Η Ευρώπη φαίνεται να βρίσκεται στο κατώφλι μιας νέας πυρηνικής εποχής. Νέα σχέδια για την κατασκευή πυρηνικών σταθμών βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη, με την εγκατεστημένη ισχύ να αναμένεται να αυξηθεί κατά ένα τρίτο μέχρι το 2045. Οι ζυμώσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη στη «Γηραιά Ήπειρο» έχουν επαναφέρει στο προσκήνιο αυτή την αμφιλεγόμενη και διχαστική μορφή ενέργειας. Στην Ελλάδα δεν έχει ανοίξει επισήμως η συζήτηση με την κοινή γνώμη να μην φαίνεται να δίνει «ψήφο εμπιστοσύνης» σε αυτή την πυρηνική αναγέννηση.
Σε ανάλυση του Energy BrainBlog καταγράφηκε πως το 35% των πολιτών στην Ελλάδα δεν μπορεί να εμπιστευτεί την πυρηνική ενέργεια, αφού δεν συμφωνεί με το γεγονός ότι πόλεμος στην Ουκρανία καθιστά αναγκαίες τις εν λόγω επενδύσεις στην Ευρώπη, μετά και τον πόλεμο στην Ουκρανία. Τα τεχνικά ζητήματα, η έλλειψη τεχνογνωσίας, το «φόβητρο του παρελθόντος», οι διαταραχές της εφοδιαστικής αλυσίδας, η απουσία αυστηρών κανονισμών πολλώ μάλλον τα ζητήματα ασφάλειας και η διαχείριση αποβλήτων φαίνεται πως δημιουργούν δεύτερες σκέψεις και αποτελούν τροχοπέδη για την ευρεία αποδοχή της. Στην υπόλοιπη Ευρώπη, η πυρηνική ενέργεια έχει φτάσει στο υψηλότερο επίπεδο αποδοχής. Η συζήτηση γύρω από την πυρηνική ενέργεια αναζωπυρώνεται με ένταση λόγω της γεωπολιτικής αβεβαιότητας και των ενεργειακών αναγκών. Ο πόλεμος Ουκρανίας – Ρωσίας έχει υπογραμμίσει την ανάγκη για ενεργειακή ανεξαρτησία, οδηγώντας πολλές χώρες να εξετάσουν την πυρηνική ενέργεια ως εναλλακτική λύση έναντι των ορυκτών καυσίμων.
Και ενώ στην Ελλάδα η κοινή γνώμη παραμένει βαθιά διχασμένη για το ζήτημα της πυρηνικής ενέργειας με μόλις το 22% να δηλώνει πως θέλει επενδύσεις η υπόλοιπη Ευρώπη φαίνεται να ανεβάζει ταχύτητες. Χώρες όπως η Πολωνία και η Ρουμανία εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά υποστήριξης, καθώς η ενεργειακή εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο αυξάνει την ανησυχία για την ενεργειακή ασφάλεια. Στην Πολωνία, το 33% των ερωτηθέντων συμφωνεί πλήρως ότι οι επενδύσεις στην πυρηνική ενέργεια είναι πιο επείγουσες, ενώ μόνο το 15% διαφωνεί πλήρως. Αντιθέτως, η Αυστρία παραμένει σταθερά αντιπυρηνική, με το 37% των Αυστριακών να διαφωνεί πλήρως με την ιδέα επενδύσεων στην πυρηνική ενέργεια, και μόλις το 12% να συμφωνεί ή τείνει να συμφωνήσει. Η χώρα έχει ιστορικά αντιταχθεί σθεναρά στην ανάπτυξη πυρηνικών σταθμών και έχει προσπαθήσει να εμποδίσει τέτοια έργα σε άλλες χώρες μέσω νομικών προσφυγών.
Η Ευρώπη «πατάει» γκάζι
Η πρώτη Σύνοδος Κορυφής για την Πυρηνική Ενέργεια πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες τον Μάρτιο του 2024. 32 χώρες, συμπεριλαμβανομένων 14 κρατών-μελών της ΕΕ, δήλωσαν την πρόθεσή τους να αξιοποιήσουν πλήρως τις δυνατότητες της πυρηνικής ενέργειας. Νέοι αντιδραστήρες θα κατασκευαστούν, και στην Ευρώπη. Η εγκατεστημένη ισχύς αναμένεται να αυξηθεί κατά ένα τρίτο μέχρι το 2045. Στις 21 Μαρτίου 2024, η Ιταλία, η Τσεχία, η Σουηδία και η Ολλανδία, μεταξύ άλλων, δεσμεύτηκαν να επεκτείνουν την πυρηνική ενέργεια. Όχι μόνο με την παράταση της ζωής των υφιστάμενων αντιδραστήρων, αλλά και με την κατασκευή νέων σταθμών και την επένδυση στην ανάπτυξη νέων τύπων αντιδραστήρων, όπως οι μικροί αρθρωτοί αντιδραστήρες (SMRs). Η Σουηδία έχει ήδη ενσωματώσει αυτό το στόχο στο νέο ενεργειακό της σχέδιο – το «100% ανανεώσιμη ενέργεια» έχει γίνει «100% απαλλαγμένη από ορυκτά καύσιμα». Τουλάχιστον δύο μεγάλοι αντιδραστήρες πρόκειται να κατασκευαστούν μέχρι το 2035, και δέκα νέοι αντιδραστήρες θα πρέπει να θέσουν τέλος στα ορυκτά καύσιμα μέχρι το 2045. Υπάρχουν επίσης σχέδια για την επέκταση της διάρκειας ζωής των υφιστάμενων σταθμών παραγωγής ενέργειας. Αυτό είναι απαραίτητο επειδή η κυβέρνηση της Σουηδίας αναμένει ότι η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας θα διπλασιαστεί ως αποτέλεσμα της απανθρακοποίησης. Αντιστοίχως, η Τσεχία έχει ακόμη πιο συγκεκριμένα σχέδια. Ήδη έχουν ληφθεί προσφορές για την κατασκευή τεσσάρων νέων αντιδραστήρων – με το σκεπτικό ότι ένας μεγαλύτερος αριθμός αντιδραστήρων θα μειώσει σημαντικά το κόστος μιας μονάδας. Ο πρώτος αντιδραστήρας αναμένεται να ολοκληρωθεί το 2036.
Αρκετά φιλόδοξοι είναι σύμφωνα με την ανάλυση και οι στόχοι του Ηνωμένου Βασιλείου, αφού θέλει να παράγει το ένα τέταρτο της ηλεκτρικής του ενέργειας από πυρηνική ενέργεια μέχρι το 2050. Αυτό θα απαιτήσει αντιδραστήρες με συνολική ισχύ 24 GW. Η τρέχουσα ισχύς των 6 GW θα πρέπει να τετραπλασιαστεί, καθώς η κατανάλωση αναμένεται επίσης να αυξηθεί σημαντικά. Ωστόσο, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου δεν σχεδιάζει να καταργήσει εντελώς τα ορυκτά καύσιμα, καθώς έχει οικονομικό ενδιαφέρον για την εγχώρια παραγωγή φυσικού αερίου. Νέοι αντιδραστήρες σχεδιάζονται επίσης σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένων της Ολλανδίας, της Ουγγαρίας και της Πολωνίας.
Χώρες όπως η Ιταλία και η Σερβία, οι οποίες επί του παρόντος δεν διαθέτουν πυρηνικούς σταθμούς, δεν έχουν ανακοινώσει ακόμη σχέδια για μελλοντικούς αντιδραστήρες, αλλά έχουν εκφράσει ενδιαφέρον για μικρούς αρθρωτούς αντιδραστήρες (SMRs). Σε αυτή την κατηγορία εμπίπτει και η Ελλάδα μετά το «σήμα» που έδωσε ο πρωθυπουργός , Κυριάκος Μητσοτάκης, κατά τη διάρκεια συζήτησης με τον πρώην πρωθυπουργό της Ιταλίας, Ενρίκο Λέτα, στο πλαίσιο του 28ου Ετήσιου Συνεδρίου «Economist Government Roundtable». Τα SMRs έχουν ισχύ μικρότερη των 300 MW και στόχος τους είναι η μαζική παραγωγή. Αυτό θα σήμαινε ότι θα απαιτούνταν λιγότερη τοπική τεχνογνωσία. Ως αποτέλεσμα, χώρες χωρίς εμπειρία στην κατασκευή πυρηνικών σταθμών θα ήταν σε καλύτερη θέση να εισέλθουν στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας. Ωστόσο, παραμένει ασαφές αν οι SMRs θα είναι οικονομικά βιώσιμοι λόγω της έλλειψης εμπειρίας.
Η επέκταση της πυρηνικής ενέργειας με αυτόν τον τρόπο θα οδηγήσει συνεπώς σε υψηλότερες τιμές ηλεκτρικής ενέργειας, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα κόστη κατασκευής και διάθεσης. Αυτά συνήθως υποστηρίζονται από τον φορολογούμενο όταν κατασκευάζεται ένας αντιδραστήρας και πρέπει συνεπώς να ληφθούν επίσης υπόψη. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να καθοριστεί αν οι πυρηνικοί σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής αποτελούν οικονομική επιβάρυνση ή ανακούφιση για το δημόσιο ταμείο. Σύμφωνα με την ανάλυση όταν εξετάζεται η οικονομική αποδοτικότητα, πρέπει επίσης να συμπεριληφθούν τα κόστη συστήματος. Για μια χώρα που θέλει να παράγει το μεγαλύτερο μέρος της ηλεκτρικής της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, οι φορείς χάραξης πολιτικής θα χρειαστεί να επενδύσουν σημαντικά περισσότερο στην ανάπτυξη του δικτύου και τις τεχνολογίες αποθήκευσης από ό,τι αν το σύστημα βασιζόταν στην πυρηνική ενέργεια. Διάφορες μελέτες έχουν εξετάσει τα κεφαλαιουχικά και συστημικά κόστη της πυρηνικής ενέργειας. Τα αποτελέσματά τους δεν είναι πάντα συνεπή, εν μέρει επειδή δεν υπάρχει μία μεταβλητή που να μπορεί να αντιπροσωπεύσει πλήρως την εικόνα κόστους μιας τεχνολογίας. Κόστη προκύπτουν επίσης μετά το τέλος της λειτουργίας ενός πυρηνικού σταθμού. Για τους αντιδραστήρες στη δυτική Γερμανία, η μελέτη δείχνει μέσο κόστος αποξήλωσης 1.100 €/kW μέχρι το 2023. Αυτό προστίθεται στο κόστος τελικής διάθεσης. Οι συγγραφείς της έκθεσης καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η πυρηνική ενέργεια είναι ο πιο δαπανηρός τρόπος για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι πυρηνικοί σταθμοί έχουν υψηλότερα κόστη κατασκευής και λειτουργίας από τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Ωστόσο, η ερώτηση για το αν αξίζει να ενταχθεί η πυρηνική ενέργεια στο ενεργειακό μείγμα από οικονομική άποψη αξιολογείται διαφορετικά, ιδίως αν αναλογιστεί κανείς πως η Ευρώπη βιώνει μια πυρηνική αναγέννηση. Νέοι πυρηνικοί σταθμοί κατασκευάζονται σε όλο και περισσότερες χώρες, και πολλά άλλα σχέδια βρίσκονται σε εξέλιξη. Σε δέκα χρόνια, νέοι τύποι αντιδραστήρων αναμένεται να είναι μέρος του ενεργειακού μας μείγματος. Αυτή η ανάπτυξη υποστηρίζεται από το κοινό, ιδιαίτερα μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία. Η πρόσθετη παροχή ενέργειας θα οδηγούσε σε χαμηλότερες τιμές ηλεκτρικής ενέργειας, αν η επέκταση των ανανεώσιμων πηγών συνεχιστεί.
Το μείγμα όμως χρειάζεται ισορροπία. Εφόσον η επέκταση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας επιβραδυνθεί, οι τιμές θα αυξηθούν – ιδιαίτερα αν αυξηθεί η ζήτηση λόγω της απανθρακοποίησης στο πλαίσιο της μετάβασης στη θέρμανση και τις μεταφορές. Επιπλέον, οι πολίτες στις χώρες που κατασκευάζουν τους αντιδραστήρες θα υποστηρίξουν την πυρηνική ενέργεια μέσω των φόρων τους, όπως έχουν κάνει και για άλλες μορφές παραγωγής ενέργειας. Συνεπώς, κανείς δεν είναι σε θέση να ποσοτικοποιήσει επί του παρόντος τα πιθανά κόστη των νέων πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής.
Διαβάστε ακόμη