Αποστάσεις παίρνουν οικονομικοί κύκλοι της Γερμανίας από την απόφαση της ΕΕ να επιβάλλει δασμούς στις εισαγωγές κινεζικών ηλεκτρικών αυτοκινήτων από την 1η Ιουλίου.
Αυτό φαίνεται από δημοσίευμα της Handelsblatt, σύμφωνα με το οποία υπάρχουν τρία «αγκάθια» στην πολιτική εμπορικής σύγκρουσης την οποία προωθεί η ΕΕ.
Πρώτον, υπάρχει η εκτίμηση πως από ένα δασμολογικό πόλεμο με την Κίνα, πιο πολύ χαμένη θα είναι η ΕΕ. Δεύτερον, από γερμανικής πλευράς, οι εισαγωγές -μαζί και αυτές από την Κίνα- δεν είναι αναγκαία αρνητικές για την οικονομία. Τρίτον, υπάρχει διάσταση από πλευράς Βερολίνου σε σχέση με την άποψη ότι η πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα (σ.σ. της Κίνας) είναι σε κάθε περίπτωση αρνητική, καθώς η πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα της Γερμανίας είναι ακόμη μεγαλύτερη από εκείνη της Κίνας.
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με την ίδια ανάλυση, ένας τιμωρητικός δασμός από 17% έως 38% στις κινεζικές εισαγωγές, ανάλογα με τον τύπο του ηλεκτρικού αυτοκινήτου και την προθυμία του κατασκευαστή να συνεργαστεί, είναι σε κάθε περίπτωση μια ευρωπαϊκή κήρυξη πολέμου στο Πεκίνο – ακόμη και αν η ΕΕ υπολείπεται κατά πολύ από το 100% που είχε προωθήσει ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν. Και είναι ένα μήνυμα για την ικανότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να δράσει, κάτι που αποτελεί αξία από μόνο του σε αυτούς τους καιρούς.
Η Γερμανία αντιστέκεται εδώ και καιρό σε αυτούς τους δασμούς – κάποιες από τις ανησυχίες της γερμανικής κυβέρνησης είναι δικαιολογημένες, κάποιες άλλες όχι.
Τα επιχειρήματα από το Βερολίνο ακολουθούν μια ειδική γερμανική παράδοση. Για πολλά χρόνια, η εξωτερική πολιτική σε αυτή τη χώρα έμοιαζε σαν να είχε σχεδιαστεί σε ένα υποτμήμα του υπουργείου Οικονομικών, καθώς οι γεωπολιτικές εκτιμήσεις έπαιζαν ελάχιστα ρόλο.
Ένα πράγμα είναι βέβαιο: Δεν είναι μόνο οι δημοκρατίες που πρέπει να είναι ισχυρές στην άμυνα, αλλά και οι οικονομίες της αγοράς. Και ούτε καν οι μεγαλύτεροι απολογητές του ελεύθερου εμπορίου και φίλοι του Πεκίνου δεν αρνούνται ότι η Κίνα ασκεί πολιτική αθέμιτου ανταγωνισμού εδώ και δεκαετίες, σημειώνει η Handelsblatt.
Παρ’ όλα αυτά, μια αίσθηση ανησυχίας παραμένει. Τίθεται το ερώτημα αν οι οικονομικοί κίνδυνοι της στρατηγικής αντιποίνων της ΕΕ δεν είναι τελικά μεγαλύτεροι από τα πολιτικά οφέλη που προκύπτουν από το χειραφετητικό μήνυμα προς το Πεκίνο.
Oι κίνδυνοι για την ΕΕ εντοπίζονται, σύμφωνα με την ίδια ανάλυση, σε τρία σημεία:
1. Όλοι χάνουν σε έναν δασμολογικό πόλεμο – αλλά η Ευρώπη χάνει περισσότερα
Είναι στη φύση των πραγμάτων ότι η Κίνα θα αντιδράσει και πρέπει να αντιδράσει στην κίνηση της ΕΕ. Εξάλλου, η δράση και η αντίδραση είναι σταθερές της εμπορικής σύγκρουσης. Το Πεκίνο ειδικότερα δεν φοβήθηκε ποτέ να αξιοποιήσει την ισχύ του στην αγορά, η οποία απορρέει όχι μόνο από το γιγαντιαίο μέγεθος αυτής της αγοράς, αλλά και από τον εκπληκτικό ακόμη δυναμισμό της.
Η ΕΕ ήταν επίσης υπό πίεση να δράσει, διότι ο αμερικανικός δασμός 100% θα αυξήσει την εγχώρια εισαγωγική έλξη για τα κινέζικα ηλεκτρικά αυτοκίνητα.
Είναι επίσης σαφές ότι οι ΗΠΑ, των οποίων η γεωπολιτική στρατηγική είναι να περιορίσουν τη Λαϊκή Δημοκρατία -όποιο κι αν είναι το κόστος- θα ακολουθήσουν το παράδειγμά τους. Με τον τιμωρητικό δασμό για τα αυτοκίνητα, ο Μπάιντεν υλοποίησε ένα αίτημα του αντιπάλου του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος αμέσως διπλασίασε το ποσό. Η Κίνα θα πρέπει επίσης να απαντήσει σε αυτό.
Μια δασμολογική σπείρα διαφαίνεται. Δεν χρειάζεται να πάρει τις γιγαντιαίες διαστάσεις της δεκαετίας του 1920, όταν ο προστατευτισμός έσυρε την παγκόσμια οικονομία στην άβυσσο. Αλλά δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι όλοι όσοι εμπλέκονται σε αυτή τη δασμολογική διαμάχη θα υποστούν οικονομικές απώλειες.
Και τώρα έρχεται το κρίσιμο σημείο: υπάρχει μεγάλη πιθανότητα η Ευρώπη να είναι ο μεγαλύτερος χαμένος από μια τέτοια εξέλιξη.
Οι ΗΠΑ είναι ουσιαστικά αυτάρκεις όσον αφορά το εξωτερικό εμπόριο. Οι εξαγωγές αντιπροσωπεύουν μόλις το 7,4% της οικονομικής παραγωγής, ποσοστό πολύ χαμηλότερο από την ΕΕ (15%) και την Κίνα (19%). Με μερίδιο εξαγωγών σχεδόν 40%, η Γερμανία έχει να χάσει τα περισσότερα.
2. Οι φθηνές εισαγωγές δεν είναι από μόνες τους κακές
Οι εισαγωγές είναι ο «διάβολος», ενώ οι εξαγωγές είναι «ευλογία» – αυτή η μερκαντιλιστική σκέψη είναι οικονομική τρέλα και παρόλα αυτά ακούγεται ξανά και ξανά με τη μία ή την άλλη μορφή.
Οι εισαγωγές μπορεί επίσης να είναι «ευλογία»: Μπορούν να έχουν ανασχετική επίδραση στον πληθωρισμό, εάν ο εμπορικός εταίρος επιδοτεί την τιμή των προϊόντων. Ο Γερμανός υπουργός Οικονομίας Χάμπεκ μπορεί να είναι εν μέρει ευγνώμων που τα κρατικά επιδοτούμενα φωτοβολταϊκά από την Κίνα προωθούν την τοπική ενεργειακή μετάβαση ή που τα φθηνά ηλεκτρικά αυτοκίνητα από την Κίνα για τη μαζική αγορά βελτιώνουν το τοπικό αποτύπωμα άνθρακα.
Επιπλέον, η ανταγωνιστική πίεση από τον ανταγωνισμό χαμηλού κόστους από το εξωτερικό είναι δυσάρεστη, αλλά μερικές φορές έχει και θετικές συνέπειες.
Πού θα βρισκόταν σήμερα η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία αν η Tesla, η αμερικανική εταιρεία που η Mercedes, η VW και η BMW χλεύαζαν πριν από μερικά χρόνια, δεν είχε φέρει επανάσταση στον κλάδο; Συχνά είναι προτιμότερο να ανεχόμαστε τον ανταγωνισμό, ακόμη και αν είναι μερικές φορές αθέμιτος, παρά να υψώνουμε εμπορικούς φραγμούς, σημειώνει η Ηandelsblatt.
Αυτό που επίσης αρέσκονται να αποσιωπούν οι πολέμιοι του εμπορίου είναι πως οι δασμοί λειτουργούν σαν ένας φόρος που δεν πληρώνεται από τον ξένο εισαγωγέα, αλλά από τον εγχώριο καταναλωτή. Επομένως, δεν είναι επιτακτική ανάγκη να εμπλακεί κανείς σε κάθε διαμάχη δασμών ή αγώνα επιδοτήσεων. Κάποιες φορές μπορεί ακόμη και να είναι ευχαριστημένος όταν το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα θεωρεί απαραίτητο και χρήσιμο να συγχρηματοδοτήσει τη γερμανική ενεργειακή μετάβαση.
3. Ο μύθος της πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας
Πρόσφατα έγινε μόδα στους ευρωπαϊκούς κύκλους να παραπονιούνται για την «κινεζική πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα», η οποία θέτει σε κίνδυνο τις οικονομίες μας. Τι σημαίνει, όμως, πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα; Σε τελική ανάλυση, πρόκειται για μια κοινότυπη διαπίστωση ότι η Κίνα παράγει εμπορικό πλεόνασμα, δηλαδή εξάγει περισσότερα αγαθά από όσα εισάγει. Με όγκο 3,1 τρισεκατομμυρίων ευρώ, η Λαϊκή Δημοκρατία είναι πράγματι ο κορυφαίος εξαγωγέας στον κόσμο σε απόλυτους όρους. Ωστόσο, ο καθοριστικός παράγοντας είναι οι καθαρές εξαγωγές, δηλαδή οι εξαγωγές μείον τις εισαγωγές.
Και αυτό δείχνει ότι η Κίνα δεν διακρίνεται για τις οικονομικές της επιδόσεις: Οι γερμανικές καθαρές εξαγωγές ανήλθαν σε περισσότερα από 200 δισεκατομμύρια ευρώ το 2023, δηλαδή κατέχουν ένα ποσοστό 5% της οικονομικής παραγωγής (ΑΕΠ). Στην Κίνα (καθαρές εξαγωγές 760 δισ. ευρώ), το ποσοστό αυτό είναι 4,7%. Η διαφορά στο μερίδιο των εξαγωγών σε σχέση με το ΑΕΠ είναι ακόμη πιο δραστική: 20% στη Λαϊκή Δημοκρατία και σχεδόν 40% στη Γερμανία.
Τι σημαίνουν όλα αυτά για την ευρωπαϊκή εμπορική στρατηγική; Σίγουρα όχι ότι η Ευρώπη στέκεται άπραγη σε αυτή την κοσμοϊστορική σύγκρουση. Αλλά η ΕΕ καλά θα κάνει να ενεργήσει με μετριοπάθεια. Ιδιαίτερα καθώς η Ευρώπη ενεργούσε πάντα με τρόπο που στρεβλώνει την αγορά στον τομέα της γεωργίας και το κάνει όλο και περισσότερο στον τομέα της τεχνολογίας. Σκεφτείτε μόνο τις εξωφρενικά υψηλές επιδοτήσεις για την Intel στη Γερμανία.
Και οι ΗΠΑ έχουν επίσης προ πολλού εγκαταλείψει τις αρχές της οικονομίας της αγοράς με τον προστατευτικό νόμο για τη μείωση του πληθωρισμού (IRA). Η βιομηχανική πολιτική είναι πλέον ο νέος προστατευτισμός – οι υποτιθέμενοι ελεύθεροι έμποροι στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ είναι πλέον σχεδόν εξίσου καλοί σε αυτό με τους κρατικούς καπιταλιστές στην Κίνα.
Το κατά πόσον οι δασμοί της ΕΕ που επιβλήθηκαν τώρα είναι μετριοπαθείς θα μετρηθεί κυρίως από την αντίδραση της Κίνας. Δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι το Πεκίνο θα συμφωνήσει σε μια λύση μέσω διαπραγματεύσεων πριν οι δασμοί τεθούν σε ισχύ τον Ιούλιο. Εξάλλου, η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία είναι απίθανο να ενδιαφέρεται να διεξάγει εμπορικό πόλεμο τόσο με την Ευρώπη όσο και με τις ΗΠΑ.
Η Κίνα δεν μπορεί να περιμένει από την Αμερική μια πιο μετριοπαθή πορεία στα εμπορικά ζητήματα. Εάν ο Ντόναλντ Τραμπ κερδίσει τις εκλογές του Νοεμβρίου, θα εντείνει την επιθετική πορεία των ΗΠΑ. Υπάρχει τότε η απειλή ενός πραγματικού εμπορικού και τεχνολογικού πολέμου μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών. Και ο Τραμπ θα αναγκάσει επίσης την Ευρώπη να τοποθετηθεί με σαφήνεια σε αυτή τη βαρυσήμαντη σύγκρουση.
Η κατάσταση δεν θα μπορούσε να είναι πιο περίπλοκη για τους Ευρωπαίους, οι οποίοι είναι ήδη διχασμένοι σε πολλά γεωπολιτικά και γεωοικονομικά ζητήματα. Φυσικά, η ΕΕ και τα κράτη μέλη της δεν θέλουν να μείνουν αμέτοχοι όταν διακυβεύεται η τύχη ολόκληρων βιομηχανικών κλάδων. Αυτό ακριβώς συνέβη με τη γερμανική βιομηχανία φωτοβολταϊκών. Η εύρεση της σωστής ισορροπίας στην άμυνα είναι η μεγάλη πρόκληση σε αυτό το γεωπολιτικό περιβάλλον. Η αντανακλαστική αύξηση των εμπορικών φραγμών δεν μπορεί να είναι η λύση.
Σε κάθε περίπτωση, η συμμόρφωση με τον ΠΟΕ και, σε περίπτωση αμφιβολίας, υπέρ των ανοικτών αγορών – αυτή θα μπορούσε να είναι η σωστή αρχή. Και επιπλέον: να σώσουμε ό,τι μπορεί ακόμη να σωθεί από την παραδοσιακή, βασισμένη σε κανόνες παγκόσμια εμπορική τάξη. Δεν πρόκειται να βρούμε μια καλύτερη σύντομα.
Διαβάστε ακόμη