Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, την ώρα που προσπαθεί να φέρει εις πέρας τον στόχο της κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050. Ο στόχος αυτός δεν είναι μόνο ένας φιλόδοξος πολιτικός στόχος· είναι μια αναγκαία προσαρμογή για την προστασία του πλανήτη από τις καταστροφικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Η Ελλάδα βρίσκεται εκ νέου στον κυκεώνα της κλιματικής αλλαγής. Ο συνδυασμός της παρατεταμένης ξηρασίας με τις αισθητά μειωμένες βροχοπτώσεις του χειμώνα έχουν δημιουργήσει ένα εκρηκτικό μείγμα που ευνοεί την ανάπτυξη μεγάλων και καταστροφικών πυρκαγιών, όπως συνέβη στον Βαρνάβα Αττικής. Η φωτιά ξεκίνησε το μεσημέρι της Κυριακής επεκτάθηκε στον Μαραθώνα και δημιούργησε μέσα στο επόμενο 24ωρο ένα πύρινο μέτωπο 40 χλμ. που έφτασε στις περιοχές των Βριλησσίων, του Χαλανδρίου και της Πεντέλης. Η ανάγκη προσαρμογής των ενεργειακών υποδομών αποτελεί το μεγαλύτερο διακύβευμα στον δρόμο προς το «net zero».
Οι πυρκαγιές τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί σε συχνότητα και ένταση σε πολλές περιοχές της Ευρώπης. Όπως σημειώνει πρόσφατη έκθεση από το Ευρωπαϊκό Συμβουλευτικό Σώμα για την Κλιματική Αλλαγή οι πυρκαγιές αποτελούν ένα από τα καταστροφικά φαινόμενα που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή. Η αυξανόμενη θερμοκρασία και οι πιο έντονες ξηρασίες συμβάλλουν στη δημιουργία των συνθηκών που τις ευνοούν. Η έκθεση αναγνωρίζει ότι η κλιματική αλλαγή επιφέρει αλλαγές στις κλιματικές συνθήκες, οι οποίες μπορούν να επηρεάσουν τις ενεργειακές υποδομές τονίζοντας την ανάγκη για προσαρμογή. Για παράδειγμα, τα ενεργειακά δίκτυα πρέπει να σχεδιάζονται με τρόπο που να αντέχουν σε ακραίες θερμοκρασίες και να είναι λιγότερο ευάλωτα σε καταστροφές όπως οι πυρκαγιές. Μία σημαντική ενεργειακή υποδομή όπως τα δίκτυα δεν πρέπει να αφήνονται στο έλεος του καύσωνα. Το παρατεταμένο κύμα καύσωνα δημιουργεί αιχμές στη ζήτηση για διατήρηση της ψύξης και μειώνει την απόδοση των φωτοβολταϊκών. Παράλληλα προκαλεί χαλάρωση των καλωδίων και υπερθέρμανση των μετασχηματιστών, αυξάνοντας τον κίνδυνο πυρκαγιάς στα ηλεκτρικά δίκτυα. Ο απρόβλεπτος καιρός, συμπεριλαμβανομένων των ολοένα και πιο έντονων καταιγίδων και της ξηρασίας που στερεύουν τα υδροηλεκτρικά εργοστάσια, απαιτεί μεγαλύτερη ανθεκτικότητα στο δίκτυο.
Η επικαιροποίηση και αναβάθμιση των δικτύων μεταφοράς ενέργειας καθώς και οι σταθμοί αποθήκευσης δεν είναι απλά μια τάση των καιρών, αλλά μια συνθήκη βιωσιμότητας του συστήματος. Και αυτό πρέπει να αποτελέσει μια διακρατική προτεραιότητα μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Έχοντας ως αφετηρία το γεγονός ότι ο ιδιωτικός τομέας δεν αρκεί για την κινητοποίηση κεφαλαίων μεγάλης κλίμακας, καθώς και ότι ορισμένες επενδύσεις δεν ανταποκρίνονται πάντα στο κριτήριο μεγιστοποίησης κέρδους, όπως οι υποδομές μεγάλης κλίμακας με τεράστια αρχική επένδυση, βιώσιμες δημόσιες μεταφορές, υποδομές για την προσαρμογή στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, γίνεται αντιληπτό ότι η πράσινη μετάβαση προϋποθέτει σημαντική εμπλοκή του δημόσιου τομέα.
Την ίδια ώρα, η έκθεση επισημαίνει πως η ευελιξία μέσω της διαχείρισης της ζήτησης, της αποθήκευσης, της ενσωμάτωσης των τομέων και των αλληλεπιδράσεων μεταξύ των φορέων ενέργειας αναμένεται να αποτελέσει ένα σημαντικό χαρακτηριστικό των μελλοντικών ενεργειακών συστημάτων.Θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και να αξιοποιούνται επαρκώς οι ευκαιρίες για βελτιστοποίηση μεταξύ των τομέων, όπως η ηλεκτρική ενέργεια, η θέρμανση, οι μεταφορές και η βιομηχανία, ακόμη και αν οι αλληλεξαρτήσεις μπορούν να εκπροσωπηθούν μόνο με έναν απλουστευμένο τρόπο. Αυτό θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει δευτερεύουσες επιπτώσεις στις τιμές των εμπορευμάτων, το κόστος και τα επίπεδα οικονομικής δραστηριότητας, για παράδειγμα από την ηλεκτροδότηση της βιομηχανίας.
Την ίδια ώρα, τα υπεράκτια δίκτυα είναι ένα σύνθετο θέμα που απαιτεί μια ολοκληρωμένη προσέγγιση. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένει ότι τα διασυνδεδεμένα υπεράκτια δίκτυα θα διαδραματίσουν μεγάλο ρόλο στην απανθρακοποίηση του ενεργειακού συστήματος. Ο Κανονισμός TEN-E απαιτεί την ανάπτυξη στρατηγικών ολοκληρωμένων σχεδίων υπεράκτιας ανάπτυξης υψηλού επιπέδου. Μια διαδικασία συμμετοχής των εμπλεκόμενων φορέων για την ενσωμάτωση των υπεράκτιων δικτύων στις υπάρχουσες δομές μοντέλων θα διασφαλίσει την καλύτερη αναπαράστασή τους στα σενάρια. Τα δίκτυα διανομής ηλεκτρικής ενέργειας της Ευρώπης πρέπει επειγόντως να εκσυγχρονιστούν, ώστε να καταστεί εφικτός ο μαζικός εξηλεκτρισμός των μεταφορών, της θέρμανσης και της βιομηχανίας, να ενσωματωθούν οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και να αντέξουν συχνότερες ακραίες καιρικές συνθήκες και απειλές στον κυβερνοχώρο. Τα κράτη μέλη της Ευρώπης χρειάζεται να δημιουργήσουν εργαλεία στρατηγικού σχεδιασμού που επιτρέπουν στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να κατανοήσουν τις πιθανές προκλήσεις και να λάβουν τις απαραίτητες αποφάσεις εγκαίρως. Τα ενεργειακά δίκτυα, οι αγωγοί φυσικού αερίου, τα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας και οι διασυνδέσεις, αποτελούν βασικό συστατικό του ενεργειακού συστήματος ΕΕ. Διαδραματίζουν πρωτεύοντα ρόλο στον καθορισμό του βαθμού στον οποίο μπορούν να μεταφερθούν και να χρησιμοποιηθούν διαφορετικές πηγές ενέργειας. Ενώ η προμήθεια και η χρήση ενέργειας εξακολουθούν να ευθύνονται για το 77% των συνολικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στην ΕΕ, ο σχεδιασμός και η ανάπτυξη των ενεργειακών δικτύων της ΕΕ παίζουν καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία μίας ενεργειακής υποδομής χωρίς ορυκτά καύσιμα. Ο στρατηγικός, μακροπρόθεσμος σχεδιασμός για την ανάπτυξη της διασυνοριακής ενεργειακής υποδομής είναι ιδιαίτερα κρίσιμος για την επίτευξη του στόχου της κλιματικής ουδετερότητας της ΕΕ έως το 2050, όπως καθορίζεται από τον Ευρωπαϊκό Κλιματικό Νόμο του 2021.
Η ηλεκτροδότηση των μεταφορών, της θέρμανσης/ψύξης και της βιομηχανίας μπορεί να δημιουργήσει σημαντικές νέες ανάγκες σε ηλεκτρική ενέργεια, αλλά προσφέρει επίσης σημαντική νέα ευελιξία στη ζήτηση. Το δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας θα λειτουργήσει ως η ραχοκοκαλιά των μελλοντικών ενεργειακών συστημάτων χαμηλών εκπομπών άνθρακα. Οι μελλοντικές εκτιμήσεις της ζήτησης θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη αυτές τις νέες ευέλικτες απαιτήσεις με έναν πιο ολοκληρωμένο τρόπο. Η ηλεκτροδότηση τμημάτων των τομέων των μεταφορών και της θέρμανσης θα μπορούσε να οδηγήσει σε αλλαγές στα μοτίβα ζήτησης που θα επηρεάσουν τις υποδομές των δικτύων και τους παραγωγούς. Αυτό θα δημιουργήσει προκλήσεις για τους διαχειριστές συστημάτων, αλλά θα μπορούσε επίσης να προσφέρει ευελιξία όταν διαχειρίζεται σωστά μέσω της ενσωμάτωσης των συστημάτων και των προηγμένων τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών υπό την κατάλληλη ρύθμιση. Παρομοίως, η ηλεκτροδότηση της βιομηχανίας ενδέχεται να απαιτήσει μεγάλες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας.
Η ζήτηση και παραγωγή υδρογόνου και ηλεκτρονικών καυσίμων μπορεί να αλλάξουν σημαντικά τη δομή και τη λειτουργία του ενεργειακού μας συστήματος και θα απαιτήσουν τεράστιες ποσότητες πρόσθετης παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και υποδομών δικτύου. Η επιστημονική κοινότητα αναμένει ότι το υδρογόνο θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην απανθρακοποίηση ορισμένων βιομηχανιών και πιθανώς σε άλλους τομείς, τόσο για επιτόπιες εφαρμογές όσο και ως ενσωματωμένο στοιχείο του ενεργειακού συστήματος. Μια συνεχής εξειδικευμένη ανάλυση και μοντελοποίηση του υδρογόνου και των ηλεκτρονικών καυσίμων θα επιτρέψει τον εντοπισμό των άμεσων και δευτερευουσών επιπτώσεων σε ένα ευρύ φάσμα εισροών. Τέλος, η ενσωμάτωση των πιο πρόσφατων γνώσεων σε αυτά τα θέματα θα είναι καθοριστικής σημασίας. Για παράδειγμα, το κόστος της αναβάθμισης των αγωγών φυσικού αερίου είναι ένας σημαντικός παράγοντας κατά την αξιολόγηση της οικονομικής βιωσιμότητας των επιλογών και επίσης κατά την εκτίμηση του πιθανού όγκου εισαγωγών σε σύγκριση με την εγχώρια παραγωγή.
Διαβάστε ακόμη