Σε τροχιά απολιγνιτοποίησης βρίσκεται η Ελλάδα, που διαγκωνίζεται στην κούρσα της καθαρής ενέργειας και επιθυμεί να αποτελέσει τον επόμενο πράσινο κόμβο της Ευρώπης. Παρά το τεταμένο γεωπολιτικό κλίμα, η περίοδος της ενεργειακής κρίσης βαίνει προς το τέλος της και οι ανάγκες σε μονάδες ηλεκτροπαραγωγής που λειτουργούν τόσο με λιγνίτη, όσο και με ντίζελ εξαλείφονται. Η ΔΕΗ αναμένεται να διαδραματίσει πρωτεύοντα ρόλο σε αυτό το εγχείρημα με τη διοίκηση Στάσση να υπόσχεται την «έξοδο» από τη λιγνιτική παραγωγή το 2026. Το διακύβευμα είναι όμως τι μέλλει γενέσθαι με την μονάδα «Πτολεμαΐδα V». Ο μεγαλύτερος λιγνιτικός σταθμός που έχει λειτουργήσει ποτέ αποτυπώνει τις δυσκολίες που υπάρχουν ώστε να κοπεί ο «ομφάλιος λώρος» με το γκρίζο παρελθόν.

Η Aurora Energy Research εκτιμά πως η δέσμευση της ΔΕΗ να εξέλθει πλήρως από τον λιγνίτη έως το 2026, ως ιδιοκτήτης όλων των λιγνιτικών μονάδων στην Ελλάδα, εκπληρώνοντας τον δεσμευτικό στόχο του 2028 που τέθηκε πέρυσι, είναι σημαντική αλλά επιφέρει κρίσιμες προκλήσεις, ιδιαίτερα όσον αφορά το μέλλον της μονάδας Πτολεμαΐδα V. Η πλήρης απόσυρση από τη λιγνιτική παραγωγή είναι κεντρικός στόχος για τη ΔΕΗ. Ήδη έχουν αποσυρθεί λιγνιτικές μονάδες ισχύος 1,9 GW ενώ το 2026 η εγκατεστημένη ισχύς της επιχείρησης στην εγχώρια αγορά θα αυξηθεί από τα 10,7GW στα 13,1GW και αυτό παρά το κλείσιμο εντός της τριετίας μονάδων λιγνίτη πετρελαίου και φυσικού αερίου ισχύος 2,8GW. Το 2026 η εγκατεστημένη ισχύς ΑΠΕ του ομίλου θα διπλασιαστεί σε σχέση με σήμερα και θα φτάσει τα 8,9 GW (συμπεριλαμβανομένων και των μεγάλων υδροηλεκτρικών) με τις ΑΠΕ να αποτελούν το 68% του συνόλου της εγκατεστημένης ισχύος του ομίλου ΔΕΗ, σε Ελλάδα Ρουμανία, Βουλγαρία και άλλες περιοχές στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Όσο δε για το 2030, προβλέπεται ότι η συνολική εγκατεστημένη ισχύς της ΔΕΗ στην Ελλάδα θα φτάσει τα 17 GW, εκ των οποίων το 75% θα είναι καθαρές μορφές ενέργειας, έναντι του 43% που είναι σήμερα η συμμετοχή των ΑΠΕ στο παραγωγικό δυναμικό της ΔΕΗ.

Το τέλος της λιγνιτικής μονάδας της ΔΕΗ, «Πτολεμαΐδα 5» που μπήκε σε λειτουργία μόλις το τελευταίο έτος, προανήγγειλε για ακόμη μια φορά το τελευταίο χρονικό διάστημα ο Θόδωρος Σκυλακάκης, Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Μιλώντας σχεδόν ένα μήνα πριν στη Βουλή είχε αναφέρει ότι η επένδυση στη μονάδα δεν είναι ανταγωνιστική, εξαιτίας του υψηλού κόστους των δικαιωμάτων ρύπων που έχουν αυξηθεί υπέρμετρα, τα τελευταία χρόνια. «Αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει. Η μεσοπρόθεσμη πρόβλεψη είναι ότι θα φθάσουν μεταξύ 100 και 150 ευρώ. Αντίστοιχα, χθες πάλι από το Βήμα της Βουλής σημείωσε ότι δεν είναι εύλογο η κυβέρνηση να στηρίζει ένα καύσιμο που κοστίζει 200 ευρώ η μεγαβατώρα, με δεδομένο ότι η μονάδα δεν θα δεχτεί φυσικό αέριο. Άγνωστο παραμένει σήμερα το τι θα συμβεί με αυτή την επένδυση, η οποία ήταν της τάξης των 1,5 δισ. ευρώ και αποφασίστηκε από τις προηγούμενες διοικήσεις. Να σημειωθεί ότι οι λιγνιτικές μονάδες αποτελούν πλέον βάρος για τη ΔΕΗ, καθώς αποτελούν τους ακριβότερους σταθμούς στο ελληνικό σύστημα εφόσον επιβαρύνονται με το υψηλό κόστος των εκπομπών CO2.

Παρά το γεγονός πως τον τελευταίο καιρό αυξηθεί η χρήση του λιγνίτη, παραμένει σε πτωτική τροχιά. Στοιχεία της αγοράς δείχνουν ότι η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από τον λιγνίτη το πρώτο εξάμηνο του 2024 αγγίζει τις 1,5 τεραβατώρες, δηλαδή 30% χαμηλότερα από ό,τι την ίδια περίοδο του 2023. Ωστόσο, οι συνθήκες επιτρέπουν την επαναφορά του, ειδικά στις δύσκολες στιγμές όπως τώρα, που έχουμε παρατεταμένο καύσωνα και οι ΑΠΕ δεν αρκούν για να καλυφθεί ζήτηση. Εκεί που στις άλλες χώρες προσφέρονται τα υδροηλεκτρικά έργα και η πυρηνική ενέργεια για την εξισορρόπηση του συστήματος, στην Ελλάδα ο λιγνίτης παίζει αυτόν τον ρόλο (μαζί με το φυσικό αέριο). Υπενθυμίζεται ότι τον Μάιο ο λιγνίτης απείχε από το ενεργειακό μείγμα για 18 συνεχόμενες ημέρες, σημειώνοντας νέο ρεκόρ αποκλεισμού από την παραγωγή. Ο λιγνίτης είχε παραγκωνιστεί όταν η χονδρική τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας βρισκόταν περίπου στα 60-70 ευρώ/MWh, τον Απρίλιο και τον Μάιο. Όταν όμως κυμαίνονταν ανάμεσα στα 150 με 220 ευρώ/ MWh, με ωριαίες διακυμάνσεις που συχνά φτάνουν ακόμα και τα 650 ευρώ/MWh, ο λιγνίτης απέκτησε μια νέα δυναμική.

Σύμφωνα με την ανάλυση της Aurora Energy Research το μόνιμο κλείσιμο της μονάδας Πτολεμαΐδα V μόλις τρία χρόνια μετά την έναρξη λειτουργίας της θα ήταν μια δύσκολη απόφαση και το ενδεχόμενο να παραμείνει ως εφεδρική μονάδα θα μπορούσε να καθυστερήσει την έξοδο από τον λιγνίτη πέραν του 2026. Για τις άλλες λιγνιτικές μονάδες, η έξοδος το 2026 φαίνεται απολύτως εφικτή. Ωστόσο, αν η Πτολεμαΐδα V κλείσει το 2026, θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο για νέες μονάδες αερίου, οι οποίες θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν το κενό που δημιουργείται στην αγορά γρηγορότερα. Η πλήρης απολιγνιτοποίηση μπορεί να εγείρει ανησυχίες σχετικά με την ασφάλεια εφοδιασμού κατά τις περιόδους υψηλής ζήτησης, ειδικά αν οι νέες μονάδες αερίου που είναι υπό κατασκευή καθυστερήσουν.

Πάντως, το Green Tank στην τελευταία του μηνιαία έκθεση έκανε λόγο για ρεκόρ συνεισφοράς της καθαρής ενέργειας (ΑΠΕ και μεγάλα υδροηλεκτρικά) στην κάλυψη της ζήτησης στα μισά του έτους, ξεπερνώντας το 50% (52.9%) σε ολόκληρη την επικράτεια, και όλα τα ορυκτά καύσιμα (λιγνίτη, ορυκτό αέριο και πετρέλαιο) μαζί. Ωστόσο, ανησυχητική παραμένει η αύξηση του αερίου (+36.9% το πρώτο εξάμηνο του 2024 συγκριτικά με το 2023). Το μερίδιό του στην κάλυψη της ζήτησης (34.3%) θα μπορούσε να περιοριστεί αν είχαν αποφευχθεί οι περικοπές των ΑΠΕ που έφτασαν τις 494 GWh το πρώτο εξάμηνο. Συρρικνώθηκαν οι καθαρές εισαγωγές καλύπτοντας μόνο το 1.3% της συνολικής εγχώριας ζήτησης, ενώ ο λιγνίτης καταποντίστηκε με μερίδιο κάτω από 6%. Mε παραγωγή 12,306 GWh το πρώτο εξάμηνο του έτους, oι ΑΠΕ (χωρίς τα μεγάλα υδροηλεκτρικά) ξεπέρασαν για πρώτη φορά την παραγωγή και των τριών ορυκτών καυσίμων μαζί (ορυκτό αέριο, λιγνίτης και πετρέλαιο) κατά 96 GWh. Την ίδια περίοδο το 2023, οι ΑΠΕ συνεισέφεραν λιγότερο από τα ορυκτά καύσιμα κατά 423 GWh.

Διαβάστε ακόμη