Οι ισχυρές οικονομίες της Δύσης επανέλαβαν, κατά τη σύνοδο των G7 στο Μπρίντιζι που πραγματοποιήθηκε την εβδομάδα που πέρασε, τη στήριξή τους σε τέσσερις νέους εμπορικούς διαδρόμους με στόχο την αναχαίτιση της Κίνας και της Ρωσίας. Πρόκειται για τον λεγόμενο Μεσαίο Διάδρομο, τον IMEC (India-Middle East-Europe Economic Corridor), τον διάδρομο Lobito και τον διάδρομο Luzon. Η πρωθυπουργός της Ιταλίας Τζόρτζια Μελόνι κατάφερε να εντάξει στο πακέτο των διεθνών πρωτοβουλιών στις υποδομές και το ιταλικό σχέδιο Ματέι (Mattei Plan) που επικεντρώνεται, μεταξύ άλλων, και στις ηλεκτρικές διασυνδέσεις της Αφρικής με την Ευρώπη. Στόχος των νέων εμπορικών διαδρόμων είναι είτε να παρακαμφθούν χώρες όπως η Ρωσία, είτε να αναχαιτιστούν αντίστοιχες πρωτοβουλίες της Κίνας όπως η γνωστή Belt and Road Initiative (BRI).
Η χώρα μας, όπως είχε προκύψει και από τις δύο συναντήσεις των πρωθυπουργών Ελλάδας και Ινδίας τον τελευταίο χρόνο, ενδιαφέρεται να συμμετάσχει στον IMEC που έχει στόχο τη μεταφορά προϊόντων μεταξύ Ινδίας και Ευρώπης μέσω Μέσης Ανατολής και Μεσογείου. Ωστόσο, οι ελληνικές επιδιώξεις σκοντάφτουν στο γεγονός πως οι Κινέζοι της Cosco ελέγχουν τον Πειραιά, το μεγαλύτερο λιμάνι της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, ενώ ο ΟΛΘ, που διαχειρίζεται το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, δεν έχει προχωρήσει τις απαραίτητες επενδύσεις, με τον βασικό του μέτοχο (Ιβάν Σαββίδη) να βρίσκεται, επίσης, στο στόχαστρο των ΗΠΑ.
Πάντως, η Ελλάδα δηλώνει αρωγός της επίτευξης μιας αμοιβαίας επωφελούς συνεργασίας. Συν τοις άλλοις, είναι η κοντινότερη χώρα στην Ινδία, που είναι ταυτόχρονα µέλος και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ, ενώ βρίσκεται σε πλεονεκτική, γεωγραφικά και γεωπολιτικά, θέση ώστε να αποτελέσει την «κύρια είσοδο» της Ινδίας προς την Ευρώπη, σχέδιο που προωθείται δυναμικά από την ελληνική κυβέρνηση. Ο Έλληνας πρωθυπουργός σε πρόσφατο τετ-α-τετ με τον οµόλογό του Ναρέντρα είχαν αναφερθεί στο εν λόγω σχέδιο.
Σημειώνεται πως ο IMEC είναι ένα έργο που αποσκοπεί στην ανάπτυξη λιμενικών υποδομών, σιδηροδρόμων, δρόμων, θαλάσσιων γραμμών και αγωγών για τη βελτίωση του εμπορίου μεταξύ της Ινδίας, της Αραβικής Χερσονήσου, της περιοχής της Μεσογείου και της Ευρώπης, που ενδεχομένως θα ανοίξει έναν περαιτέρω διάδρομο προς την αφρικανική ήπειρο. Ακριβώς επειδή το σχέδιο βασίζεται στη δημιουργία ενός μεγάλου σιδηροδρομικού άξονα που θα ξεκινάει από τη Σαουδική Αραβία και θα φτάνει στο λιμάνι της Χάιφα στο Ισραήλ, προϋποθέτει εξομάλυνση των σχέσεων του Ισραήλ με τον αραβικό κόσμο. Πρόκειται για δύσκολη άσκηση ιδίως όσο εξελίσσεται ο πόλεμος με την Χαμάς. Το τεταμένο κλίμα έχει επικρατήσει στη Μέση Ανατολή είχε μέχρι πρότινος σχεδόν παγώσει τον νέο σιδηροδρομικό εμπορικό διάδρομο, ο οποίος διασχίζει χώρες που βρίσκονται στην κόψη του ξυραφιού. Οι φιλοδοξίες της G7 σκοντάφτουν πάνω στη σκληρή πραγματικότητα.
Την ίδια ώρα, οι βαθιές οικονομικές σχέσεις μεταξύ της Κίνας και του Αραβικού Κόλπου αποτελούν επίσης πρόκληση. Το εμπόριο μεταξύ Κίνας και Σαουδικής Αραβίας ξεπέρασε τα 106 δισεκατομμύρια δολάρια το 2022, σχεδόν διπλάσια αξία από το εμπόριο ΗΠΑ-Σαουδικής Αραβίας. Η Κίνα έχει επίσης αποκτήσει μειοψηφικό μερίδιο 20% στο Red Sea Gateway Terminal, το μεγαλύτερο λιμάνι της Σαουδικής Αραβίας. Η αξία του μη πετρελαϊκού εμπορίου Κίνας-Αραβικών Εμιράτων ξεπέρασε τα 72 δισ. δολάρια μόνο το 2022 και η Κίνα έχει ήδη επενδύσει σε πολλαπλά αναπτυξιακά προγράμματα.
Σύμφωνα με το Reuters, ο διάδρομος – που ανακοινώθηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο στο περιθώριο της συνόδου κορυφής της G20 στο Νέο Δελχί – θα αποτελεί ένα συμπληρωματικό μεταφορικό δίκτυο προς τη Διώρυγα του Σουέζ, τον Διεθνή Μεταφορικό Διάδρομο Βορρά-Νότου (INSTC) -που ξεκινά από την Ινδία και μέσω Ιράν, φτάνει ως τη Μόσχα- αλλά και του κινεζικού «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος». Παράλληλα, έρχεται ως απάντηση στην κινεζική πρωτοβουλία Belt and Road Initiative (BRI), την ώρα που εντείνεται ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων του κόσμου (ΗΠΑ – Κίνας) εν μέσω της συνεχιζόμενης παγκόσμιας μετάβασης από τα ορυκτά καύσιμα σε καθαρές πηγές ενέργειας, με τα κρίσιμα ορυκτά να προσδίδουν νέες διαστάσεις στην ενεργειακή ασφάλεια.
Υπενθυμίζεται πως η αποφασιστική συμφωνία για την προώθηση του νέου εμπορικού διαδρόμου είχε επικυρωθεί με μια τριμερή χειραψία μεταξύ του προέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν, του Ινδού πρωθυπουργού Ναρέντρα Μόντι και του Σαουδάραβα πρίγκιπα διαδόχου Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν. Ο Τζο Μπάιντεν είχε χαρακτηρίσει την συμφωνία ως μια «περιφερειακή επένδυση που αλλάζει το παιχνίδι».
Σημειώνεται πως η Τουρκία έχει ήδη εκφράσει τη δυσαρέσκειά της που δεν περιλαμβάνεται στον IMEC αλλά έχει σημαντικό ρόλο στο λεγόμενο Μεσαίο Διάδρομο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση με γνώμονα την ανάγκη να μειωθεί η εξάρτηση από το ρωσικό έδαφος καθοδηγεί την ανάπτυξη μιας συντομότερης εναλλακτικής διαδρομής μέσω της κεντρικής Ασίας, γνωστός ως Μεσαίος Διάδρομος. Ο Μεσαίος Διάδρομος είναι ένα δίκτυο διαδρομών μεταφορών που αντιγράφει τον αρχαίο Δρόμο του Μεταξιού, που εκτείνεται από την Κίνα στην Ευρώπη μέσω του Καζακστάν, της Κασπίας Θάλασσας και του Καυκάσου στην Τουρκία. Σε αυτή την υποδομή δίνει ψήφο εμπιστοσύνης η γείτονα χώρα. Σε λειτουργία από το 2017, ο Μεσαίος Διάδρομος είναι ένα σύστημα πολυτροπικών μεταφορών που βασίζεται κυρίως στην υπάρχουσα βασική σιδηροδρομική και λιμενική υποδομή. Πέρυσι, διαχειρίστηκε μόλις 2,3 εκατομμύρια τόνους φορτίου. Ωστόσο, οι προβλέψεις της Παγκόσμιας Τράπεζας δείχνουν ότι με σημαντικές αναβαθμίσεις υποδομών, ο όγκος αυτός θα μπορούσε να φτάσει τους 11 εκατομμύρια τόνους έως το 2030. Για να διασφαλιστεί ότι αυτό θα συμβεί, η ΕΕ έχει ήδη διαθέσει 10 δισεκατομμύρια ευρώ σε σχετικές υποδομές μέσω της πρωτοβουλίας Global Gateway και εξετάζει το ενδεχόμενο να επεκτείνει τη συμμετοχή της. Ωστόσο, η ανάπτυξη του Μεσαίου Διαδρόμου δεν είναι χωρίς προκλήσεις. Μια σημαντική ανησυχία είναι ότι η Ρωσία θα μπορούσε να επωφεληθεί από τον διάδρομο εκτρέποντας τα δικά της εμπορεύματα μέσω αυτού, παρακάμπτοντας τις κυρώσεις και διατηρώντας τη συνδεσιμότητα με την Κεντρική Ασία. Επιπλέον, η Κίνα, η οποία έχει ήδη σημαντική παρουσία στην περιοχή μέσω της Πρωτοβουλίας Belt and Road, θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τον διάδρομο για να επεκτείνει περαιτέρω την οικονομική της επιρροή.
Η G7 στηρίζει το έργο παρά τις γεωπολιτικές προκλήσεις
Σύμφωνα με την ανακοίνωση της G7, η σύνοδος ολοκληρώθηκε με την ισχυρή δέσμευση για την προώθηση πρωτοβουλιών υποδομής, όπως ο Οικονομικός Διάδρομος Ινδίας-Μέσης Ανατολής-Ευρώπης (IMEC), με στόχο την ενίσχυση της συνδεσιμότητας και της οικονομικής ολοκλήρωσης σε ολόκληρη την Ασία, τη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη. Αυτός ο φιλόδοξος διάδρομος, ο οποίος περιλαμβάνει οδικά, σιδηροδρομικά και ναυτιλιακά δίκτυα που εκτείνονται από τη Σαουδική Αραβία έως την Ινδία, τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη, επιδιώκει να αντισταθμίσει την πρωτοβουλία Belt and Road Initiative (BRI) της Κίνας, δίνοντας προτεραιότητα στη διαφάνεια και το σεβασμό της κυριαρχίας. Το ανακοινωθέν της συνόδου κορυφής υπογράμμισε πως πρόκειται για στρατηγική πρωτοβουλία που εγκρίθηκε από ομοϊδεάτες χώρες για την ενίσχυση της περιφερειακής σταθερότητας και της οικονομικής ανθεκτικότητας. Η ινδική κυβέρνηση θέλει να αξιοποιήσει τις υφιστάμενες εμπορικές και οικονομικές σχέσεις μεταξύ της Ινδίας και της περιοχής του Αραβικού Κόλπου, οι οποίες έχουν τη δυνατότητα να αναπτυχθούν περαιτέρω εάν καλυφθούν τα απαραίτητα κενά υποδομής και συνδεσιμότητας. Ο IMEC που εμφανίζεται ως η απάντηση σε αυτά τα προβλήματα συνδέει επίσης τις άλλες περιφερειακές χώρες, ιδίως το Ισραήλ και την Ιορδανία, σημαντικούς περιφερειακούς εταίρους της Ινδίας, καθιστώντας ελκυστικό οικονομικό πόλο. Η οικονομική παρουσία της Ινδίας στην περιοχή θα αυξηθεί και θα δημιουργήσει ευκαιρίες για τις ινδικές εταιρείες να επενδύσουν στην κατασκευή των υποδομών που λείπουν.
Οι διάδρομοι Lobito και Luzon
Έργα κομβικής σημασία χαρακτηρίζονται από την G7 και οι διάδρομοι Lobito και Luzon. Το σιδηροδρομικό έργο του διαδρόμου Lobito ύψους 2,3 δισεκατομμυρίων δολαρίων είναι τόσο φιλόδοξο όσο και πολύπλοκο. Εκτείνεται σε τρεις χώρες – συνδέοντας το Κονγκό και τη Ζάμπια στην καρδιά της Αφρικής, με τις ακτές του Ατλαντικού της Αγκόλας μέσω ενός δικτύου σιδηροδρομικών γραμμών μήκους 2.600 χιλιομέτρων, σύμφωνα με το BloombergNEF. Χρηματοδοτούμενο από έναν συνδυασμό της κυβέρνησης των ΗΠΑ, της Αφρικανικής Τράπεζας Ανάπτυξης και της Trafigura, πολυεθνικής εταιρείας εμπορίας εμπορευμάτων, το έργο αποτελεί τη μεγαλύτερη συγκεκριμένη κίνηση της Ουάσινγκτον για να αντιμετωπίσει την κυρίαρχη θέση της Κίνας στην αγορά των κρίσιμων μετάλλων στην Αφρική. Η Κίνα ενισχύει εδώ και χρόνια την παρουσία της στη Νοτιοανατολική Ασία και τη Νότια Αμερική. Στη νότια Αφρική, οι ΗΠΑ και η ΕΕ αναζητούν όλο και περισσότερο μια θέση στη γεωστρατηγική διαμάχη για κρίσιμες πρώτες ύλες. Η κατασκευή του σιδηροδρόμου στο Lobito της Αγκόλας είναι ένα παράδειγμα του ανταγωνισμού για πολιτική επιρροή και φυσικούς πόρους στην περιοχή.
Αντίστοιχα, ο οικονομικός διάδρομος Luzon είναι ο πρώτος οικονομικός διάδρομος που «τρέχει» η Σύμπραξη για τις Παγκόσμιες Υποδομές και Επενδύσεις (PGI) στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού. Ο Οικονομικός Διάδρομος Luzon θα υποστηρίξει τη συνδεσιμότητα μεταξύ του Subic Bay, Clark, Manila και Batangas στις Φιλιππίνες. Μαζί, οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι Φιλιππίνες και η Ιαπωνία θα επιταχύνουν τις συντονισμένες επενδύσεις σε έργα υποδομών υψηλού αντίκτυπου, όπως σιδηρόδρομοι, εκσυγχρονισμός λιμένων, αλυσίδες εφοδιασμού και αναπτύξεις καθαρής ενέργειας και ημιαγωγών, καθώς και αγροτικές επιχειρήσεις για την περαιτέρω σύνδεση και προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης σε κάθε κόμβο. Οι επενδύσεις PGI σε κρίσιμες υποδομές θα ενισχύσουν περαιτέρω αυτή τη βιομηχανία και θα συμπληρώσουν τη συνεχιζόμενη συνεργασία της κυβέρνησης των ΗΠΑ με τις Φιλιππίνες για την ανάπτυξη και διαφοροποίηση της παγκόσμιας βιομηχανίας ημιαγωγών.
Ο ρόλος της Ιταλίας
Η Ιταλία στοχεύει να γίνει και πάλι σημαντικός παίκτης στο τραπέζι των διεθνών διαπραγματεύσεων για το κλίμα. Με το λεγόμενο «Σχέδιο Mattei», η Ιταλία σκοπεύει επίσης να πιέσει για ισχυρότερη συνεργασία με την Αφρική, με βασικό στοιχείο την ενέργεια. Η νέα υποδομή φυσικού αερίου που αργότερα θα μετατραπεί σε υδρογόνο θα βοηθούσε την Ιταλία να οικοδομήσει τον ρόλο της ως ενεργειακού κόμβου στη Μεσόγειο. Πρόκειται επί της ουσίας, για μία νέα προσπάθεια διεθνούς συνεργασίας με τις αφρικανικές χώρες, με στόχο να επιστρέψει στην Αφρική την αξιοπρέπειά της μέσω της ανάπτυξης των πόρων της, σημειώνει το Reuters. Οι ιταλικές επιχειρήσεις στην Αφρική δεν είναι ένα νέο φαινόμενο και είναι ιδιαίτερα έντονο την τελευταία δεκαετία. Μάλιστα, το έργο παραγωγής φυσικού αερίου στη Μοζαμβίκη που ανέλαβε η Eni και οδήγησε στην ενοποίηση της πιο πρόσφατης επενδυτικής στρατηγικής της Ιταλίας στην Αφρική.
Διαβάστε ακόμη