Αβέβαιο κρίνεται το μέλλον του αγωγού East Med, αφού το χρονοδιάγραμμα υλοποίησής του βρίσκεται στον αέρα, ενώ οι ενδιαφερόμενοι φορείς εδώ και χρόνια εξετάζουν την οικονομική σκοπιμότητα του έργου. «Δεν υπάρχει συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα αυτή τη στιγμή, αναφορικά με την τελική επενδυτική απόφαση (FID)», δήλωσε ο Γιώργος Παπαναστασίου, υπουργός Ενέργειας της Κύπρου, στο περιθώριο της επιχειρηματικής συνόδου κορυφής του Economist «Eastern Mediterranean Business Summit» στη Νέα Υόρκη.

Το έργο αφορά την κατασκευή υποθαλάσσιου αγωγού μήκους 2.000 χιλιομέτρων (1.240 μιλίων) για τη μεταφορά φυσικού αερίου από την ανατολική Μεσόγειο στην Ευρώπη. Επί της ουσίας, ο East Med θα συνδέει τα αποθέματα φυσικού αερίου της Ανατολικής Μεσογείου με την Ελλάδα μέσω της Κύπρου και της Κρήτης. Η τελική επενδυτική απόφαση για το έργο, το οποίο εκτιμάται ότι θα κοστίσει περισσότερα από 6 δισεκατομμύρια ευρώ (6,42 δισεκατομμύρια δολάρια), πάει από χρόνο σε χρόνο. Η σύγκρουση στη Μέση Ανατολή έγινε παράγοντας που καθυστέρησε για άλλη μια φορά την όποια απόφαση. Οι τεχνικές προκλήσεις για τη διάσχιση δύσκολων γεωγραφικών περιοχών καθιστούν τον αγωγό East Med πολύ υψηλής έντασης κεφαλαίου, ενώ η σχετικά μικρή ποσότητα των επί του παρόντος εντοπισμένων αποθεμάτων φυσικού αερίου στην περιοχή εγείρει επίσης οικονομικές προκλήσεις, δήλωσε στο Reuters στο περιθώριο του ίδιου συνεδρίου και ο γενικός γραμματέας του Eastern Mediterranean Gas Forum (EMGF) Osama Mobarez.

«Δεδομένης της πράσινης μετάβασης της Ευρώπης, η Κύπρος -όπως και η Ελλάδα- έχει συγκεκριμένες χρονικές δεσμεύσεις. Επομένως, μπορεί να σκεφτεί κάποιος ότι το φυσικό αέριο έχει ημερομηνία λήξης. Γι’ αυτό και μεγάλα έργα πολλών δισεκατομμυρίων όπως ο αγωγός East Med ίσως να μη δικαιολογούνται στις σημερινές συνθήκες από την Ευρώπη. Πάντως, η δική μου άποψη είναι ότι το αέριο και το πετρέλαιο θα επιβιώσουν για τα επόμενα 25-30 χρόνια», επεσήμανε ο κ. Παπαναστασίου, επικαλούμενος και την εκτίμηση που κυριαρχεί στην αγορά ορυκτών καυσίμων.

Oι ενδιαφερόμενοι για το έργο αξιολογούν εναλλακτικές λύσεις υπό το πρίσμα του υψηλού κόστους που συνδέεται με τον αγωγό και των ερωτημάτων γύρω από τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά του, καθώς ο κόσμος εγκαταλείπει σταδιακά τα ορυκτά καύσιμα. Ο Τζέφρι Πάιατ, υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ για τους Ενεργειακούς Πόρους και πρώην πρεσβευτής στην Ελλάδα, τόνισε: «Οι παγκόσμιες αγορές ποτέ δεν θα κοιτάξουν ξανά τη Ρωσία ως αξιόπιστο προμηθευτή ενέργειας. Το γεγονός αυτό δημιουργεί τεράστια ευκαιρία για την Ανατολική Μεσόγειο, η οποία είναι σε θέση να συνδράμει την ενεργειακή ασφάλεια και τη διαφοροποίηση των πηγών ενέργειας».

Το σχέδιο για τον EastMed, που αναπροσαρμόζεται ώστε να μπορεί να μεταφέρει και υδρογόνο, είχε μπει ούτως ή άλλως στον πάγο μετά το γνωστό non paper της αμερικανικής κυβέρνησης, με το οποίο ζητούσε από τις χώρες της περιοχής να δώσουν μεγαλύτερο βάρος στις ηλεκτρικές ενεργειακές διασυνδέσεις και την «πράσινη» μετάβαση. Το non paper είχε κυκλοφορήσει λίγες εβδομάδες πριν αρχίσει ο πόλεμος στην Ουκρανία, με αποτέλεσμα να υπάρξει κριτική στην κυβέρνηση των ΗΠΑ, καθώς και δεύτερες σκέψεις για την τύχη του πανάκριβου αγωγού εντός της Ευρώπης. Τα δεδομένα όμως διαρκώς αλλάζουν. Οι ενεργειακοί κλυδωνισμοί αποδεικνύουν με τον πιο σκληρό τρόπο πως οι διέξοδοι της Ευρώπης για φυσικό αέριο είναι περιορισμένες. Οι ΗΠΑ σαφώς αποτελούν μια ασφαλή επιλογή να στραφεί η Ευρώπη, αλλά όχι φθηνή ούτε εύκολη, λύση. Η προσέγγιση χωρών όπως το Ιράν, η Κίνα, η Ινδία είναι αρκετά δύσκολη για τη Δύση, ιδίως αυτή την περίοδο, που βλέπουμε τον κόσμο να αλλάζει, να γίνεται ανακατανομή ισχύος σε διάφορες περιοχές του πλανήτη. Το τοπίο στη Μέση Ανατολή είναι εύφλεκτο, ενώ αναδύονται νέες δυνάμεις, ισχυροποιούνται πρώην αδύναμες οικονομίες ή απειλούνται πρώην ισχυρές οικονομίες κρατών, αλλάζοντας τα παγκόσμια δεδομένα και διαταράσσοντας τη διεθνή τάξη πραγμάτων.

Ο διευθύνων σύμβουλος της ENI, Claudio Descalzi του ιταλικού κρατικού ενεργειακού κολοσσού είχε δηλώσει ένα χρόνο πριν πως το σχέδιο του EastMed «είναι αδύνατον χωρίς την Άγκυρα». Ο Descalzi θεωρεί πως «είναι αδιανόητη μια συμφωνία Ισραήλ, Κύπρου και Ελλάδας χωρίς τη συμμετοχή της Τουρκίας». Επισήμανε, επίσης, τις διαφωνίες, που είναι δύσκολο να επιλυθούν μεταξύ Τουρκίας και Κύπρου, καθώς και το περίφημο τουρκολιβυκό σύμφωνο για κοινές έρευνες υδρογονανθράκων, που έχει προκαλέσει ντόμινο αντιδράσεων από άλλες χώρες της περιοχής, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.

Μικρότερες εναλλακτικές λύσεις του έργου EastMed – όπως αγωγοί που συνδέουν την Κύπρο με την Αίγυπτο ή το Ισραήλ – θα πρέπει να αποφέρουν καλύτερες αποδόσεις πριν από τη σταδιακή κατάργηση του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, δήλωσε ο κ. Παπαναστασίου στο περιθώριο της επιχειρηματικής συνόδου κορυφής του Economist Impact Eastern Mediterranean Business Summit στη Νέα Υόρκη. Ο κ. Παπαναστασίου παρουσίασε πέρυσι λεπτομερώς τα σχέδια για έναν μικρότερο αγωγό που θα μεταφέρει φυσικό αέριο από τα κοιτάσματα του Ισραήλ στην Ανατολική Μεσόγειο στην Κύπρο, όπου θα μπορούσε να υγροποιηθεί εν μέρει για τη μεταφορά του στις ευρωπαϊκές αγορές. Μια ανάλυση από το ισραηλινό Abraham Accords Peace Institute, που υπογράφουν οι γνωστοί και στην Αθήνα έμπειροι σύμβουλοι στον τομέα φυσικού αερίου Gina Cohen και Alexander Kislov, αναφέρει πως «ένας αγωγός από τα κοιτάσματα του Ισραήλ προς την Τουρκία είναι ο συντομότερος δρόμος προς την Ευρώπη». Όσοι θεωρούν πως το σενάριο ενός αγωγού Ισραήλ – Τουρκίας έρχεται πιο κοντά βασίζονται κυρίως στα οικονομικά δεδομένα, που είναι σαφώς υπέρ αυτού του σχεδίου.

Μια πρόσφατη ανάλυση από το Center on Global Energy Policy του αμερικανικού πανεπιστημίου Columbia υποστήριζε πως η κατασκευή ενός αγωγού από τα ισραηλινά κοιτάσματα μέχρι την Τουρκία, ετήσιας δυναμικότητας 10 δισ. κυβικών μέτρων (bcm), θα κόστιζε 2,2 δισ. δολάρια, έναντι περίπου 6,2 δισ. δολαρίων, που θα κοστίσει ο EastMed με αντίστοιχη δυναμικότητα. Όμως το κόστος μεταφοράς ενός MMBtu φυσικού αερίου μέσω Τουρκίας υπολογίζεται σε μόλις 0,9 δολάρια ΗΠΑ, έναντι 2,2 δολαρίων μέσω του EastMed. Ο αγωγός μέσω Τουρκίας έχει πολύ χαμηλότερο κόστος σε σύγκριση και με άλλα σενάρια, όπως το FLNG (5,6 δολάρια ανά MMBtu), με δυναμικότητα 2,5 bcm ετησίως, ή η κατασκευή μεγάλου επίγειου σταθμού υγροποίησης (4,5 δολάρια ανά MMBtu), με ετήσια δυναμικότητα 10 bcm.