Την… ευκαιρία να περιηγηθούν στο θαυμαστό κόσμο των απευθείας αναθέσεων είχαν όσοι παρακολούθησαν τη σωρεία αναρτήσεων από κρατικό οργανισμό που εποπτεύει το ΥΠΕΝ, στη «Διαύγεια» την περασμένη Παρασκευή, 22 Μαρτίου (και μια που μάλλον εκ παραδρομής δημοσιεύθηκε μια ημέρα νωρίτερα).
Αρκετοί δημόσιοι φορείς που υποχρεούνται να αναρτούν τις αποφάσεις για τις εν λόγω αναθέσεις, δείχνουν να αντιμετωπίζουν τη σχετική υποχρέωση ως μια γραφειοκρατική αγγαρεία, προϊόν ενδεχομένως μιας αναχρονιστικής τυπολατρικής νοοτροπίας που θεωρεί ότι η έγκαιρη πληροφόρηση των πολιτών για τη διαχείριση των χρημάτων τους υπηρετεί τις αρχές της διαφάνειας και της λογοδοσίας.
Έτσι λοιπόν, ενημερωνόμαστε για απευθείας αναθέσεις που αφορούν στην παροχή πάσης φύσεως υπηρεσιών, αρκετούς μήνες μετά τις σχετικές αποφάσεις και μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις για συμβάσεις που έχουν ήδη ολοκληρωθεί. Επιπλέον, υπάρχουν συμβάσεις για τις οποίες έχουμε το προνόμιο να μάθουμε πότε ξεκινούν, αλλά όχι πότε ολοκληρώνονται.
Και βεβαίως από την εικόνα της επιχειρηματικής αριστείας και της λιτής διοίκησης δεν θα μπορούσαν να λείπουν τα περιβόητα «30άρια», δηλαδή οι περιπτώσεις που αγγίζουν ή πλησιάζουν οριακά τα 30.000 ευρώ, επίπεδο στο οποίο έχει αυξηθεί το όριο με το οποίο επιτρέπονται οι απευθείας αναθέσεις συμβάσεων και υπηρεσιών (60.000 ευρώ για τα έργα).
Είμαστε σίγουροι ότι η τιμολόγηση των εν λόγω υπηρεσιών αποτελεί προϊόν σκληρής, επίμονης και παρατεταμένης διαπραγμάτευσης από τους άτεγκτους φρουρούς του δημοσίου συμφέροντος που υπερασπίζονται με πάθος ακόμα και το τελευταίο λεπτό του ευρώ που διαχειρίζονται από το δημόσιο χρήμα. Αξίζουν τον έπαινο όλων μας για το γεγονός ότι ενώ οι συγκεκριμένες υπηρεσίες θα μπορούν να τιμολογηθούν για παράδειγμα με 30.001 ευρώ, αυτοί κατάφεραν να ορθώσουν το ανάστημά τους και να βάλουν φραγμό στη σπατάλη.
Τον έπαινό μας τον αξίζουν επίσης γιατί με την ευελιξία, το ρεαλισμό και την υπευθυνότητά τους, κατάφεραν να μας απαλλάξουν από το «βραχνά» των διαγωνισμών, που, όπως είναι γνωστό αλλά όχι δημοσίως παραδεκτό, είναι ατέρμονες, γραφειοκρατικές και κοστοβόρες διαδικασίες που υπονομεύουν αντικειμενικά το εθνικής σημασίας έργο που επιτελούν οι συγκεκριμένοι δημόσιο φορείς.
Βεβαίως, υπάρχει και το Ελεγκτικό Συνέδριο που υποστηρίζει ότι η μεγάλη αύξηση των απευθείας αναθέσεων οδηγεί σε νόθευση του ανταγωνισμού, σε αδιαφάνεια και κατασπατάληση του δημοσίου χρήματος. Αλλά ποιος δίνει σημασία…