Η κυβέρνηση της Κίνας τόνισε σήμερα πως «δεν εγκρίνει» και «δεν αποδέχεται» την απόφαση που έλαβε χθες, Τρίτη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, έπειτα από έρευνα, να προχωρήσει στην επιβολή επιπρόσθετων δασμών στα ηλεκτρικά αυτοκίνητα που εισάγουν τα κράτη μέλη της από την Κίνα. «Η Κίνα δεν εγκρίνει και δεν αποδέχεται την απόφαση αυτή. Υπέβαλε προσφυγή στο πλαίσιο του μηχανισμού επίλυσης διαφορών του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ)», τόνισε εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εμπορίου σε δελτίο Τύπου που δημοσιοποίησε. «Η Κίνα θα συνεχίσει να λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να προστατεύσει σθεναρά τα δικαιώματα και τα θεμιτά συμφέροντα των κινεζικών επιχειρήσεων», πρόσθεσε.

Υπενθυμίζεται πως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υιοθέτησε χθες, Τρίτη, κανονισμό που επιβάλλει επιπρόσθετους δασμούς στα ηλεκτρικά οχήματα που εισάγονται από την Κίνα, κατηγορώντας τις κατασκευάστριές τους για αθέμιτο ανταγωνισμό. Παρά την εχθρική στάση της Γερμανίας, οι Βρυξέλλες αποφάσισαν να προσθέσουν στον δασμό 10% που εφαρμοζόταν περαιτέρω δασμούς, που φθάνουν ως το 35%, σε οχήματα κινούμενα χάρη σε μπαταρίες που κατασκευάζονται στην Κίνα. Η απόφαση, που έχει εφαρμογή για περίοδο πέντε ετών, δημοσιεύθηκε χθες, Τρίτη, στην επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ και τίθεται σε ισχύ από σήμερα.

Διακηρυγμένος στόχος είναι να εξασφαλιστούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού με τις κινεζικές κατασκευάστριες, που οι Βρυξέλλες κατηγορούν πως επωφελούνται από μαζικές δημόσιες επιδοτήσεις. Ζητούμενο είναι η προστασία ευρωπαϊκών αυτοκινητοβιομηχανιών και των 14 εκατομμυρίων θέσεων εργασίας τους έναντι των πρακτικών αθέμιτου ανταγωνισμού που προσάπτει η ΕΕ στις κινεζικές έπειτα από μακρά έρευνα της Κομισιόν. Το μερίδιο αγοράς των κινεζικών ηλεκτρικών αυτοκινήτων παρουσίασε εκρηκτική ανάπτυξη στην ΕΕ, αυξανόμενο από το επίπεδο κάτω του 2% το 2020 στο 14% το δεύτερο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, σύμφωνα με τους αριθμούς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. «Εκτιμάμε τον ανταγωνισμό, όμως αυτός πρέπει να είναι βασισμένος σε ισότιμους όρους», σχολίασε ο ευρωπαίος επίτροπος Εμπορίου Βάλντις Ντομπρόβσκις, για τον οποίο τα ευρωπαϊκά μέτρα είναι «αναλογικά» και «στοχευμένα».

Από την πλευρά του, το Πεκίνο έχει καταγγείλει επανειλημμένα τη στροφή της ΕΕ στον «προστατευτισμό». Ως την τελευταία στιγμή, ο κ. Ντομπρόβσκις συνέχιζε τον διάλογο με τον κινέζο υπουργό Εμπορίου Ουάνγκ Ουεντάο, για να βρεθεί αμοιβαία αποδεκτή λύση μέσω διαπραγματεύσεων. Μάταια. Τα δυο μέρη συμφώνησαν, παρ’ όλ’ αυτά, να συνεχίσουν τις διαβουλεύσεις: ανά πάσα στιγμή, οι επιπρόσθετοι δασμοί μπορεί να ανασταλούν, αν εξευρεθεί συμφωνία για άλλα μέσα να αναιρεθεί το αθέμιτο πλεονέκτημα για το οποίο κάνει λόγο η Κομισιόν.

Η Κίνα απειλεί με αντίποινα

Η Κίνα απειλεί σε αντίποινα να πλήξει ευρωπαϊκά συμφέροντα. Ήδη έχει αρχίσει να διενεργεί έρευνες αντιντάμπινγκ που βάζουν στο στόχαστρο το χοιρινό, τα γαλακτομικά και οινοπνευματώδη που εισάγει από την Ευρώπη, ιδίως είδη κονιάκ. Η Γερμανία και άλλες τέσσερις χώρες (Ουγγαρία, Σλοβακία, Σλοβενία, Μάλτα) ψήφισαν κατά του σχεδίου της Κομισιόν για την επιβολή δασμών, χωρίς ωστόσο να εξασφαλίσουν την απαιτούμενη πλειοψηφία για να αποτρέψουν την επιβολή τους. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναλαμβάνει τον κίνδυνο να πυροδοτήσει «εμπορικό πόλεμο», προειδοποίησε λόμπι των γερμανικών αυτοκινητοβιομηχανιών (το VDA). Οι γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες φοβούνται πως θα πληρώσουν αυτές το τίμημα.

Η επιβολή των επιπρόσθετων ευρωπαϊκών δασμών στα κινεζικά ηλεκτρικά αυτοκίνητα επιβάλλονται εν μέσω κρίσης στον όμιλο Volkswagen, που ετοιμάζεται να προχωρήσει στην κατάργηση δεκάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας και το κλείσιμο τριών εργοστασίων στη Γερμανία. Οι δασμοί υποστηρίχθηκαν από δέκα κράτη μέλη της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Πολωνίας. Άλλες δώδεκα προτίμησαν την αποχή, ανάμεσά τους η Ισπανία και η Σουηδία. «Η Ευρωπαϊκή Ένωση παίρνει μια κρίσιμη απόφαση για την προστασία και την υπεράσπιση των εμπορικών της συμφερόντων, την ώρα που η αυτοκινητοβιομηχανία μας έχει ανάγκη περισσότερο από ποτέ την υποστήριξή μας», σχολίασε με ικανοποίηση ο γάλλος υπουργός Οικονομίας Αντουάν Αρμάντ.

Αλλά και στη Γαλλία, η απόφαση της ΕΕ ανησυχεί οικονομικούς παράγοντες. Η ένωση των παραγωγών κονιάκ (BNIC) διαμαρτύρεται πως «εγκαταλείφθηκε» στην τύχη της από τις αρχές, κρίνοντας πως «θυσιάζεται» στον βωμό εμπορικής διένεξης που δεν την αφορά. Κινεζικό εμπορικό επιμελητήριο στην ΕΕ (CCCEU), φορέας που αντιπροσωπεύει τις κινεζικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ευρώπη, καταδίκασε τους επιπρόσθετους δασμούς και απηύθυνε έκκληση να τερματιστούν μέτρα που χαρακτήρισε «προστατευτικά». «Λυπούμαστε βαθιά και παραμένουμε δυσαρεστημένοι για την απόφαση αυτή, που έχει πολιτικά κίνητρα κι είναι στραμμένη στο εσωτερικό» της ΕΕ, ανέφερε ο συλλογικός φορέας, καλώντας τις Βρυξέλλες και το Πεκίνο να «επιταχύνουν τις συνομιλίες για τον καθορισμό κατώτερων τιμών και σε τελευταία ανάλυση την εξάλειψη» των επιπρόσθετων δασμών.

Διαφορά προσέγγισης ΕΕ και ΗΠΑ

Η σινοευρωπαϊκή διένεξη εγγράφεται στο ευρύτερο πλαίσιο των εντάσεων ανάμεσα στον ασιατικό γίγαντα και κράτη της Δύσης, ιδίως τις ΗΠΑ, που κατηγορούν την Κίνα για πρακτικές νόθευσης του ανταγωνισμού στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας και άλλους, ιδίως αυτούς της αιολικής ενέργειας και των φωτοβολταϊκών πλαισίων. Τα ευρωπαϊκά μέτρα πάντως, που οι Βρυξέλλες διαβεβαιώνουν ότι τηρούν τους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), διαφέρουν αισθητά από τις πολύ πιο τιμωρητικές και πολιτικές αποφάσεις της Ουάσιγκτον. Ο αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν ανακοίνωσε τη 14η Μαΐου αύξηση των δασμών εισαγωγής των κινεζικών ηλεκτρικών αυτοκινήτων στο 100% (από 25%). Στην Ευρώπη, το επίπεδο των δασμών ποικίλλει, ανάλογα με την κατασκευάστρια και με το επίπεδο των επιδοτήσεων που λαμβάνει.

Οι επιπρόσθετοι δασμοί ανέρχονται έτσι στο 7,8% για τα αυτοκίνητα της Tesla που παράγονται στη Σαγκάη, στο 17% για αυτά της BYD, στο 18,8% για αυτά της Geely και στο 35,3% για αυτά της SAIC, σύμφωνα με το τελικό έγγραφο που είχε διαβιβαστεί στα κράτη μέλη την 27η Σεπτεμβρίου. Άλλοι όμιλοι, που συνεργάστηκαν στην ευρωπαϊκή έρευνα, θα δουν να τους επιβάλλονται επιπρόσθετοι δασμοί ως και 20,7%, έναντι 35,3% για αυτούς που δεν συνεργάστηκαν.

Διαβάστε ακόμη