Την 6η Νοεμβρίου 2024 δεν θα τη θυμούνται κορυφαίοι οικονομικοί κύκλοι στη Γερμανία μόνο λόγω της ανακοίνωσης της νίκης του Τραμπ στις ΗΠΑ και το τέλος της κυβέρνησης συνασπισμού στο Βερολίνο. Θα τη θυμούνται σαν μία μέρα «σκοτεινής ηρεμίας» στη Γερμανία, καθώς λόγω της συννεφιάς και της άπνοιας, η παραγωγή των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας ήταν ελάχιστη με συνέπεια την εξάρτηση από τους συμβατικούς σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής, την εισαγωγή ενέργειας και την εκτόξευση των τιμών. Το φαινόμενο αυτό -το οποίο συνέπεσε μάλιστα με την έναρξη ενός κύκλου πολιτικής αβεβαιότητας λόγω των, επίσης, καταιγιστικών, πολιτικών εξελίξεων σε ΗΠΑ και Γερμανία- εκτίναξε τις ανησυχίες των παραγωγών ΑΠΕ στο Βερολίνο.
Μιλώντας στην Handelsblatt, ο διευθύνων σύμβουλος τoυ γερμανικού ενεργειακού κολοσσού, RWE, Μάρκους Κρέμπερ (Markus Krebber), προειδοποίησε για τους κινδύνους έλλειψης ηλεκτρικής ενέργειας που προκαλούνται από τη λεγόμενη «σκοτεινή καταιγίδα» στις 6 Νοεμβρίου, κατά την οποία οι ανεμογεννήτριες και οι ηλιακές εγκαταστάσεις παρείχαν ελάχιστα ηλεκτρική ενέργεια και οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος αυξήθηκαν απότομα. «Ολόκληρο το σύστημα έφτασε στα όριά του», λέει ο Κρέμπερ. Και στο μέλλον, τέτοιες «σκοτεινές ηρεμίες» στις οποίες η ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές δεν επαρκεί για να καλύψει τη ζήτηση, θα μπορούσαν να συμβαίνουν συχνότερα, λέει το αφεντικό της RWE.
Ο Κρέμπερ βρίσκεται στο τιμόνι της πρώην εταιρείας άνθρακα RWE εδώ και τριάμισι χρόνια. Εν τω μεταξύ, η εταιρεία με έδρα το Έσσεν έχει καταργήσει σταδιακά την πυρηνική ενέργεια, έχει προαναγγείλει το τέλος της ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα το 2030 και έχει αναδιοργανώσει πλήρως τη στρατηγική της. Και εμμένει σε αυτή τη στρατηγική ακόμη και μπροστά στην εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ ως επόμενου προέδρου των ΗΠΑ, τη γερμανική γραφειοκρατία και το υψηλό κόστος: «Αυτό είναι που έχει ζήτηση. Και είναι αυτό που είναι ανταγωνιστικό. Η ενεργειακή μετάβαση είναι ο σωστός δρόμος», είναι πεπεισμένος ο Κρέμπερ.
Οι προκλήσεις για την RWE
Ωστόσο, το τέλος της κυβέρνησης του τρικομματικού συνασπισμού θέτει μεγάλες προκλήσεις για την RWE, όπως η «υπερρύθμιση» από την ΕΕ ή «η έλλειψη εμπιστοσύνης στις τεχνολογικές εξελίξεις». Αλλά υπάρχει λύση για όλα – τουλάχιστον έτσι πιστεύει ο Κρέμπερ και κάνει προτάσεις στη μελλοντική γερμανική κυβέρνηση: «Χρειαζόμαστε μια διαφορετική στρατηγική για την απεξάρτηση από τον άνθρακα, πρέπει να προσεγγίσουμε το μεγάλο έργο με έναν πολύ πιο οικονομικά ορθολογικό τρόπο». Παράλληλα, σύμφωνα με τον Κρέμπερ ενεργειακό σύστημα δεν πρέπει να λειτουργεί με οριακό τρόπο, διότι η ασφάλεια εφοδιασμού είναι ένα πολύτιμο αγαθό.
Ο ίδιος επισημαίνει πως χώρες όπως η Πολωνία, το Βέλγιο και το Ηνωμένο Βασίλειο έχουν δημιουργήσει τις λεγόμενες αγορές δυναμικότητας, στις οποίες οι προμηθευτές αμείβονται εάν λειτουργούν σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που μπορούν να επέμβουν μόνο σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Ένα τέτοιο μέσο δεν είναι καθόλου ακριβό. Η Γερμανία, όμως δεν έχει αυτό το επενδυτικό πλαίσιο, γι’ αυτό και κανείς δεν επενδύει σε πρόσθετη ασφαλή δυναμικότητα. «Περιμένουμε ένα αντίστοιχο πλαίσιο εδώ και χρόνια», σημείωσε ο διευθύνων σύμβουλος της RWE.
«Χρειαζόμαστε μια διαφορετική στρατηγική για την απεξάρτηση από τον άνθρακα και για αυτό πρέπει να υιοθετήσουμε μια πολύ πιο ορθολογική οικονομική προσέγγιση σε αυτό το μείζον έργο. Θα πρέπει να ξεκινήσουμε από εκεί που η εξοικονόμηση CO2 είναι φθηνή. Στη συνέχεια θα εξετάσουμε τα ακριβά μέτρα. Το μέσο γι’ αυτό είναι το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών CO2. Προς το παρόν, προσπαθούμε να κάνουμε πάρα πολλά ταυτόχρονα και κολλάμε», σημείωσε ο Κρέμεπρ. Αν επικεντρωθούμε στην τιμή του CO2 ως κεντρικό μέσο, αυτό θα έχει φυσικά τεράστιες κοινωνικές συνέπειες. Η θέρμανση και η κινητικότητα θα γίνουν πιο ακριβές. Αυτά είναι πολιτικά ευαίσθητα ζητήματα.
Ο ίδιος επισημαίνει πως οι τεράστιες κοινωνικές συνέπειες τις οποίες θα είχε η έμφαση στην τιμή του CO2, «θα μπορούσαν να επιλυθούν», συμπληρώνοντας πως «στην Ευρώπη έχουμε σήμερα τιμές CO2 γύρω στα 75 ευρώ. Αυτό αποφέρει σχεδόν 20 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό. Εάν αυτά τα χρήματα χρησιμοποιηθούν με τη μορφή ενός τέλους για το κλίμα για να αμβλυνθούν οι κοινωνικές συνέπειες ή για να ελαφρυνθούν οι ενεργοβόρες βιομηχανίες, τότε μπορεί να πετύχει».
Ο ίδιος τονίζει πως «η ιδέα ήταν να χρησιμοποιηθεί ο νόμος για την ασφάλεια των σταθμών ηλεκτροπαραγωγής για την κατασκευή σταθμών ηλεκτροπαραγωγής με καύση φυσικού αερίου που μπορούν να μετατραπούν σε υδρογόνο σχετικά γρήγορα. Αυτό είναι το σωστό βήμα. Ωστόσο, θα πρέπει επίσης να σχεδιαστεί όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστικά, ώστε να είναι όσο το δυνατόν πιο ευνοϊκό. Για παράδειγμα, ότι οι σταθμοί παραγωγής ενέργειας μπορούν να χρησιμοποιούν τόσο υδρογόνο όσο και φυσικό αέριο. Το τρέχον σχέδιο προβλέπει ότι οι σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής μπορούν να λειτουργούν με υδρογόνο μόνο μετά από ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Εάν αυτό δεν είναι διαθέσιμο ή είναι πολύ ακριβό, οι μονάδες θα κλείσουν. Αυτό καθιστά περιττά ακριβό και είναι επιζήμιο για την ασφάλεια του εφοδιασμού. Οδηγεί επίσης σε υψηλότερες εκπομπές CO2, διότι αντί για σύγχρονες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με καύση φυσικού αερίου, θα πρέπει στη συνέχεια να καταφύγουμε σε παλαιότερες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα».
Σε σχέση με το επενδυτικό πρόγραμμα της RWE, o Kρέμπερ τονίζει πως «έχουμε προσαρμόσει ελαφρώς το επενδυτικό πρόγραμμα σε δύο τομείς: Πρώτον, στις ΗΠΑ, όπου τα υπεράκτια έργα μας θα μπορούσαν να καθυστερήσουν, επειδή περιμένουμε εκεί ορισμένες εγκρίσεις. Και στην Ευρώπη, όπου σημειώνουμε βραδύτερη πρόοδο από την αναμενόμενη στην επέκταση της οικονομίας υδρογόνου. Ωστόσο, είμαι βέβαιος ότι θα είμαστε σε θέση να υλοποιήσουμε το επενδυτικό μας πρόγραμμα μέχρι το 2030, όπως έχει προγραμματιστεί, συμπεριλαμβανομένων περίπου έντεκα δισεκατομμυρίων στη Γερμανία».
Ο ίδιος επισημαίνει πως «η ενεργειακή μετάβαση είναι ένας μαραθώνιος και υπάρχουν άλλοτε ευκολότερα και άλλοτε δυσκολότερα στάδια. Αν εξετάσουμε τη μακροπρόθεσμη εικόνα των στόχων, η απαλλαγή της βιομηχανίας από τον άνθρακα, η οποία δεν μπορεί να ηλεκτροδοτηθεί, δεν θα πετύχει χωρίς πράσινα μόρια ή μόρια που έχουν απαλλαγεί από τον άνθρακα. Με άλλα λόγια, τώρα που η διαφημιστική εκστρατεία έχει τελειώσει, απαιτούνται επίσης επενδύσεις – και αυτές δεν έρχονται τόσο γρήγορα όσο πολλοί πίστευαν. Αλλά αυτό δεν είναι ασυνήθιστο για τις νέες τεχνολογίες. Ο Κρέμπερ επισημαίνει πως δεν χρειάζεται υπερβολική ρύθμιση του πράσινου υδρογόνου και τάσσεται υπέρ του ανοίγματος στο μπλε υδρογόνο, το οποίο παράγεται από φυσικό αέριο με δέσμευση CO2.
«Η επιστροφή της πυρηνικής ενέργειας στη Γερμανία απαιτεί κοινωνική συναίνεση»
Ο διευθύνων σύμβουλος της RWE, επισημαίνει πως «η αγορά των ΗΠΑ είναι πολύ ελκυστική επειδή η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας εκεί θα συνεχίσει να αυξάνεται σημαντικά τα επόμενα χρόνια. Ο κύριος λόγος γι’ αυτό είναι η έκρηξη της τεχνητής νοημοσύνης και η ανάγκη για νέα κέντρα δεδομένων. Και όταν μιλάω με πελάτες, θέλουν μόνο πράσινη ηλεκτρική ενέργεια μακροπρόθεσμα. Σε σχέση με το ενδεχόμενο επιστροφής της πυρηνικής ενέργειας στη Γερμανία (την οποία υποστηρίζει το CDU του Φρίντριχ Μερτς), ο Kρέμπερ επισήμανε πως «χρειαζόμαστε κοινωνική συναίνεση» για κάτι τέτοιο.
«Ένα τέτοιο σχέδιο θα πρέπει να υποστηριχθεί από μια πολύ ευρύτερη πλειοψηφία. Δεν το βλέπω αυτό στη Γερμανία. Ως εταιρεία, δεν είμαστε αντίθετοι σε μια κοινωνική συναίνεση», πρόσθεσε.
Ο διευθύνων σύμβουλος της RWE σημειώνει, επίσης, πως αν εξετάσει κανείς τους επενδυτικούς κύκλους των νέων πυρηνικών σταθμών, φτάνει γρήγορα στα 15 χρόνια και πάνω. Η κατασκευή νέων σταθμών ηλεκτροπαραγωγής με καύση φυσικού αερίου με δυνατότητα υδρογόνου, εγκαταστάσεων αποθήκευσης και, πάνω απ’ όλα, η επέκταση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας είναι πολύ ταχύτερη, τονίζει ο ίδιος.
Διαβάστε ακόμη