραμμίζει διάφορες διαστάσεις αυτής της συνεχιζόμενης μετάβασης, επισημαίνοντας τα εμπόδια και τις στρατηγικές πρωτοβουλίες που απαιτούνται για την ευθυγράμμιση της ενεργειακής μετάβασης με την οικονομική ανάπτυξη. «Η απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές να αποτελέσει ευκαιρία για την Ευρώπη, τόσο για να πρωτοστατήσει σε νέες καθαρές τεχνολογίες και λύσεις κυκλικότητας όσο και για να μετατοπίσει την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας προς πιο ασφαλείς, πιο χαμηλού κόστους πηγές καθαρής ενέργειας –τομείς στους οποίους η ΕΕ διαθέτει γενναιόδωρα αποθέματα», τονίζει η έκθεση.
Οι υψηλές τιμές Ενέργειας παραγκωνίζουν την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης
Ένα από τα πιο πιεστικά ζητήματα για την Ευρώπη είναι οι υψηλές τιμές ενέργειας που αντιμετωπίζουν οι καταναλωτές και οι βιομηχανίες. Παρόλο που οι τιμές έχουν μειωθεί από τα υψηλότερα επίπεδα τους το 2022, το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας για τις ευρωπαϊκές εταιρείες παραμένει 2-3 φορές υψηλότερο από ό,τι στις ΗΠΑ, ενώ οι τιμές φυσικού αερίου είναι 4-5 φορές υψηλότερες. Οι επιχειρήσεις της ΕΕ εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν τιμές ηλεκτρικής ενέργειας που είναι 2-3 φορές υψηλότερες από αυτές στις ΗΠΑ, ενώ οι τιμές του φυσικού αερίου που πληρώνονται είναι 4-5 φορές πιο πάνω. Αυτό το σημαντικό ενεργειακό χάσμα οφείλεται κυρίως στην έλλειψη φυσικών πόρων στην Ευρώπη, στη βραδεία επένδυση σε υποδομές τόσο στις ανανεώσιμες όσο και στις παραδοσιακές πηγές ενέργειας, καθώς και στους αναποτελεσματικούς κανόνες της αγοράς που εμποδίζουν την πλήρη αποσύνδεση των τιμών της καθαρής ενέργειας από τα ορυκτά καύσιμα.
Προειδοποιεί επίσης πως σήμερα οι βιομηχανίες της ΕΕ που χρησιμοποιούν τεράστιες ποσότητες ενέργειας αντιμετωπίζουν υψηλότερο κόστος από τους ανταγωνιστές τους για να επιτύχουν τους στόχους μείωσης από τις εκπομπές ρύπων. Ταυτόχρονα, ο ανταγωνισμός από την Κίνα γίνεται ιδιαίτερα έντονος στους βασικούς κλάδους που θα επιφέρουν μείωση εκπομπών άνθρακα – όπως τα ηλεκτρικά οχήματα. «Επομένως για να γίνει πιο ανταγωνιστική η ΕΕ θα πρέπει να χαράξει μια συνεκτική στρατηγική για όλες τις πτυχές της απαλλαγής από τις ανθρακούχες εκπομπές, από την ενέργεια έως τις βιομηχανίες», προτείνεται.
Σημειώνεται πως σύμφωνα με τα δεδομένα της έκθεσης η αστάθεια στις τιμές του φυσικού αερίου, ιδιαίτερα, αναμένεται να συνεχιστεί καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας, παρά τη στροφή προς την καθαρή ενέργεια. Η απώλεια ρωσικού φυσικού αερίου μέσω αγωγών έχει αναγκάσει την Ευρώπη να στηρίζεται ολοένα και περισσότερο στις εισαγωγές Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου (LNG), που συνοδεύεται από υψηλότερο κόστος και μεγαλύτερη αστάθεια λόγω της δυναμικής της αγοράς. Αυτές οι διακυμάνσεις επιδεινώνονται από την εξάρτηση της Ευρώπης από τις αγορές spot και τη συμπεριφορά των οικονομικών αγορών παραγώγων, που έχουν οδηγήσει σε υψηλότερα κόστη αντιστάθμισης για τις βιομηχανίες και αυξημένη αβεβαιότητα.
Μεσοπρόθεσμα, η απαλλαγή από τις εκπομπές θα συμβάλει στη στροφή της παραγωγής ενέργειας προς ασφαλείς, χαμηλού κόστους καθαρές πηγές ενέργειας. Όμως τα ορυκτά καύσιμα θα συνεχίσουν να διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στην τιμολόγηση της ενέργειας τουλάχιστον για το υπόλοιπο αυτής της δεκαετίας. Όπως επισημαίνεται ωστόσο, χωρίς σχέδιο μεταφοράς των πλεονεκτημάτων της απαλλαγής από τον άνθρακα στους τελικούς χρήστες, οι τιμές της ενέργειας θα συνεχίσουν να επιβαρύνουν την ανάπτυξη.
Παρά αυτές τις προκλήσεις, η ενεργειακή μετάβαση παρουσιάζει μια τεράστια ευκαιρία για την Ευρώπη. Η στροφή προς καθαρές πηγές ενέργειας, όπως η αιολική, η ηλιακή και η πυρηνική, ευθυγραμμίζεται με τους στόχους απανθρακοποίησης της Ευρώπης. Η Ευρώπη είναι ήδη ηγέτης στις τεχνολογίες καθαρής ενέργειας, ιδίως στις ανεμογεννήτριες, τους ηλεκτρολύτες και τα καύσιμα χαμηλών εκπομπών άνθρακα. Η έκθεση υπογραμμίζει ότι, συνεχίζοντας να επενδύει σε αυτές τις τεχνολογίες, η Ευρώπη μπορεί ταυτόχρονα να μειώσει το ενεργειακό κόστος, να ενισχύσει την ασφάλεια και να ενδυναμώσει την παγκόσμια ανταγωνιστικότητά της.
Η ηλεκτροδότηση του ενεργειακού συστήματος της Ευρώπης αποτελεί επίσης κρίσιμο μοχλό απανθρακοποίησης. Ο τομέας των μεταφορών, που ευθύνεται για ένα σημαντικό μέρος των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου της ΕΕ, μεταβαίνει σταδιακά προς τα ηλεκτρικά οχήματα (EVs), και η Ευρώπη κατέχει ισχυρή θέση σε αυτόν τον χώρο, με το 60% των παγκόσμιων υψηλής αξίας διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας στα καύσιμα χαμηλών εκπομπών άνθρακα και τις βιώσιμες μεταφορές.
«Το εάν η Ευρώπη θα μπορέσει να εκμεταλλευτεί αυτή την ευκαιρία θα εξαρτηθεί από το εάν θα υπάρξει συνεργασία και συγχρονισμός σε όλες τις πολιτικές με τους στόχους της ΕΕ για την απαλλαγή από εκπομπές άνθρακα. Η ενεργειακή μετάβαση θα είναι σταδιακή και τα ορυκτά καύσιμα θα συνεχίσουν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στις τιμές της ενέργειας για το υπόλοιπο αυτής της δεκαετίας, συντηρώντας τη συνεχιζόμενη αστάθεια των τιμών για τους τελικούς χρήστες», αναφέρει.
Επενδύσεις που προχωρούν αργά
Ωστόσο, η επιτυχία της ενεργειακής μετάβασης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την υπέρβαση των εμποδίων στις υποδομές και τους κανονισμούς. Οι επενδύσεις στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και στη χωρητικότητα των δικτύων προχωρούν αργά, εν μέρει λόγω των μεγάλων χρονικών διαστημάτων που απαιτούνται για την έγκριση νέων ενεργειακών έργων, όπως οι αιολικές φάρμες, τα οποία μπορούν να διαρκέσουν από τρία έως εννέα χρόνια, ανάλογα με τη χώρα. Παράλληλα, το φορολογικό σύστημα ενέργειας της Ευρώπης, το οποίο διαφέρει σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών, συμβάλλει στις υψηλές τιμές λιανικής ενέργειας. Παρά το γεγονός πως η φορολογία αποτελεί εργαλείο για την προώθηση της απανθρακοποίησης, μπορεί επίσης να αυξήσει το κόστος για τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις, επιβαρύνοντας με αυτό τον τρόπο την οικονομική ανταγωνιστικότητα. Για να καταστεί η ενεργειακή μετάβαση ευκαιρία, η Ευρώπη πρέπει να εναρμονίσει όλες τις πολιτικές της με τους κλιματικούς στόχους και να καταρτίσει ένα κοινό σχέδιο για την απαλλαγή από τον άνθρακα και την ανταγωνιστικότητα, το οποίο θα καλύπτει τους παραγωγούς ενέργειας, τους τομείς της καθαρής τεχνολογίας και της αυτοκινητοβιομηχανίας, καθώς και τις επιχειρήσεις με μεγάλη ενεργειακή ένταση, όπου οι εκπομπές είναι δύσκολο να μειωθούν.
Για να μετριαστεί η αστάθεια στις τιμές του φυσικού αερίου και να αξιοποιηθεί καλύτερα η συλλογική αγοραστική δύναμη της Ευρώπης, η έκθεση προτείνει την ενίσχυση των μηχανισμών κοινών προμηθειών, όπως η πλατφόρμα AggregateEU, και τη διαπραγμάτευση μακροπρόθεσμων συνεργασιών με αξιόπιστους προμηθευτές ενέργειας. Επιπλέον, η ΕΕ πρέπει να μειώσει την εξάρτησή της από τις αγορές spot και να ενθαρρύνει τη χρήση Συμφωνιών Αγοράς Ενέργειας (PPAs) και Συμβάσεων Διαφοράς (CfDs), που μπορούν να βοηθήσουν στην αποσύνδεση του κόστους της καθαρής ενέργειας από τις ασταθείς τιμές των ορυκτών καυσίμων. Η έκθεση συνιστά επίσης την ενίσχυση της ρυθμιστικής εποπτείας στις αγορές ενέργειας και παραγώγων ενέργειας, επιβάλλοντας χρηματοοικονομικά όρια θέσης για τον περιορισμό της κερδοσκοπικής συμπεριφοράς που επιδεινώνει την αστάθεια των τιμών.
Η απανθρακοποίηση του ευρωπαϊκού ενεργειακού συστήματος απαιτεί αφενός πόρους και επενδύσεις, και αφετέρου επιτάχυνση της ανάπτυξης έργων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Η ΕΕ έχει φιλόδοξους κλιματικούς στόχους, στοχεύοντας σε μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 55% έως το 2030. Οι τέσσερις μεγαλύτερες βιομηχανίες με μεγάλη ένταση εκπομπών στην ΕΕ, όπως τα χημικά και τα μέταλλα, θα χρειαστούν 500 δισ. ευρώ τα επόμενα 15 χρόνια για να απαλλαγούν από τον άνθρακα, αναφέρει η έκθεση του Ντράγκι. Συν τοις άλλοις, οι επενδύσεις στις μεταφορές θα ανέρχονται σε 100 δισ. ευρώ κάθε χρόνο μεταξύ 2031 και 2050, σχολιάζει το Bloomberg.
Ωστόσο, η επίτευξη αυτών των στόχων απαιτεί συντονισμένη προσέγγιση από όλα τα κράτη μέλη, ιδίως όσον αφορά την κλιμάκωση της παραγωγής ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και τον εκσυγχρονισμό των δικτύων. Είναι σημαντικό η ΕΕ να επικεντρωθεί στην παραγωγή καθαρής τεχνολογίας, ειδικά σε τομείς όπου διαθέτει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, όπως η τεχνολογία μπαταριών. Η απλοποίηση των χρηματοδοτικών διαδικασιών μπορεί να βοηθήσει στην κλιμάκωση της παραγωγής, μειώνοντας ταυτόχρονα τον κίνδυνο να ξεπεραστεί από τους παγκόσμιους ανταγωνιστές, όπως η Κίνα. Οι ΗΠΑ επενδύουν στην εγχώρια ικανότητα για παραγωγή ημιαγωγών και καθαρή τεχνολογία, ενώ στοχεύουν να επαναδρομολογήσουν κρίσιμες αλυσίδες εφοδιασμού μέσω των συμμάχων τους. Η Κίνα επιδιώκει τεχνολογική αυτάρκεια και καθετοποίηση της εφοδιαστικής αλυσίδας, από την εξόρυξη πρώτων υλών έως την επεξεργασία και από την βιομηχανία έως τη ναυτιλία. Οι εμπορικοί πόλεμοι εντείνονται συνεχώς «και δεδομένου του υψηλού εμπορικού της ανοίγματος, η Ευρώπη είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένη εάν επιταχυνθούν αυτές οι τάσεις», είναι το μήνυμα Ντράγκι στις Βρυξέλλες. Ο Ντράγκι επικαλέστηκε ιδιαίτερα τον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας, χαρακτηρίζοντάς τον «βασικό παράδειγμα έλλειψης σχεδιασμού της ΕΕ». Το μπλοκ αντιμετωπίζει τον πραγματικό κίνδυνο οι αυτοκινητοβιομηχανίες της ΕΕ να συνεχίσουν να χάνουν μερίδιο αγοράς από την Κίνα, η οποία προηγείται του μπλοκ των 27 μελών σε «σχεδόν όλους τους τομείς», ενώ παράγει με χαμηλότερο κόστος.
Ο ευρωπαϊκός ενεργειακός τομέας βρίσκεται σε κρίσιμο σημείο, ισορροπώντας μεταξύ άμεσων προκλήσεων και μακροπρόθεσμων ευκαιριών. Η απανθρακοποίηση προσφέρει τη δυνατότητα στην Ευρώπη να μειώσει το ενεργειακό κόστος, να εξασφαλίσει την ενεργειακή της προμήθεια και να ηγηθεί στην καινοτομία καθαρής τεχνολογίας. Ωστόσο, για να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι, είναι απαραίτητο να αντιμετωπιστούν οι δομικές αδυναμίες στην αγορά ενέργειας, να επιταχυνθούν οι επενδύσεις στις υποδομές και να διασφαλιστεί ένα δίκαιο κανονιστικό περιβάλλον. Με τις κατάλληλες στρατηγικές, η Ευρώπη μπορεί να μετατρέψει την ενεργειακή της μετάβαση σε ένα σημαντικό πλεονέκτημα στην παγκόσμια σκηνή. Για να επιτύχει πραγματική στρατηγική ανεξαρτησία και να αυξήσει την παγκόσμια γεωπολιτική της επιρροή, η Ευρώπη χρειάζεται σχέδιο. Η έκθεση παρουσιάζεται καθώς οι Ευρωπαίοι ηγέτες συνειδητοποιούν όλο και περισσότερο την απώλεια ανταγωνιστικότητας έναντι των κύριων αντιπάλων του μπλοκ, εν μέρει λόγω της ενεργειακής εξάρτησης της Ευρώπης και της έλλειψης πρώτων υλών. H ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της μετάβασης σε οικονομία με χαμηλότερες εκπομπές άνθρακα, αλλά η αύξηση της ασφάλειας με ταυτόχρονη μείωση των εξαρτήσεων από άλλες χώρες, παρουσιάζεται από τον Μάριο Ντράγκι ως «το τρίπτυχο επιτυχίας» για το μέλλον της Ευρώπης.
Διαβάστε ακόμη