Η γεωπολιτική βρίσκεται παντού παρούσα στον κόσμο που ζούμε, όπου υπάρχει ανταγωνισμός για εξασφάλιση αγαθών και ισχύος. Οι τομείς της ενέργειας, της κλιματικής δράσης, της μετάβασης σε έναν πιο «πράσινο» κόσμο επηρεάζονται έντονα από τη δύναμη της γεωπολιτικής. Μέσα στο 2025, τα κράτη θα συνεχίσουν να προσπαθούν να ενισχύσουν τις οικονομίες τους έναντι των ανταγωνιστών τους, θα συνεχίσουν να παλεύουν για απόκτηση επιρροής και για πρόσβαση σε πηγές ενέργειας. Σε πρόσφατη έκθεσή της, η EY αναδεικνύει τα παραπάνω ζητήματα, εξετάζοντας την επίδραση που θα ασκήσει ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός των κρατών πάνω στους τομείς της ενέργειας και της κλιματικής δράσης.
Αρχικά, η EY ξεκαθαρίζει πως και το 2025 οι πολιτικές μετάβασης σε πιο πράσινες τεχνολογίες παραγωγής ενέργειας θα βρίσκονται στο επίκεντρο, καθώς τα κράτη θα προσπαθήσουν να πετύχουν τους κλιματικούς τους στόχους. Η αυξημένη σημασία των πράσινων τεχνολογιών απορρέει από τις πρόσφατες πολιτικές και κλιματικές εξελίξεις που επηρέασαν την παγκόσμια ενεργειακή αγορά. Ωστόσο, η έκθεση θέτει ένα μεγάλο «αλλά». Συγκεκριμένα, αναφέρεται πως η επιδίωξη της οικονομικής ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας, σε συνδυασμό με την αντίληψη ότι η κλιματική δράση έχει υψηλό κόστος, ενδέχεται να οδηγήσει ορισμένες κυβερνήσεις να υποβαθμίσουν τις πράσινες πολιτικές.
Το 2025, η κλιματική πολιτική θα επηρεαστεί από τον οικονομικό ανταγωνισμό των κρατών και τις επενδύσεις σε καθαρές τεχνολογίες, τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό και την προσπάθειας αύξησης επιρροής, καθώς και τις τιμές των καθαρών τεχνολογιών και το κατά πόσο είναι προσιτές ανά τον κόσμο. Στις ΗΠΑ οι επενδύσεις που έχουν ήδη προγραμματιστεί μέσω του Inflation Reduction Act (IRA) πιθανότατα θα συνεχιστούν, ωστόσο, είναι πιθανό η νέα κυβέρνηση Τραμπ να ανακατευθύνει τα μη δεσμευμένα κεφάλαια προς την ανάπτυξη ορυκτών καυσίμων. Στην Ευρώπη, η νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα προτείνει το λεγόμενο “Clean Industrial Deal”, που θα αποσκοπεί στην επένδυση εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ευρώ τα επόμενα χρόνια, ώστε να αναζωογονήσει τη βιομηχανική της βάση και να «υψώσει ανάστημα» απέναντι στους ανταγωνιστές της.
Από την άλλη πλευρά, η Κίνα σχεδιάζει επενδύσεις που «ζαλίζουν» σε ΑΠΕ και δίκτυα. Η EY αναφέρει πως οι κινεζικές επενδύσεις σε ηλιακή και αιολική ενέργεια το 2025 θα είναι ύψους 500 δισ. δολαρίων, ενώ οι αναβαθμίσεις στο δίκτυό της θα κοστίσουν 800 δισ. δολάρια έως το 2030. Άλλες χώρες όπως η Αυστραλία, η Βραζιλία, η Ινδία και η Ιαπωνία αναμένεται επίσης να αυξήσουν τις επενδύσεις σε πράσινες τεχνολογίες. Αν όμως οι φιλοδοξίες για πράσινη ανάπτυξη συγκρουστούν με την οικονομική ανάπτυξη, οι κυβερνήσεις ενδέχεται να δώσουν προτεραιότητα στην ανταγωνιστικότητα.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ΕΕ ενδέχεται να μειώσει τα περιβαλλοντικά ρυθμιστικά «βάρη», αν θεωρήσει πως στέκονται εμπόδιο στην ανταγωνιστικότητά της, ενώ, όπως αναφέρθηκε, οι ΗΠΑ αναμένεται να αυξήσουν την παραγωγή και τις εξαγωγές ορυκτών καυσίμων. Παράλληλα, η Βραζιλία, που θα φιλοξενήσει την COP30 στο τέλος του 2025, στοχεύει να γίνει ο τέταρτος μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου παγκοσμίως, ώστε να ενισχύσει τα έσοδά της από τις εξαγωγές. Ο ανταγωνισμός των μεγάλων παικτών για επιρροή σε αναδυόμενες περιοχές θα επηρεάσει, επίσης, τις κλιματικές πολιτικές. Για παράδειγμα, η Κίνα θα ενισχύσει τη χρηματοδότηση πράσινης ανάπτυξης, με περισσότερα από 30 νέα ενεργειακά έργα σε Αφρική, Λατινική Αμερική και Ασία. Η ΕΕ σκοπεύει να «απαντήσει» με τη δημιουργία πράσινων υποδομών στη Νοτιοανατολική και την Κεντρική Ασία.
Η γεωπολιτική των πρώτων υλών
Γεωπολιτικές εντάσεις ενδέχεται να επιταχύνουν ή να επιβραδύνουν την κλιματική δράση. Τα τελευταία χρόνια, οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας επιτάχυναν τις επενδύσεις της ΕΕ σε ανανεώσιμες πηγές. Επίσης, η εξάρτηση της ΕΕ και των ΗΠΑ από πρώτες ύλες της Κίνας ενδέχεται να αυξήσει το κόστος της ενεργειακής μετάβασης.
Ως προς το κομμάτι των πρώτων υλών, η EY τονίζει πως «η μετάβαση στην καθαρή ενέργεια έχει αυξήσει τη σημασία των μετάλλων και των ορυκτών, καθώς αποτελούν κρίσιμες πρώτες ύλες για τις τεχνολογίες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και αποθήκευσης ενέργειας». Έχοντας υπόψιν αυτό το δεδομένο, αυξανόμενη γεωπολιτική σημασία αποκτούν χώρες με σημαντικά αποθέματα και παραγωγή μετάλλων, όπως η Χιλή, που διαθέτει αποθέματα χαλκού, η Ινδονησία με τα αποθέματα νικελίου της, η Αυστραλία, που παράγει λίθιο, και η Δημοκρατία του Κονγκό, γνωστή για τα μεγάλα αποθέματά της σε Κοβάλτιο. Βεβαίως, θα πρέπει να επισημανθεί πως η Κίνα παραμένει ο ηγέτης του τομέα των κρίσιμων πρώτων υλών, αφού διαθέτει το 70% περίπου της εξόρυξης σπάνιων γαιών παγκοσμίως και είναι υπεύθυνη για το 33% του ψευδαργύρου και το 44% της διύλισης χαλκού.
Οι ΗΠΑ και η ΕΕ ανησυχούν πως η Κίνα δεν θα διστάσει να εκμεταλλευτεί τη δεσπόζουσα θέση της στην αγορά κρίσιμων πρώτων υλών, περιορίζοντας ανά διαστήματα τις εξαγωγές της, σαν μέσο άσκησης πίεσης. Γι’ αυτόν τον λόγο, επιδιώκουν τη διαφοροποίηση των εφοδιαστικών τους αλυσίδων, προκειμένου να μειώσουν την εξάρτηση από την Κίνα. Τέλος, η έκθεση, αναφερόμενη στην πυρηνική ενέργεια, αναφέρει πως η αναβίωσή της είναι πιθανό να συνεχιστεί ως μέσο μείωσης της εξάρτησης από εισαγόμενους υδρογονάνθρακες, ενώ η μακροχρόνια εξάρτηση από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο θα παραμείνει σημαντική, ενισχύοντας τη γεωπολιτική σημασία χωρών όπως οι ΗΠΑ, η Σαουδική Αραβία, η Ρωσία και το Ιράν.
Διαβάστε ακόμη