Η έλλειψη πηγών ενέργειας της Ευρώπης και προπαντός της Γερμανίας αποτελεί το βασικότερο, ίσως, κίνητρο της για τη διαμόρφωση μίας ελεύθερης ζώνης εμπορίου μεταξύ ΗΠΑ – ΕΕ. Και αυτό γιατί αν επιβάλλονταν μηδενικοί δασμοί στο εμπόριο μεταξύ δύο πλευρών του Ατλαντικού, όχι μόνο στα βιομηχανικά, αλλά και στα ενεργειακά προϊόντα, ειδικά η Γερμανία θα ήταν εξαιρετικά κερδισμένη, ειδικά καθώς υποφέρει από το πάγωμα του φθηνού ρωσικού φυσικού αερίου.
Ωστόσο, κάτι τέτοιο δύσκολο θα γινόταν αποδεκτό από όλους τους Ευρωπαίους και πρώτα – πρώτα τους Γάλλους, οι οποίοι αφενός έχουν μεγαλύτερη ενεργειακή επάρκεια από τους Γερμανούς και αφετέρου δεν θέλουν γενικότερα ελεύθερες οικονομικές ζώνες, με την Αμερική, τη Βόρεια και προπαντός τη Νότια.
Με άρθρο της στο γερμανικό οικονομικό περιοδικό WirtschaftsWoche, η Βερόνικα Γκριμ, μέλος του συμβουλίου των «σοφών» οικονομολόγων της καγκελαρίας, επισημαίνει πως η προετοιμασία μιας απάντησης της ΕΕ στους δασμούς Τραμπ είναι απαραίτητη, όχι μόνο επειδή έχει ήδη απειληθεί. Θα πρέπει να είναι διαφοροποιημένη έτσι ώστε οι Αμερικανοί – και οι ρεπουμπλικανικές πολιτείες εκεί – να πλήττονται ειδικά με δασμούς σε προϊόντα όπου ο δασμός δεν μετακυλίεται στους Ευρωπαίους καταναλωτές.
Η ΕΕ θα μπορούσε επίσης να επιβάλει ψηφιακούς δασμούς, οι οποίοι θα έπλητταν ιδιαίτερα τις μεγάλες αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας, σημειώνει η Γκριμ.
Όσο μεγαλύτερες είναι οι αναμενόμενες συνέπειες για τους Αμερικανούς, τόσο μεγαλύτερη είναι η πίεση στον Ντόναλντ Τραμπ να διαπραγματευτεί, τονίζει η Γερμανίδα οικονομολόγος.
Ταυτόχρονα, είναι επομένως απαραίτητο η ΕΕ να έχει μια διαπραγματευτική στρατηγική στο μανίκι της. Η Γκριμ επισημαίνει πως παρ’ όλες τις στρεβλώσεις, το ελεύθερο εμπόριο με τις ΗΠΑ θα ήταν η καλύτερη λύση – αλλά μια συμφωνία απέτυχε πριν από χρόνια εξαιτίας των ίδιων των Ευρωπαίων. Η προσφορά «μηδενικών δασμών στα βιομηχανικά προϊόντα» είναι μια αρχή, αλλά αυτό δεν θα είναι αρκετό για τους Αμερικανούς. Η συμπερίληψη του γεωργικού τομέα θα συζητηθεί και θα ήταν επίσης ο σωστός δρόμος προς τα εμπρός.
Ωστόσο, εδώ υπάρχει αντίσταση, ιδιαίτερα από τη Γαλλία. Οι εισαγωγές ενέργειας από τις ΗΠΑ είναι επίσης πιθανό να συζητηθούν – ένα θέμα που η Ευρώπη έχει ευτυχώς αποφύγει μέχρι στιγμής, αλλά το οποίο προσφέρει δυνατότητες συμβιβασμού, σημειώνει η Γκριμ.
Η σύγκρουση πλήττει την Ευρώπη σε μια περίοδο αυξανόμενων προκλήσεων, την ίδια ώρα που η οικονομική δυναμική είναι αδύναμη, οι πολιτικές διαδικασίες είναι αργές και παρατεταμένες. Είναι σαφές εδώ και χρόνια ότι η Ευρώπη θα πρέπει να διαφοροποιήσει τις εμπορικές της σχέσεις και να ενεργήσει διεθνώς ως αξιόπιστος, προσανατολισμένος στη λύση εταίρος και όχι ως περίπλοκος εταίρος.
Ίσως η Ευρώπη ξυπνάει τώρα -τονίζει η Γκριμ- ειδικά όταν ακόμη και ιστορικοί αντίπαλοι όπως η Κίνα, η Νότια Κορέα και η Ιαπωνία έρχονται πιο κοντά και προσπαθούν να συντονίσουν την αντίδρασή τους.
Αυτό που χρειάζεται είναι μια στρατηγική στροφή, πέρα από τα όρια απλώς μίας αντίδρασης, επισημαίνει η ίδια. Η ευρωπαϊκή ενιαία αγορά πρέπει να εμβαθυνθεί, προκειμένου να αξιοποιηθεί καλύτερα το αναπτυξιακό δυναμικό.
Η Γερμανίδα οικονομολόγος σημειώνει πως ταυτόχρονα, πρέπει να ενισχυθεί η ανθεκτικότητα της Ευρώπης -ιδιαίτερα όσον αφορά την πολιτική ασφάλειας- χωρίς να επιδεινωθούν οι δημοσιονομικοί κίνδυνοι στις υπερχρεωμένες χώρες της ευρωζώνης που ήδη παλεύουν με κινδύνους βιωσιμότητας όσον αφορά το δημόσιο χρέος. Τώρα που οριστικοποιήθηκε η συμφωνία συνασπισμού, η Γερμανία θα διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο, τονίζει.
Αν και η στροφή στη δημοσιονομική πολιτική πριν από τις διαπραγματεύσεις για τον συνασπισμό χαιρετίστηκε στην Ευρώπη, αυτό από μόνο του δεν θα δώσει λύση.
Εξάλλου, η ίδια η Γερμανία βρίσκεται σε βαθιά διαρθρωτική κρίση, παραδέχεται η Γκριμ. Η οικονομία βρίσκεται σε στασιμότητα από το 2019. Η βιομηχανία υπολειτουργεί, ακόμη και στους παραδοσιακούς βασικούς τομείς. Η δυναμική των εξαγωγών έχει καταρρεύσει και η Κίνα γίνεται όλο και περισσότερο ισχυρός ανταγωνιστής για τα κεφαλαιουχικά αγαθά. Το δυναμικό ανάπτυξης της Γερμανίας ανέρχεται σήμερα σε μόλις 0,3%.
Αυτό που είναι κρίσιμο, ωστόσο, είναι η συνεχής μείωση των ρυθμίσεων και της γραφειοκρατίας που εμποδίζουν την καινοτομία.
Απαιτείται μεγαλύτερη ανάληψη κινδύνων όσον αφορά την τεχνολογική πρόοδο. Εάν συνεχίσουμε να μείνουμε πιο πίσω από τις ΗΠΑ και την Κίνα όσον αφορά την τεχνολογία, θα είναι δύσκολο για την Ευρώπη να διεκδικήσει και να ενισχύσει την κυριαρχία της. Όσο ισχυρότερη είναι η οικονομία της Ευρώπης, τόσο μεγαλύτερο είναι το γεωπολιτικό της βάρος.
Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες απομονωθούν περαιτέρω. Είναι πιθανό να ακολουθήσουν μια στρατηγική «America First» σε βασικούς τομείς και να επαναφέρουν τις αλυσίδες αξίας στη χώρα τους.
Η συνεργασία με τους εταίρους θα πραγματοποιηθεί τότε κατά κύριο λόγο όπου υπάρχει σαφές άμεσο όφελος για τις ΗΠΑ. Ειδικά σε ένα τέτοιο σενάριο, η οικονομική ισχύς είναι ζωτικής σημασίας για την Ευρώπη – όχι μόνο για τη σχέση της με τις ΗΠΑ στους τομείς της οικονομίας και της άμυνας, αλλά κυρίως για τη διασφάλιση ενός ανθεκτικού δικτύου παγκόσμιων συνεργασιών που συμβάλλει στη δική της ανθεκτικότητα στον τομέα της ασφάλειας.
Η Ευρώπη εξαρτάται από τις εισαγωγές ενέργειας και πρώτων υλών και δεν μπορεί να απομονωθεί, τονίζει η Γερμανίδα οικονομολόγος. Η Ευρώπη βρίσκεται σε ένα σημείο καμπής – οικονομικά, γεωπολιτικά και τεχνολογικά. Η εμπορική σύγκρουση με τις ΗΠΑ επιταχύνει αυτές τις αλλαγές.
Εάν η ΕΕ δεν ενεργήσει αποφασιστικά, θα μπορούσε να μείνει σχεδόν αμετάκλητα πίσω από τις ΗΠΑ, αλλά και πίσω από την Κίνα, σημειώνει.
Τώρα είναι η στιγμή να αναπτυχθεί μια ευρωπαϊκή ατζέντα που θα απελευθερώνει την ανάπτυξη, θα διασφαλίζει την τεχνολογική δύναμη και θα κάνει την Ευρώπη ενεργό παίκτη στη νέα τάξη πραγμάτων. Αυτό δεν απαιτεί περισσότερο έλεγχο – αλλά περισσότερο θάρρος και εμπιστοσύνη στον οικονομικό δυναμισμό, καταλήγει η Γκριμ.
Διαβάστε ακόμη