Έντονο προβληματισμό στην αγορά και την κυβέρνηση προκαλούν οι τεράστιες απαιτήσεις σε επενδύσεις σε κεφάλαια για να επιτευχθούν οι στόχοι της πράσινης μετάβασης. Το πρόβλημα της έλλειψης επαρκούς χρηματοδότησης αναμένεται να ενταθεί μετά το 2027, χωρίς προς το παρόν να υπάρχει ορατότητα για τις επιλογές που θα καλύψουν το κενό, επιβάλλοντας, όπως όλα δείχνουν, την αναπροσαρμογή της ενεργειακής στρατηγικής σε πιο ρεαλιστικούς -και συνεπώς εφικτούς- στόχους.
Ενδεικτικά απ’ αυτή την άποψη είναι τα στοιχεία που παρουσίασε την Παρασκευή ο Senior Advisor του Συμβουλίου του ΣΕΒ για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, Θανάσης Πρίντσιπας, σε ειδική εκδήλωση στο πλαίσιο της 6ης Διεθνούς Έκθεσης Verde Tec. Στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), εκτιμάται ότι οι επενδύσεις για την επίτευξη των κλιματικών στόχων έως το 2030 ανέρχεται έως τα 192 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα μισά περίπου αφορούν στις μεταφορές.
Εάν εξαιρεθούν οι τομείς της ηλεκτροπαραγωγής, των μεταφορών, καθώς και οι συσκευές, οι σωρευτικές επενδυτικές δαπάνες για την περίοδο 2021 – 2017 υπολογίζονται σε 17,3 δισ. ευρώ. Οι πόροι από τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά εργαλεία, όπως είναι για παράδειγμα το ΕΣΠΑ και το Ταμείο Ανάκαμψης, ανέρχονται σε 16,6 δισ. ευρώ, οπότε προκύπτει ένα επενδυτικό κενό της τάξεως των 700 εκατ. ευρώ. Το κενό αυτό αυξάνεται κατακόρυφα την περίοδο 2028 – 2030 και προσεγγίζει τα 7,6 δισ. ευρώ, από τα συνολικά 9,3 δισ. ευρώ που απαιτούνται για την επίτευξη των στόχων που προβλέπει το ΕΣΕΚ.
Πέρα από τους στόχους του ΕΣΕΚ, πολύ μεγαλύτερες ανάγκες υπάρχουν την ίδια περίοδο συνολικά για την ελληνική βιομηχανία. Η Γενική Γραμματέας Βιομηχανίας του υπουργείου Ανάπτυξης Θέμις Ευτυχίδου, είπε ότι το χρηματοδοτικό κενό την περίοδο 2026 – 2030 μπορεί να ανέλθει έως και τα 5,7 δισ. ευρώ, ενώ αν υποτεθεί ότι δεν θα υπάρξει συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα, τότε η έλλειψη κεφαλαίων ανεβαίνει έως τα 6,5 δισ. ευρώ περίπου.
Η κ. Ευτυχίδου τόνισε την ανάγκη για εκπονηθεί από τώρα ο σχεδιασμός για την αναζήτηση των χρηματοδοτικών εργαλείων που θα τροφοδοτήσουν τις πράσινες επενδύσεις και τον μετασχηματισμό της ελληνικής βιομηχανίας,
Σκυλακάκης: Χρειάζονται ρεαλιστικοί στόχοι
Ο προβληματισμός που επικρατεί στην κυβέρνηση για τις απαιτήσεις, αλλά και τις επιπτώσεις, που συνεπάγεται η εφαρμογή της υφιστάμενης στρατηγικής για την πράσινη μετάβαση, αποτυπώθηκε και στα όσα είπε ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Θεόδωρος Σκυλακάκης, μιλώντας την Παρασκευή στο 5ο Power & Gas Forum.
«Καλύτερα να βάλεις ρεαλιστικούς στόχους και να τους πετύχεις, παρά στόχους που μετά θα τους ανατρέψεις με τεράστιο κόστος αξιοπιστίας και επενδύσεων», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Σκυλακάκης και επισήμανε ότι «εμείς δεν θέλουμε να κάνουμε πιο αργά την πράσινη μετάβαση, αλλά να την κάνουμε πιο αποτελεσματικά». Ο κ. Σκυλακάκης προσέθεσε ακόμα ότι «δεν πιστεύω ότι χρειαζόμαστε νέα φορολογία. Αν κάνουμε σωστά τη μετάβαση, θα έχουμε υψηλά οφέλη στο ΑΕΠ».
Από την πλευρά του ο Γενικός Γραμματέας Ενέργειας και Ορυκτών Πρώτων Υλών του ΥΠΕΝ, Αριστοτέλης Αϊβαλιώτης, μιλώντας την Πέμπτη στο ίδιο συνέδριο, αναφέρθηκε στις απαιτήσεις για την επίτευξη των στόχων για την κλιματική ουδετερότητα, με επίκεντρο την εξοικονόμηση ενέργειας και την ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων.
«Βλέπουμε ότι είναι μεγάλοι στόχοι που προφανώς έχουμε βούληση να ακολουθήσουμε, αλλά μάλλον πρέπει να είμαστε πιο προσεκτικοί όταν τους θέτουμε. Εκφράσαμε στις Βρυξέλλες την αντίρρησή μας στην πρόταση της Κομισιόν για μείωση των εκπομπών κατά 90% ως το 2040. Πρέπει να ανασχεδιαστεί. Η επίσημη θέση μας συμβαδίζει με το σκεπτικισμό. Η νέα Κομισιόν πρέπει να αντιμετωπίσει τα προβλήματα με πιο δημιουργικό τρόπο ώστε η Πράσινη Συμφωνία να μη χάσει τη λαϊκή αποδοχή», σημείωσε ο κ. Αϊβαλιώτης.
Ενδεικτική της στάσης της κυβέρνησης ήταν και η αντίθεση που εξέφρασε η ελληνική αντιπροσωπεία κατά τη συζήτηση που έγινε νωρίτερα αυτήν την εβδομάδα στο Συμβούλιο Υπουργών Περιβάλλοντος της ΕΕ για τον κλιματικό στόχο της μείωσης των εκπομπών ρύπων κατά 90% έως το 2040.
Ο Γενικός Γραμματέας Φυσικού Περιβάλλοντος και Υδάτων, του ΥΠΕΝ, Πέτρος Βαρελίδης, ανέφερε ότι θα πρέπει να εξηγηθούν καλύτερα και απλούστερα τα οφέλη των πολιτικών για κλιματική ουδετερότητα για κάθε διαφορετικό κλάδο και όπου υπάρχουν αρνητικές επιπτώσεις να αντιμετωπιστούν με κατάλληλα οικονομικά εργαλεία, υπογραμμίζοντας ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να εντείνει τις προσπάθειές της για να πείσει τους άλλους μεγάλους ρυπαντές να ακολουθήσουν παρόμοιες πολιτικές, καθώς η συνεχής μονομερής αύξηση της φιλοδοξίας υπονομεύει την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας.