Η ενεργειακή απόδοση των κτιρίων βρίσκεται στο επίκεντρο της πολιτικής ατζέντας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία έχει θέσει ιδιαίτερα υψηλούς στόχους γύρω από το πεδίο μέχρι το 2030. Η θέρμανση και η ψύξη βρίσκονται στην εμπροσθοφυλακή των αλλαγών, ενώ η σταδιακή κατάργηση των ορυκτών καυσίμων για τη θέρμανση των σπιτιών αποτελεί αυτοσκοπό της νέας οδηγία για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων (EPBD). Σύμφωνα με την έκθεση της δεξαμενής σκέψης Bruegel οι συνολικές απαιτούμενες επενδύσεις «ενεργειακής ανακαίνισης» κτιρίων για την περίοδο 2024-2030 ανέρχονται σε 297 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως. Η Ευρώπη πρέπει να ανεβάσει ταχύτητες, αφού τα κτίρια ευθύνονται σχεδόν για το 40% των παγκόσμιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, με το 28% των επιβλαβών αερίων να προέρχεται από τη λειτουργία τους και το 11% να οφείλεται στα υλικά και την κατασκευή τους.
Η Ελλάδα χρειάζεται να επενδύσει σημαντικά ποσά για να βελτιώσει την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων της. Το ποσοστό των απαιτούμενων επενδύσεων για την επίτευξη των στόχων ενεργειακής ανακαίνισης αντιστοιχεί περίπου στο 0,6% έως 0,8% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) και αφορά κυρίως κατοικίες. Το ποσοστό αυτό είναι συγκριτικά μικρότερο σε σχέση με χώρες όπως η Πορτογαλία και η Ρουμανία, οι οποίες απαιτούν υψηλότερες επενδύσεις ως προς το ΑΕΠ τους, γεγονός που σημαίνει μεγαλύτερη οικονομική επιβάρυνση για την επίτευξη των ενεργειακών στόχων. Χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιταλία απαιτούν μεγαλύτερες συνολικές επενδύσεις, οι οποίες ωστόσο δεν αναμένεται να επηρεάσουν σημαντικά πολύ το ΑΕΠ τους. Το χρονικό χάσμα μεταξύ του υψηλού αρχικού κόστους και της μακροπρόθεσμης απόσβεσης από τις εργασίες ανακαίνισης αποτρέπει τους καταναλωτές στην Ευρώπη από το να επενδύσουν σε νέες ενεργειακές λύσεις για το σπίτι. Για την επίτευξη των στόχων της Οδηγίας EPBD, απαιτείται κάλυψη επενδυτικού χάσματος περίπου 150 δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως έως το 2030.
Υπενθυμίζεται πως από το 2030 όλα τα νέα κτίρια θα πρέπει να καταγράφουν μηδενικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, ενώ η αντίστοιχη προθεσμία για τα νέα κτίρια που στεγάζουν ή ανήκουν σε δημόσιες αρχές ορίζεται για το 2028. Τα κράτη μέλη θα μπορούν να λαμβάνουν υπόψη κατά πόσο ένα κτίριο συμβάλλει στην υπερθέρμανση του πλανήτη σε όλη τη διάρκεια ζωής του, συνυπολογίζοντας όλα τα δομικά προϊόντα που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή του, από την παραγωγή μέχρι και την απόρριψή τους. Όσον αφορά τις κατοικίες, τα κράτη μέλη οφείλουν να θεσπίσουν μέτρα για να μειώσουν τη μέση κατανάλωση πρωτογενούς ενέργειας κατά τουλάχιστον 16% μέχρι το 2030 και κατά τουλάχιστον 20 22% μέχρι το 2035.
Το επόμενο ενεργειακό στοίχημα
Το επόμενο «ενεργειακό στοίχημα» της Ευρώπης αναφορικά με το δίπτυχο ψύξη – θέρμανση είναι οι αντλίες θερμότητας. Η υιοθέτηση αντλιών θερμότητας στην Ευρώπη αυξάνεται σταδιακά ως απάντηση στην ανάγκη εξάλειψης της καύσης ορυκτών καυσίμων. Οι κυβερνήσεις και οι παράγοντες του κλάδου εργάζονται για να αντιμετωπίσουν τα εμπόδια και να παρέχουν κίνητρα στα νοικοκυριά για μετάβαση σε πιο βιώσιμα συστήματα θέρμανσης. Το 2022 και 2023, εγκαταστάθηκαν έξι εκατομμύρια αντλίες θερμότητας σε όλη την Ευρώπη (ΕΕ, Νορβηγία και Ηνωμένο Βασίλειο), αυξάνοντας το συνολικό αριθμό σε 23 εκατομμύρια.
Ο στόχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2030 είναι να εγκατασταθούν 60 εκατομμύρια αντλίες θερμότητας, αντικαθιστώντας μέρος των 68 εκατομμυρίων καυστήρων φυσικού αερίου και των 18 εκατομμυρίων καυστήρων πετρελαίου που είναι εγκατεστημένοι σε κατοικίες της ΕΕ. Οι αντλίες θερμότητας είναι κατά μέσο όρο τρεις φορές πιο αποδοτικές ενεργειακά από τους λέβητες αερίου, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις μπορούν να επιτύχουν αποδοτικότητα έως και 400%, δηλαδή να παράγουν τέσσερις φορές περισσότερη θερμότητα από την ενέργεια που καταναλώνουν. Ανασταλτικός παράγοντας ωστόσο φαίνεται πως είναι το γεγονός ότι η μετάβαση σε αντλίες θερμότητας απαιτεί σημαντικές αρχικές επενδύσεις και η διαφορά στις τιμές μεταξύ ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου επηρεάζει την περίοδο απόσβεσης της επένδυσης. Για να αποτραπεί αυτό η έκθεση προτείνει η μετάβαση σε αναπροσαρμογή της φορολόγησης και των επιδοτήσεων, ώστε να ευνοείται η χρήση ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Η ανάπτυξη των δικτύων τηλεθέρμανσης μπορεί επίσης να υποστηρίξει την ευρύτερη υιοθέτηση των αντλιών θερμότητας, ειδικά σε αστικές περιοχές με υψηλή πυκνότητα πληθυσμού.
Η τηλεθέρμανση καλύπτει σήμερα το 12% της τελικής ενεργειακής κατανάλωσης για θέρμανση χώρων και ζεστού νερού, με το 27% αυτής της ενέργειας να προέρχεται από βιομάζα, βιοκαύσιμα και ανανεώσιμα απόβλητα. Είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη στις Σκανδιναβικές και Βαλτικές χώρες, καλύπτοντας το 50% της ζήτησης θέρμανσης στη Σουηδία, ενώ είναι σχεδόν ανύπαρκτη σε χώρες όπως το Βέλγιο, η Ιρλανδία και η Ισπανία. Η μέγιστη αξιοποίηση της απανθρακοποιημένης τηλεθέρμανσης σε πυκνές αστικές περιοχές μπορεί να μειώσει το συνολικό κόστος του ενεργειακού συστήματος κατά 17% έως 20%.
Πώς θα χρηματοδοτήσει η ΕΕ το σχέδιό της
Το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την απαλλαγή των κτιρίων από τις ανθρακούχες εκπομπές θα χρηματοδοτηθεί μέσω ενός συνδυασμού πόρων και πολιτικών εργαλείων. Κεντρικό ρόλο διαδραματίζει το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, το οποίο θα παρέχει περίπου 12 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως έως το 2027, ενώ σημαντικά έσοδα θα προκύψουν επίσης από το νέο σύστημα εμπορίας εκπομπών (ETS2), το οποίο αναμένεται να συνεισφέρει επιπλέον 30 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως από το 2027. Τα εθνικά σχέδια ανάκαμψης των κρατών μελών θα ενσωματώσουν τους πόρους αυτούς, επιδιώκοντας τη μόχλευση ιδιωτικών επενδύσεων μέσω συνδυασμού επιχορηγήσεων, προνομιακών δανείων και άλλων χρηματοδοτικών εργαλείων.
Το νέο σύστημα τιμολόγησης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα για τα κτίρια και τις οδικές μεταφορές (ETS2) της ΕΕ -που πρόκειται να εισαχθεί σε όλο το μπλοκ το 2027- θα επιβάλλει τιμή στις εκπομπές από την άμεση καύση καυσίμων, συμπεριλαμβανομένων των καυστήρων φυσικού αερίου και πετρελαίου στα ιδιωτικά σπίτια, καθώς και την καύση καυσίμων στις οδικές μεταφορές. Οι προμηθευτές ορυκτών καυσίμων θα υποχρεούνται να παραδίδουν πιστοποιητικά άνθρακα ισοδύναμα με τις εκπομπές που παράγονται από τους καταναλωτές των καυσίμων τους. Αυτοί οι προμηθευτές αναμένεται να μετακυλήσουν το κόστος των πιστοποιητικών σε υψηλότερες τιμές καυσίμων. Το ETS2 θα αλλάξει την τιμή της ενέργειας που πληρώνουν τα νοικοκυριά ανάλογα με την τιμή του άνθρακα στο σύστημα και το ενεργειακό μείγμα που χρησιμοποιείται για τη θέρμανση.
Η εισαγωγή του ETS2, παράλληλα με την EPBD, αναμένεται να ενθαρρύνει τις απαραίτητες επενδύσεις στα κτίρια, ευθυγραμμίζοντας τα σήματα τιμών για να αντικατοπτρίζουν τον περιβαλλοντικό και οικονομικό αντίκτυπο των εκπομπών. Ωστόσο, το ETS2 θα μπορούσε να επιδεινώσει την ενεργειακή φτώχεια εκτός αν θεσπιστούν δημόσια χρηματοδοτικά προγράμματα για να υποστηρίξουν τους ευάλωτους καταναλωτές. Απαιτείται προσεκτική διαχείριση των εσόδων και των κοινωνικών επιπτώσεων για να διασφαλιστεί η αποδοχή από το κοινό και η πολιτική βιωσιμότητα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει προτείνει ότι από το 2027 έως το 2030, θα καταβληθούν προσπάθειες για να διατηρηθεί η τιμή του ETS2 κάτω από 45 ευρώ ανά τόνο CO2 (σε τιμές 2020, ή 60 ευρώ το 2027). Αν οι χώρες δεν δράσουν γρήγορα για να απελευθερώσουν από τον άνθρακα τους τομείς του ETS2, οι τιμές θα μπορούσαν να εκτοξευτούν μεταξύ 200 και 300 ευρώ ανά τόνο, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε δυσανάλογα υψηλές τιμές άνθρακα και να θέσει υπό αμφισβήτηση τη βιωσιμότητα του μηχανισμού.
Παράλληλα, η δημιουργία κινήτρων για τον ιδιωτικό τομέα, όπως η συνεργασία με τράπεζες για την ανάπτυξη χρηματοδοτικών προϊόντων, θα βοηθήσει στη διάχυση των επενδύσεων. Η εφαρμογή και η επιτήρηση των εθνικών σχεδίων θα διασφαλίσει την αποτελεσματική χρήση των πόρων, ενώ ειδικά προγράμματα θα υποστηρίξουν ευάλωτους καταναλωτές και θα αντιμετωπίσουν τα κοινωνικά εμπόδια, προωθώντας τη δίκαιη μετάβαση σε μια πράσινη οικονομία. Τέλος, η έκθεση επισημαίνει την ανάγκη για προσαρμογή των σχετικών τιμών ενέργειας μέσω φορολογίας και επιδοτήσεων, καθώς και την απλοποίηση των διαδικασιών ανακαίνισης μέσω της δημιουργίας κέντρων “one-stop-shop” για τους καταναλωτές.
Διαβάστε ακόμη