Ραγδαίες είναι οι αλλαγές που συντελούνται τα τελευταία χρόνια στο πεδίο της ενεργειακής μετάβασης. Το Νότιο κομμάτι της Ευρώπης φαίνεται πως το διακατέχει ένας «ενεργειακός πραγματισμός», αφού χώρες όπως η Ελλάδα και η Κύπρος, που δοκιμάστηκαν οικονομικά στο παρελθόν, πρωτοπορούν τώρα και αποτελούν «τα φωτεινά παραδείγματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης», σύμφωνα με το Forbes.
Σε αντίθεση με ένα μεγάλο μέρος της Ευρώπης, που βασίστηκε κατά κόρον στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας χωρίς εφεδρικό σχέδιο, η Ελλάδα και η Κύπρος υιοθετούν μια πιο ισορροπημένη προσέγγιση. Αναπτύσσουν project φυσικού αερίου, επενδύοντας παράλληλα στην παραγωγή ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Η διείσδυση του φυσικού αερίου είναι μία άσκηση ισορροπίας. Η αναδιαμόρφωση του ενεργειακού μείγματος στην πορεία προς την πράσινη μετάβαση χρειάζεται κατά κόρον τις ΑΠΕ. Ανασταλτικός παράγοντας είναι το πρόβλημα της στοχαστικότητας, της συνάρτησης δηλαδή της παραγωγής τους με τις καιρικές συνθήκες. Η ενέργεια που δεν καταναλώνεται όταν υπάρχει πλεονάζουσα παραγωγή αποθηκεύεται και διοχετεύεται στο σύστημα όταν δεν φυσάει ή δεν έχει ήλιο. Αρμόδιοι φορείς και επενδυτές διαπιστώνουν στην πράξη εδώ και περίπου δύο χρόνια το σοβαρό πρόβλημα που δημιουργείται για την ευστάθεια του συστήματος από τη μεγάλη διείσδυση πράσινης ενέργειας χωρίς δυνατότητα αποθήκευσης. Πρόκειται για μια κοινή πρόκληση για τους διαχειριστές ηλεκτρικών συστημάτων όλης της Ευρώπης, που ελλείψει του εργαλείου της αποθήκευσης καταφεύγουν σε περικοπές πράσινης παραγωγής προκειμένου να αποτρέψουν τον κίνδυνο μπλακ άουτ. Η περαιτέρω διείσδυση των ΑΠΕ συναρτάται πλέον σε πολύ μεγάλο βαθμό από την ταχύτητα ανάπτυξης συστημάτων αποθήκευσης.
Ως αποτέλεσμα το φυσικό αέριο αποτελεί το καύσιμο γέφυρα. Οι μονάδες φυσικού αερίου μπορούν να λειτουργήσουν ως μονάδες βάσης για μια επιτυχημένη πράσινη μετάβαση αλλά και ταυτόχρονα να υποστηρίξουν τα συστήματα ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτή η ρεαλιστική στρατηγική που ακολουθούν Ελλάδα – Κύπρος στοχεύει στη μείωση της εξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο και τα κρίσιμα υλικά από την Κίνα, διασφαλίζοντας παράλληλα την ενεργειακή ασφάλεια. Την ίδια ώρα, αμφότερες οι δύο χώρες αξιοποιούν τους ορυκτούς πόρους τους, όπως το γάλλιο, το οποίο είναι ζωτικής σημασίας για την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση. Αυτή η αυτάρκεια σε κρίσιμα υλικά ενισχύει περαιτέρω την οικονομική τους θέση. Σημειώνεται πως όσον αφορά την Ελλάδα προχωρά το επενδυτικό σχέδιο του ομίλου Metlen (πρώην Mytilineos) για την παραγωγή γαλλίου από βωξίτη, μια επένδυση 350 εκατ. ευρώ που αφορά τρία κρίσιμα μέταλλα το αλουμίνιο, το βωξίτη και το γάλλιο, όπως ανακοίνωσε ο πρόεδρος και CEO της εταιρείας Ευ. Μυτιληναίος.
Αυτή η προσέγγιση έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το γερμανικό μοντέλο «energiewende», το οποίο επικεντρώθηκε αποκλειστικά στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και κατέστησε την Ευρώπη ευάλωτη στην ενεργειακή κρίση που προκλήθηκε από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Η προσέγγιση της Νότιας Ευρώπης και ειδικότερα της Ελλάδας και της Κύπρου για τη διαφοροποίηση των πηγών ενέργειας, ενώ παράλληλα επενδύει στη διείσδυση των ΑΠΕ αποδεικνύεται πιο ανθεκτική και βιώσιμη. Ενώ η πολιτική αστάθεια στην Ανατολική Μεσόγειο, ιδιαίτερα λόγω της σύγκρουσης μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς, αποτελεί πρόκληση, η Κύπρος παραμένει σταθερή και θεωρείται αξιόπιστος εταίρος από τις ΗΠΑ. Ο πιθανός ρόλος των δύο χωρών στην προμήθεια φυσικού αερίου στην Αίγυπτο θα μπορούσε επίσης να συμβάλει στη σταθερότητα της περιοχής.
Ως εκ τούτου, αυτή η νέα πραγματικότητα της Νότιας Ευρώπης ως σταθερής και οικονομικά ελπιδοφόρας περιοχής αποτελεί σημαντική μετατόπιση από το παρελθόν. Σύμφωνα με το Forbes πολλοί αναλυτές εκπλήσσονται απ’ αυτόν τον μετασχηματισμό, αλλά γίνεται όλο και πιο προφανές ότι η Ελλάδα και η Κύπρος είναι τα νέα φωτεινά παραδείγματα της Ευρώπης. Η συνεχής σταθερότητα και οι επενδύσεις θα εδραιώσουν περαιτέρω τη θέση τους. Αυτή η εξέλιξη ωφελεί όχι μόνο αυτές τις χώρες, αλλά και ολόκληρη την περιοχή και την ευρωπαϊκή ήπειρο. Το status quo αλλάζει και κράτη όπως η Ελλάδα, με λιγότερο δυναμική παρουσία μπορούν να ηγηθούν τώρα της ενεργειακής μετάβασης και της οικονομικής ζωτικότητας στο μέλλον, σχολιάζει το Forbes.
Διαβάστε ακόμη