Στην καρδιά της ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής, η αδειοδότηση των έργων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας αναδεικνύεται σε έναν από τους μεγαλύτερους πονοκεφάλους για τις κυβερνήσεις και τις επενδυτικές κοινότητες. Ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση θέτει φιλόδοξους στόχους για την ανάπτυξη των ΑΠΕ και των ενεργειακών υποδομών, η πραγματικότητα στους μηχανισμούς έγκρισης των έργων αποκαλύπτει μια εντελώς διαφορετική εικόνα. Χρόνια καθυστερήσεων, ατελείωτη γραφειοκρατία, περιβαλλοντικές αξιολογήσεις που διαρκούν υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα και ρυθμιστικές αβεβαιότητες έχουν μετατρέψει τη διαδικασία αδειοδότησης σε ένα πραγματικό ναρκοπέδιο. Ο Επίτροπος Ενέργειας της ΕΕ, Νταν Γιόργκενσεν, το έθεσε ξεκάθαρα κατά τη διάρκεια του Συμβουλίου των Υπουργών Ενέργειας στις Βρυξέλλες:

«Η διαδικασία αδειοδότησης στην Ευρώπη είναι ανυπόφορα αργή. Δεν μπορούμε να μιλάμε για ενεργειακή μετάβαση και πράσινη ανάπτυξη, όταν χρειάζονται κατά μέσο όρο 7-10 χρόνια για να εγκριθεί ένα έργο ΑΠΕ. Αυτό είναι απαράδεκτο». Η φράση του κ. Γιόργκενσεν συμπυκνώνει την αγανάκτηση πολλών επενδυτών, κυβερνήσεων και εταιρειών που βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα δαιδαλώδες σύστημα εγκρίσεων, το οποίο λειτουργεί ως τροχοπέδη στη βιώσιμη ανάπτυξη και στην ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης.

Το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα οξύ σε χώρες όπου η νομοθεσία αλληλεπικαλύπτεται, με αποτέλεσμα ένα έργο να περνάει από δεκάδες στάδια ελέγχου και γνωμοδότησης, πριν λάβει την τελική έγκριση. Οι διαδικασίες περιβαλλοντικής αδειοδότησης, οι τοπικές αντιδράσεις, οι καθυστερήσεις στην έκδοση γνωμοδοτήσεων από αρμόδιους φορείς και η έλλειψη επαρκούς διοικητικής ικανότητας σε πολλά κράτη-μέλη έχουν δημιουργήσει ένα εκρηκτικό μείγμα που αποθαρρύνει τις επενδύσεις. Το αποτέλεσμα είναι η Ευρώπη να θέτει υψηλούς στόχους για την κλιματική ουδετερότητα, αλλά να βρίσκεται εγκλωβισμένη σε έναν μηχανισμό που την εμποδίζει να τους επιτύχει.

Το σχέδιο Γιόργκενσεν και η ταχύτερη αδειοδότηση έργων

Η πρόταση της Κομισιόν έρχεται να αλλάξει τα δεδομένα, με στόχο τη δραστική μείωση του χρόνου αδειοδότησης. Σύμφωνα με το σχέδιο που παρουσίασε ο Γιόργκενσεν, η διαδικασία αδειοδότησης για τα απλούστερα έργα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας πρέπει να ολοκληρώνεται σε έξι μήνες, ενώ τα πιο σύνθετα έργα δεν θα πρέπει να ξεπερνούν τα δύο χρόνια. Ο ίδιος παραδέχτηκε πως η αλλαγή αυτή δεν είναι εύκολη, καθώς απαιτεί την πλήρη αναδιάρθρωση των αδειοδοτικών μηχανισμών και την ενίσχυση των διοικητικών δομών στα κράτη-μέλη. Ωστόσο, το μήνυμά του ήταν σαφές: «Αν ήταν εύκολο, θα το είχαμε κάνει ήδη. Αλλά πρέπει να το κάνουμε. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος».

Η ΕΕ γνωρίζει ότι χωρίς αυτή τη μεταρρύθμιση, η επιτάχυνση των επενδύσεων σε ΑΠΕ παραμένει ευσεβής πόθος. Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι: σήμερα στην Ευρώπη, έργα συνολικής ισχύος περισσότερων από 100 GW παραμένουν «κολλημένα» στις διαδικασίες αδειοδότησης. Αυτό σημαίνει ότι αν δεν επιταχυνθούν οι εγκρίσεις, οι στόχοι για την αύξηση του μεριδίου των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα δεν θα επιτευχθούν και η ήπειρος θα συνεχίσει να εξαρτάται από ακριβότερες και λιγότερο βιώσιμες ενεργειακές πηγές.

Η αντίδραση των κρατών-μελών, ωστόσο, δεν ήταν ομοιόμορφη. Η Γερμανία, η οποία έχει ήδη εισαγάγει ειδικές ρυθμίσεις για την ταχύτερη αδειοδότηση των ΑΠΕ, υποστήριξε την πρόταση της Επιτροπής, υπογραμμίζοντας ότι η μείωση της γραφειοκρατίας είναι κρίσιμη για την ενεργειακή ανεξαρτησία της Ευρώπης. Η Ισπανία συμφώνησε, αλλά ζήτησε ακόμα πιο φιλόδοξες παρεμβάσεις, προτείνοντας την καθιέρωση μιας «fast-track» διαδικασίας για στρατηγικά έργα ΑΠΕ, τα οποία θα μπορούν να λαμβάνουν έγκριση εντός τριών μηνών. Η Ιταλία, από την πλευρά της, τάχθηκε υπέρ μιας πιο προσεκτικής προσέγγισης, προειδοποιώντας ότι η ταχεία αδειοδότηση δεν πρέπει να οδηγήσει σε χαλάρωση των περιβαλλοντικών ελέγχων.

Η Ελλάδα τοποθετήθηκε υπέρ της επιτάχυνσης των διαδικασιών, με τον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Σταύρο Παπασταύρου, να επισημαίνει ότι η έγκαιρη αδειοδότηση είναι βασικό κλειδί για τη μείωση των τιμών της ενέργειας. «Δεν μπορούμε να επιτρέπουμε να χρειάζονται χρόνια για να ολοκληρωθεί η αδειοδότηση ενός έργου που μπορεί να μειώσει την εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και να προσφέρει φθηνή ηλεκτρική ενέργεια στους καταναλωτές», δήλωσε, τονίζοντας ότι η Ελλάδα στηρίζει τη δημιουργία μηχανισμών που θα εγγυώνται ταχύτητα και διαφάνεια.

Πιο επιφυλακτικές ήταν χώρες όπως η Σουηδία, που επέμειναν πως οι διαδικασίες πρέπει να προστατεύουν τις τοπικές κοινωνίες και να τηρούν τις περιβαλλοντικές προδιαγραφές. Η Βουλγαρία και η Κύπρος, αν και συμφώνησαν στην ανάγκη για ταχύτερη αδειοδότηση, εξέφρασαν ανησυχίες για το αν τα μικρότερα κράτη διαθέτουν την αναγκαία διοικητική ικανότητα να ανταποκριθούν στις νέες προθεσμίες.

Το ερώτημα που ανακύπτει είναι αν η προτεινόμενη μεταρρύθμιση μπορεί να εφαρμοστεί στην πράξη. Πολλοί αναλυτές επισημαίνουν ότι η μείωση των χρόνων αδειοδότησης απαιτεί βαθιές αλλαγές στους εθνικούς μηχανισμούς έγκρισης, καθώς και επενδύσεις στην εκπαίδευση και στελέχωση των αρμόδιων υπηρεσιών. Επιπλέον, τίθεται το ζήτημα της πολιτικής βούλησης: αρκετές κυβερνήσεις φοβούνται το πολιτικό κόστος που μπορεί να έχει η επίσπευση των διαδικασιών, ειδικά σε περιπτώσεις τοπικών αντιδράσεων. Το μόνο βέβαιο είναι πως η ενεργειακή κρίση έχει καταστήσει σαφές ότι η Ευρώπη δεν έχει την πολυτέλεια να περιμένει. Αν θέλει να πετύχει τους στόχους της για ενεργειακή ανεξαρτησία και σταθερότερες τιμές, πρέπει να μετατρέψει τα λόγια σε πράξεις. Και η μάχη της αδειοδότησης ίσως είναι η πιο κρίσιμη μάχη που έχει να δώσει.

Διαβάστε ακόμη