Μπορεί η ΕΕ να σημειώνει πρόοδο όσον αφορά στην απεξάρτησή της από το ρωσικό φυσικό αέριο και πετρέλαιο, όμως στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας συνεχίζει να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη Μόσχα – και πιο συγκεκριμένα από τη Rosatom, τον ρωσικό κρατικό κολοσσό. Παρά τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις κυρώσεις, η ΕΕ εξακολουθεί να εισάγει πυρηνικά καύσιμα αξίας εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ από τη Ρωσία, τροφοδοτώντας όχι μόνο τους αντιδραστήρες της αλλά και, έμμεσα, το Κρεμλίνο. Το ερώτημα που τίθεται πλέον δεν είναι αν θα σταματήσει, αλλά πώς και πότε θα καταφέρει να απεμπλακεί οριστικά από αυτή την ενεργειακή εξάρτηση, χωρίς να βάλει σε κίνδυνο τη δική της ενεργειακή ασφάλεια.

ΕΕ: Πάνω από 700 εκατ. για ρωσικό ουράνιο το 2024

Σύμφωνα με τα ανάλυση της δεξαμενής σκέψης Bruegel σε συνεργασία με το ουκρανικό think tank, Dixi group, μόνο το 2024, η ΕΕ εισήγαγε ρωσικά προϊόντα που σχετίζονται με το ουράνιο αξίας άνω των 700 εκατ. ευρώ, αποτελώντας μέρος των συνολικών εισαγωγών ενέργειας από τη Ρωσία ύψους 22 δισ. ευρώ. Οι εν λόγω εισαγωγές περιλαμβάνουν ακατέργαστο ουράνιο, εμπλουτισμένο ουράνιο και επεξεργασμένα καύσιμα (καύσιμα που αποτελούνται από εμπλουτισμένο ουράνιο ή άλλες ενώσεις ουρανίου) – υλικά απαραίτητα για την τροφοδοσία του πυρηνικού στόλου της ΕΕ, ο οποίος παράγει σχεδόν το 25% της ηλεκτρικής της ενέργειας.

Οι κίνδυνοι της συνεργασίας με τη Rosatom

Μεγάλη ανησυχία δημιουργεί η συνέχιση της συνεργασίας με τη Rosatom, την κρατική πυρηνική εταιρεία της Ρωσίας και κύριο εμπορικό ενδιάμεσο για τα προϊόντα αυτά. Η σχέση αυτή ενέχει τέσσερις βασικούς κινδύνους, σύμφωνα με το Bruegel. Πρώτον, υπάρχει ο κίνδυνος που σχετίζεται με την ενεργειακή ασφάλεια. Ακριβώς όπως η Ρωσία όπλισε τις εξαγωγές φυσικού αερίου, μια ξαφνική διακοπή των εξαγωγών ουρανίου θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει τις επιχειρήσεις πυρηνικής ενέργειας της ΕΕ, αφήνοντας αρκετές χώρες εκτεθειμένες και χωρίς άμεσες εναλλακτικές λύσεις για την κάλυψη των ενεργειακών τους αναγκών.

Δεύτερον, η συνέχιση του εμπορίου με τη Rosatom εμβαθύνει τους διμερείς δεσμούς μεταξύ της Ρωσίας και μεμονωμένων κρατών μελών της ΕΕ. Για παράδειγμα, η Ουγγαρία -όπου η Rosatom κατασκευάζει έναν πυρηνικό σταθμό στο πλαίσιο του έργου Paks II- έχει επανειλημμένα εμποδίσει τις κυρώσεις της ΕΕ κατά της Ρωσίας. Αυτή η διαίρεση μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ υπονομεύει την ενότητα και τη συνοχή της εξωτερικής πολιτικής της Ένωσης, καθιστώντας δύσκολο τον συντονισμό και την υιοθέτηση κοινών θέσεων σε σημαντικά ζητήματα που αφορούν την ασφάλεια και τις διεθνείς σχέσεις.

Τρίτον, η Rosatom είναι βαθιά ενσωματωμένη στο στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα της Ρωσίας, συμπεριλαμβανομένης της παραγωγής πυρηνικών όπλων και της συνεργασίας με οντότητες που υπόκεινται σε κυρώσεις, όπως η Rostec. Οι εκθέσεις της ίδιας της εταιρείας επιβεβαιώνουν τον ενεργό ρόλο της στην εκπλήρωση των ρωσικών κρατικών αμυντικών παραγγελιών. Έτσι, η εμπορική συνεργασία υποστηρίζει έμμεσα τους στρατιωτικούς στόχους.

Τέταρτον, αν και τα 700 εκατομμύρια ευρώ είναι μικρά σε σύγκριση με τα 18 δισεκατομμύρια δολάρια που θα κερδίσει η Rosatom στο εξωτερικό το 2024 ή με τον λογαριασμό της ΕΕ για το φυσικό αέριο από τη Ρωσία ύψους 15 δισεκατομμυρίων ευρώ, εξακολουθούν, όμως, να συμβάλλουν οικονομικά στον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Ποιες είναι οι προκλήσεις

Η ανάγκη για απεξάρτηση γίνεται ακόμα πιο επιτακτική αν αναλογιστεί κανείς ότι το 2023, το 23% του φυσικού ουρανίου που χρησιμοποιήθηκε στην ΕΕ προερχόταν από τη Ρωσία – περίπου 3.419 τόνοι (tU), αναφέρει το Bruegel. Αν και η αντικατάσταση του ακατέργαστου ουρανίου είναι σχετικά εφικτή, καθώς η Ρωσία καλύπτει μόλις το 5% της παγκόσμιας πρωτογενούς προσφοράς, η εξίσωση γίνεται πολύ πιο σύνθετη όταν προχωράμε στα επόμενα στάδια του κύκλου του πυρηνικού καυσίμου, εκεί όπου η ρωσική επιρροή και τεχνογνωσία είναι πολύ πιο δύσκολο να παρακαμφθούν. Η Ρωσία παρείχε το 27% των υπηρεσιών μετατροπής στην ΕΕ το 2023, που ισοδυναμεί με 3.543 tU, και το 38% του εμπλουτισμένου ουρανίου, που αντιστοιχεί σε 4.647 τόνους διαχωριστικής εργασίας (tSW). Η αντικατάσταση αυτής της ικανότητας θα απαιτήσει χρόνια. Ενώ η γαλλική Orano σχεδιάζει επέκταση κατά 2.500 tSW και η Urenco προσθέτει 1.800 tSW, η συνολική αντικατάσταση των 6.600 tSW που εισάγονται σήμερα από τη Ρωσία από την ΕΕ και τις ΗΠΑ μαζί θα χρειαστούν περαιτέρω επενδύσεις.

Γίνεται κατανοητό πως η ΕΕ δεν μπορεί να απεμπλακεί από την εξάρτησή της από το ρωσικό ουράνιο χωρίς ένα ξεκάθαρο σχέδιο – και σύμφωνα με το Bruegel, αυτό το σχέδιο πρέπει να βασιστεί σε δύο βασικούς πυλώνες: την ενίσχυση των εγχώριων δυνατοτήτων και τον περιορισμό της πρόσβασης της Rosatom στην αγορά. Με ένα σταδιακό εμπάργκο η ΕΕ θα κερδίσει χρόνο για να θωρακίσει την πυρηνική ασφάλεια και να βρει εναλλακτικές λύσεις, εξασφαλίζοντας το ενεργειακό της μέλλον χωρίς να εξαρτάται από τη Ρωσία.

Διαβάστε ακόμη