«Κοινοβουλευτικά άκαιρη» χαρακτήρισε ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, κ. Θόδωρος Σκυλακάκης, την πρόταση δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης, που υπέβαλαν οι Πρόεδροι και οι Βουλευτές των Κοινοβουλευτικών Ομάδων τεσσάρων κομμάτων της αντιπολίτευσης.

«Δικαίωμά σας να την κάνετε, αλλά να γνωρίζετε ότι με αυτήν σας την πράξη, απλώς αναδεικνύεται η αδυναμία σας» τόνισε, σήμερα (27/3) το μεσημέρι, ο κ. Σκυλακάκης από το βήμα της Βουλής, αναφερόμενος στην πρόταση δυσπιστίας που κατατέθηκε χθες (26/3).

Υπό αυτές τις συνθήκες αναδεικνύεται, όπως πρόσθεσε ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας η βαρύτητα της κυβερνητικής ευθύνης για καλύτερη, ταχύτερη και αποτελεσματικότερη υλοποίηση του προγράμματος που επέλεξε με την ψήφο του ο ελληνικός λαός στις εκλογές της 25ης Ιουνίου 2023.

Η Ομιλία του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, κ. Θόδωρου Σκυλακάκη, στην Ολομέλεια της Βουλής, επί της προτάσεως δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης:

«Κύριε Πρόεδρε, Κυρίες και Κύριοι συνάδελφοι, παίρνω το λόγο σε μία πρόταση δυσπιστίας και όχι σε μία ψήφο εμπιστοσύνης. Συνεπώς, θα αναφερθώ -κατά κύριο λόγο- στην πρόταση δυσπιστίας.

Ποιος είναι ο λόγος για να γίνεται μία πρόταση δυσπιστίας; Είναι να πέσει η Κυβέρνηση και να γίνουν εκλογές. Ας δούμε τα αντικειμενικά δεδομένα που έχουμε σήμερα:

Έχουμε μία Κυβέρνηση, που έχει εκλεγεί με ποσοστό 41%, η οποία δεν έχει κλείσει “χρόνο ζωής” κaι έχει 158 Βουλευτές. Έχουμε, δηλαδή, μία πολύ ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Στις δημοσκοπήσεις έχει διψήφιο προβάδισμα και στην αντιπολίτευση η μάχη που δίνεται δεν είναι για το ποιος θα είναι πρώτος, αλλά για το ποιος θα είναι δεύτερος και για το ποιος θα είναι τρίτος.

Είχαμε ένα δημοσίευμα την περασμένη Κυριακή (24/3), το οποίο δεν προσέθεσε κάτι καινούριο σε αυτά που, ήδη, γνωρίζαμε. Θυμίζω ότι η κρατική τηλεόραση και άλλα μέσα, τα είχαν όλα αυτά παρουσιάσει πριν από έναν χρόνο.

Και αυτό που κατά κύριο λόγο προκύπτει -και από το δημοσίευμα- είναι ότι στο τραγικό δυστύχημα των Τεμπών οι θεσμικές Αρχές και προπαντός η ελληνική δικαιοσύνη έχουν όλη την πληροφόρηση που είναι αναγκαία για να σχηματίσουν κρίση. Έχουν, δηλαδή, όλα τα σωστά στοιχεία -επισημαίνεται και στο ίδιο το δημοσίευμα.

Και είμαι βέβαιος ότι θα το κάνει η δικαιοσύνη με αμερόληπτο τρόπο και αποτελεσματικό. Είναι υποχρέωσή της να κάνει την απόδοση των ευθυνών. Και είναι πολύ σημαντικό σε σχέση με τα τραγικά συμβάντα των Τεμπών, που δεν πρέπει ποτέ να επαναληφθούν.

Εδώ, όμως, έχουμε μία πρόταση δυσπιστίας και το βασικό χαρακτηριστικό αυτής της πρότασης είναι ότι η αντιπολίτευση δεν έχει τίποτε σοβαρά εναλλακτικό να μας προτείνει για τη διακυβέρνηση του τόπου. Γιατί περί αυτού ομιλούμε.

Ο μεν κύριος Κασσελάκης είναι προφανές ότι είναι σήμερα ένα “ξένο σώμα” ακόμη και στο κόμμα του. Αποδεικνύει, με κάθε ευκαιρία, ότι δεν έχει ούτε πολιτική σκέψη ούτε πολιτική κρίση. Kαι αυτά που είπε σε σχέση με την πρόταση δυσπιστίας είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα.

Άλλωστε στο πρόσφατο Συνέδριο που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ, θυμίζω στο Σώμα ότι το βασικό θέμα συζήτησης ήταν πότε θα φύγει ο κύριος Κασσελάκης. Αυτή ήταν η μεγάλη σύγκρουση που έγινε.

Το σημερινό ΠΑΣΟΚ τώρα, κληρονόμος ενός σημαντικού και ιστορικού για τη μεταπολίτευση κόμματος, αρνείται τον καιρό αυτό το μεταρρυθμιστικό μέρος του παρελθόντος του. Και ο κύριος Ανδρουλάκης, προφανώς, έχοντας το άγχος των Ευρωεκλογών και την πιθανότητα να είναι τρίτος πίσω από τον κύριο Κασσελάκη, προσπαθεί να χτίσει συμμαχίες με κάποια μέσα ενημέρωσης, μετατρέποντας έναν κορυφαίο κοινοβουλευτικό θεσμό, σε ένα παρακολούθημα ενός δημοσιεύματος, που δεν έχει προσθέσει τίποτε καινούριο.

Μου κάνει εντύπωση δε, ότι το ΠΑΣΟΚ ειδικά, ανακαλύπτει και τα διαχρονικά κακώς κείμενα στον ΟΣΕ. Μην ξεχνάμε ότι κυβέρνησε και αυτό, πάρα πολύ καιρό, στη διάρκεια της μεταπολίτευσης και ξέρει πως έφτασε ο ΟΣΕ εκεί που έφτασε και πως παραλάβαμε πια τον ΟΣΕ το 2019, με τις αδυναμίες που είχε όμως -γιατί πρέπει να το πούμε αυτό- η μετέπειτα διαχείριση.

Αν γυρίσουμε στο κεντρικό πολιτικό ζητούμενο όμως, η χώρα έχει μπροστά της εξαιρετικά σοβαρά θέματα, που δυστυχώς δεν συζητούνται καθόλου σε αυτή την πρόταση δυσπιστίας.

Έχουμε μια τεράστια γεωπολιτική αστάθεια. Έχουμε τρεις ένοπλες συρράξεις γύρω μας: Ουκρανία, Γάζα και Ερυθρά Θάλασσα. Έχουμε το μεταναστευτικό, μονίμως επικίνδυνο και πιεστικό.

Έχουμε ζωντανό τον κίνδυνο του αναθεωρητισμού στη διεθνή σκηνή. Έχουμε μια επελαύνουσα κλιματική κρίση, που απαιτεί τεράστιους πόρους και νέες πολιτικές για τις οποίες δεν είναι προετοιμασμένη ούτε η Ευρώπη ούτε ο πλανήτης ούτε δυστυχώς και εμείς επαρκώς.

Και έχουμε μια διεθνή οικονομία που ακόμη δεν έχει συνέλθει από τις τρεις φοβερές κρίσεις που αντιμετώπισε η Κυβέρνησή μας: πανδημία, ενεργειακή κρίση και πληθωρισμό.

Σε αυτό το περιβάλλον, τα μεγάλα προβλήματα που υπάρχουν δεν αποτελούν αντικείμενο αυτής της πρότασης δυσπιστίας. Ενδεχομένως, γιατί η Κυβέρνησή μας αντιμετώπισε τα μεγάλα αυτά θέματα με επιτυχία στην πρώτη τετραετία της.

Οι οικονομικές επιδόσεις της Ελλάδας, έχουν φέρει την ανάπτυξη πάνω από το μέσο όρο της Ευρώπης. Έχουμε πετύχει μεγάλη μείωση χρέους, έχουμε κάνει μεταρρυθμίσεις που βελτιώνουν τη διεθνή μας θέση, και στην οικονομία και στο κράτος δικαίου, παρά τα όσα λέτε.

Και συνεχίζουμε να υλοποιούμε μεταρρυθμίσεις σε όλα τα επίπεδα. Στο δικό μου χαρτοφυλάκιο, για παράδειγμα, έχουμε εκτός από την πολύ μεγάλη αύξηση διείσδυσης των ΑΠΕ στο ενεργειακό μας σύστημα -που είμαστε διεθνώς πρωτοπόροι- την πολεοδομική μεταρρύθμιση, με τα Τοπικά και Ειδικά Πολεοδομικά Σχέδια. Έχουμε τη μεταρρύθμιση στα δάση και στα αυθαίρετα, που θα έρθει σε λίγες ημέρες στη Βουλή.

Συνεχίζουμε με ένα πλούσιο μεταρρυθμιστικό έργο. Προφανώς, μια Κυβέρνηση πέντε ετών, έχει κάνει και σφάλματα, έχει και αδυναμίες. Είναι αναπόφευκτο, είναι κομμάτι της πολιτικής πραγματικότητας και κρινόμαστε γι’ αυτά.

Η αντιπολίτευση, όμως, τί έχει να αντιτάξει ως πολιτικό έργο αυτή την πενταετία για να ζητά να γίνουν εκλογές σήμερα; Ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε όντας αντιπολίτευση να ηττηθεί σε όλες τις αναμετρήσεις που έλαβε μέρος. Δεν υπήρχε κάλπη που να στήθηκε και να μην έχασε. Διασπάστηκε, καταρρακώθηκε από πλευράς ποσοστών και η κουβέντα που γίνεται είναι αν θα φύγει ο αρχηγός του ή όχι, ως ακατάλληλος.

Το ΠΑΣΟΚ βλέπει να διαλύεται ο βασικός πολιτικός του αντίπαλος, η Κεντροαριστερά, και δεν μπορεί να πάρει ούτε έναν από τους πέντε ψηφοφόρους που έφυγαν.

Αυτή είναι η πολιτική πραγματικότητα. Με αυτά τα δεδομένα ζητάτε να φύγει η κυβέρνηση; Αυτή είναι η απορία. Κατά τη γνώμη μου, η σημερινή πρόταση δυσπιστίας θα καταγραφεί ως μια πράξη κοινοβουλευτικά άκαιρη.

Δικαίωμά σας να την κάνετε, αλλά να γνωρίζετε ότι με αυτήν σας την πράξη, απλώς αναδεικνύεται η αδυναμία σας. Κάτι που μεγαλώνει και κάνει πολύ βαρύτερες τις δικές μας ευθύνες να προχωρήσουμε καλύτερα, ταχύτερα και αποτελεσματικότερα το πρόγραμμα που μας ανέθεσε να υλοποιήσουμε ο ελληνικός λαός.

Γιατί μην ξεχνάτε ότι στις εκλογές που έγιναν, ο κόσμος ψήφισε για να εφαρμοστεί ένα πολιτικό πρόγραμμα. Αυτό ψήφισε ο κόσμος!

Δεν ψήφισε για να εφαρμοστεί ούτε το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, που πήρε 17%, ούτε του ΠΑΣΟΚ, που πήρε πολύ χαμηλότερα ποσοστά.

Και αν έχετε κάτι εναλλακτικό να πείτε σε αυτό το πολιτικό πρόγραμμα, θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να το πείτε. Από τη συζήτηση που προκύπτει, όμως, δεν υπάρχει καμία εναλλακτική πρόταση την οποία να καταθέτει η αντιπολίτευση.

Το μόνο που θέλει και είναι πολιτικά προφανές είναι να κρατήσει πολιτικά “ζωντανό” το θέμα των Τεμπών. Όχι την εξέτασή του, εξονυχιστικά, από τη δικαιοσύνη και την απόδοση δικαιοσύνης, αλλά να το κρατήσει πολιτικά ζωντανό για δικούς της πολιτικούς λόγους.

Νομίζω ότι αυτό δεν πρόκειται να πετύχει και η επόμενη φάση, θα είναι μια φάση στην οποία και το θέμα των Τεμπών θα βρει τη δικαίωσή του από τη δικαιοσύνη και η πολιτική που ασκεί η Κυβέρνηση θα βρει τη δικαίωσή της στις επόμενες Ευρωεκλογές».