Μετά από μαραθώνιες και εξαντλητικές διαπραγματεύσεις, τις πρώτες πρωινές ώρες της Κυριακής υπήρξε συμφωνία στο Μπακού, στο πλαίσιο της COP29, της Διάσκεψης του ΟΗΕ για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, ως προς το ζήτημα της χρηματοδότησης των αναπτυσσόμενων κρατών από τα ανεπτυγμένα, προκειμένου να γίνει εφικτή η πράσινη μετάβασή τους. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, οι ΗΠΑ και άλλες πλούσιες χώρες που μετείχαν στην COP29 συμφώνησαν να αυξήσουν τις επιχορηγήσεις και τα δάνεια προς τις αναπτυσσόμενες χώρες από 100 δισεκατομμύρια δολάρια σε «τουλάχιστον 300 δισεκατομμύρια δολάρια» ετησίως μέχρι το 2035.

Όπως αναφέρει το Euractiv, το 2015 οι ανεπτυγμένες χώρες δεσμεύθηκαν να παρέχουν 100 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως στις φτωχότερες χώρες, ώστε να τις βοηθήσουν στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Το ποσό αυτό βασίστηκε σε μια κατανομή του 1993, που τοποθετούσε χώρες όπως η Κίνα και τα κράτη του Κόλπου στην κατηγορία των χωρών που δικαιούνται χρηματοδότηση για το κλίμα. Αξίζει να σημειωθεί, όμως, ότι αυτή η δέσμευση, ως επί το πλείστον, δεν τηρούνταν. Ωστόσο, υπήρχε η ανάγκη για μια συμφωνία που θα παρείχε στις αναπτυσσόμενες χώρες εξασφάλιση για ακόμα μεγαλύτερη χρηματοδότηση. Η φετινή COP, που έλαβε χώρα στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν, είχε ως στόχο να επιτευχθεί μια τέτοια συμφωνία.

Στα θετικά της υπόθεσης, υπήρξε συμφωνία. Μια συμφωνία που ήρθε μετά από μαραθώνιες διαπραγματεύσεις πολλών ημερών και «σαράντα κύματα». Από την άλλη πλευρά, το ύψος της χρηματοδότησης των αναπτυσσόμενων κρατών, δηλαδή τουλάχιστον 300 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, είναι πολύ χαμηλότερο από αυτό που θα ήθελαν τα αναπτυσσόμενα και πιο φτωχά κράτη. Υπενθυμίζεται ότι τα τελευταία υποστήριζαν πως η συμφωνία θα έπρεπε να προβλέπει χρηματοδότηση τουλάχιστον 1 -1,3 τρισεκατομμύριο δολάρια ετησίως. Οπότε, υπήρξε συμφωνία μεν, δεν άφησε όμως ικανοποιημένα τα αναπτυσσόμενα κράτη δε.

Όσον αφορά στην ΕΕ, η πάγια θέση της ήταν και είναι πως θα πρέπει να «ανοίξει» η ομάδα των κρατών που «σηκώνουν στην πλάτη τους» τη χρηματοδότηση. Προφανώς, η ΕΕ εννοεί πως στην ομάδα αυτή θα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται και η Κίνα, που αποτελεί παγκόσμιο οικονομικό ηγέτη πλέον και δεν είναι η Κίνα της δεκαετίας του ’90, όταν και έγινε ο διαχωρισμός ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων κρατών για χρηματοδότηση της κλιματικής δράσης. Η Κίνα, μάλιστα, αποτελεί και μια χώρα με ιδιαίτερη σημασία για την κλιματική κρίση, αφού είναι ο μεγαλύτερος ρυπαντής παγκοσμίως, με δεύτερες τις ΗΠΑ. Επίσης, κατά την ΕΕ, θα πρέπει να περιλαμβάνονται στην ομάδα και τα πλούσια κράτη του Κόλπου, όπως το Κατάρ, η Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ, που έχουν αποκτήσει τον πλούτο τους ως επί το πλείστον από την αξιοποίηση του πετρελαίου και του φυσικού αερίου που έχουν στο έδαφός τους.

Ο ρόλος της Σαουδικής Αραβίας στην COP29

Μιλώντας για τη Σαουδική Αραβία, δεν θα μπορούσαμε να παραβλέψουμε το γεγονός πως η αντιπροσωπεία της έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να μην συμπεριληφθεί στο κείμενο της συμφωνίας αναφορά στην απόφαση που προέκυψε στην COP28, πέρυσι στα ΗΑΕ, όταν τα έθνη συμφώνησαν για πρώτη φορά να «μεταβούν μακριά από τα ορυκτά καύσιμα». Σε γενικές γραμμές, η Σαουδική Αραβία προσπαθεί διαχρονικά να υπονομεύσει τις διεθνείς διαπραγματεύσεις για εγκατάλειψη των ορυκτών καυσίμων. Ταυτόχρονα, σε μια μάλλον απρόσμενη εξέλιξη, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα παρενέβησαν αυτές τις ημέρες και τόνισαν πως ο κόσμος πρέπει να στηρίξει την «ιστορική απόφαση που ελήφθη πέρυσι για μετάβαση μακριά από τα ορυκτά καύσιμα».

Εν τέλει, η προσπάθεια της Σαουδικής Αραβίας για την παρεμπόδιση της ένταξης στο κείμενο μιας ρητής επαναδιατύπωσης ορισμένων από όσα συμφωνήθηκαν στο Ντουμπάι πέρυσι, όπως ο στόχος για την απομάκρυνση από τα ορυκτά καύσιμα, έφερε εν μέρει καρπούς, αφού στο τελικό κείμενο γίνεται απλώς αναφορά στην παράγραφο 28 του περσινού κειμένου, στην οποία είχε γίνει η δέσμευση για απομάκρυνση, καλώντας τις χώρες «να συμβάλουν στις παγκόσμιες προσπάθειες που αναφέρονται στην παράγραφο 28».

Ο παράγοντας «Τραμπ»

Ένας παράγοντας που έκανε διστακτικά τα ανεπτυγμένα κράτη να υιοθετήσουν πιο φιλόδοξες δεσμεύσεις χρηματοδότησης ήταν η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ και το αβέβαιο μέλλον ως προς τη στάση των ΗΠΑ στην κλιματική δράση το επόμενο διάστημα. Έτσι, όπως αναφέρει ο Guardian, τα κράτη-δωρητές δεν ήθελαν να δεσμευτούν υπερβολικά σε ένα ποσό που ίσως να μην μπορούσαν να εκπληρώσουν. Η εκλογή Τραμπ, σε συνδυασμό με την πιθανότητα νέων δεξιών κυβερνήσεων στη Γαλλία, τη Γερμανία, τον Καναδά και αλλού, έπαιξε τον ρόλο της για την υιοθέτηση μιας πιο μετρημένης πολιτικής από τα ανεπτυγμένα κράτη.

Παράλληλα, οι ίδιοι λόγοι έκαναν σαφή την ανάγκη επίτευξης μιας συμφωνίας «εδώ και τώρα». Το βασικό επιχείρημα ήταν πως είναι δύσκολο να προβλέψουμε πώς θα είναι η διεθνής πολιτική σκηνή σε σχέση με την κλιματική δράση σε έναν χρόνο, οπότε δεν θα ήταν σοφό να αναβληθεί μια συμφωνία χρηματοδότησης για την COP30, που θα διεξαχθεί σε έναν χρόνο από τώρα στη Βραζιλία.

Το σχήμα της χρηματοδότησης

Ένα ερώτημα που υπήρχε έντονα στις συζητήσεις των συμβαλλόμενων μερών ήταν τι μορφή θα έχουν τα χρήματα που θα δίνονται κάθε χρόνο. Πολλά από τα αναπτυσσόμενα και πιο φτωχά κράτη είναι ήδη βαθιά «χωμένα» σε χρέη, οπότε χρειάζονται πολλά χρήματα για να αυξήσουν τις κλιματικές τους προσπάθειες και τα θέλουν ιδανικά σε επιχορηγήσεις και όχι σε άλλα δάνεια που θα χειροτερέψουν την οικονομική τους θέση ακόμα παραπάνω.

Στον αντίποδα, πολλά ανεπτυγμένα κράτη δεν είναι ιδιαίτερα πρόθυμα να παρέχουν μεγάλα ποσά σε επιχορηγήσεις και προτιμούν να δίνουν χρήματα σε μορφή δανείων. Σύμφωνα με τον Guardian, ο λόγος πίσω από αυτό είναι ότι τα δάνεια δίνουν στις χώρες-αποδέκτες μεγαλύτερο κίνητρο να ξοδέψουν τα χρήματα με τον πιο αποδοτικό τρόπο, ενώ παράλληλα παρέχουν στη χώρα που τα χορηγεί μια μορφή λογοδοσίας για το πώς δαπανώνται τα κεφάλαια. Επιπλέον, τα δάνεια αντιμετωπίζονται διαφορετικά στους προϋπολογισμούς και τη λογιστική των ανεπτυγμένων χωρών. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να σημειώσουμε πως την εν λόγω πρακτική προτιμά και η Κίνα στις σχέσεις της με αναπτυσσόμενα κράτη, η οποία κάθε χρόνο αποκομίζει μεγάλα οικονομικά οφέλη από τους τόκους των δανείων που παρέχει.

Η συμφωνία ορίζει πως τα ανεπτυγμένα κράτη θα ηγηθούν της χρηματοδότησης των ασθενέστερων οικονομικά κρατών για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Ωστόσο, παροτρύνονται όσα αναπτυσσόμενα κράτη έχουν τη δυνατότητα, να συμμετέχουν και αυτά εθελοντικά, σκιαγραφώντας εμμέσως πλην σαφώς την Κίνα και κάποια πλούσια κράτη, όπως η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ, τα ΗΑΕ και άλλα. Επίσης, το ποσό των 1,3 τρισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως, που αποζητούσαν τα αναπτυσσόμενα κράτη, προς το παρόν παραμένει «στο τραπέζι» ως ένας στόχος για τον οποίο καλούνται να δουλέψουν τα κράτη, όχι όμως ως συγκεκριμένη δέσμευση.

Ως προς τον ρόλο της αζερικής προεδρίας της COP29, εξόχως χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Μοχάμεντ Αντόου, διευθυντή του think tank για το κλίμα και την ενέργεια Power Shift Africa. Συγκεκριμένα, δήλωσε τα εξής: «Αυτή η προεδρία της COP είναι μία από τις χειρότερες στη μνήμη μας, και επιβλέπει μία από τις πιο κακοδιοικούμενες και χαοτικές συνδιασκέψεις COP που έχουν γίνει ποτέ». Επίσης, αναφερόμενος στο τελικό κείμενο που συμφωνήθηκε, ανέφερε πως «αυτή η COP ήταν μια καταστροφή για τον αναπτυσσόμενο κόσμο. Είναι μια προδοσία τόσο των ανθρώπων όσο και του πλανήτη, από πλούσιες χώρες που ισχυρίζονται ότι αντιμετωπίζουν σοβαρά την κλιματική αλλαγή».

Κλείνοντας, θα μπορούσε να ειπωθεί πως η λέξη «συμβιβασμός» είναι αυτή που χαρακτηρίζει περισσότερο τη συμφωνία που επετεύχθη. Μια συμφωνία που δεν άφησε κανέναν πλήρως ικανοποιημένο, και ιδιαίτερα τα αναπτυσσόμενα και φτωχότερα κράτη, αλλά αποτελεί και πάλι μια συμφωνία, η οποία ήταν απαραίτητο να επιτευχθεί, δεδομένων των διεθνών πολιτικών και άλλων εξελίξεων, αλλά ήταν και δύσκολο να επιτευχθεί λόγω των αντικρουόμενων συμφερόντων που έγιναν εμφανή κατά τη διάρκεια και της φετινής COP. Το σίγουρο είναι πως αυτή η συμφωνία ίσως αποτελεί μια βάση, αλλά σίγουρα όχι την τελική λύση του προβλήματος της χρηματοδότησης για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης.

Διαβάστε ακόμη