Η ενέργεια, η Τεχνητή Νοημοσύνη (AI) και οι πρώτες ύλες θα αποτελέσουν τρεις τομείς που προσφέρονται για αποδοτικές και ασφαλείς επενδύσεις το 2025 και τα επόμενα χρόνια που έρχονται. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει η νέα έκθεση της UBS, με τίτλο “Year Ahead 2025: Roaring 2020s – The next stage”. Πλησιάζουμε στα μισά της δεκαετίας, μιας δεκαετίας που μέχρι στιγμής ήταν «έντονη», με αυξανόμενες αγορές μετοχών, οικονομική ανάπτυξη, τεχνολογικές ανακαλύψεις, αλλά και μια παγκόσμια πανδημία, πολέμους και κοινωνικές προκλήσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο, η έκθεση εξετάζει τις βασικές εξελίξεις που θα διαμορφώσουν το, όχι και τόσο μακρινό, μέλλον. Αυτές οι εξελίξεις περιλαμβάνουν τις αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό των ΗΠΑ, την πτώση των επιτοκίων, τις εξελίξεις στην Τεχνητή Νοημοσύνη (AI), καθώς και τις εξελίξεις στον τομέα της ενέργειας και των πρώτων υλών. Παράλληλα, η έκθεση παρέχει συμβουλές προς τους επενδυτές, επισημαίνοντας τους τομείς που παρουσιάζουν τις περισσότερες προοπτικές για κερδοφόρες επενδύσεις μέσα στο έτος που έρχεται, αλλά και στα επόμενα χρόνια.
Σε μεταφορά, διανομή, κέντρα δεδομένων και αποθήκευση οι καλύτερες επενδυτικές ευκαιρίες στην ενέργεια
Ο κόσμος έχει αρχίσει να αντιλαμβάνεται πως η ζήτηση για ηλεκτρική ενέργεια θα αρχίσει να αυξάνεται ραγδαία. Η άνοδος των κέντρων δεδομένων για AI, ο εξηλεκτρισμός της βιομηχανίας, τα ηλεκτρικά οχήματα και οι παγκόσμιοι κλιματικοί στόχοι θα αποτελέσουν βασικούς παράγοντες που θα οδηγήσουν σε αυτήν την εξέλιξη. Επίσης, κομβικό ρόλο θα παίξει και η ολοένα αυξανόμενη ζήτηση για ενέργεια από τις αναπτυσσόμενες χώρες σε Αφρική, Ασία και Νότια Αμερική. Σύμφωνα με στοιχεία της έκθεσης, ο εξηλεκτρισμός της παγκόσμιας οικονομίας θα απαιτήσει 3 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως μέχρι το 2030. Συνεπώς, ανοίγονται «παράθυρα» για επενδύσεις σε διάφορους επιμέρους κλάδους του ενεργειακού τομέα. Η αλυσίδα αξίας του εξηλεκτρισμού της οικονομίας περιλαμβάνει πρώτες ύλες, παραγωγή, αποθήκευση, μεταφορά, διανομή και κατανάλωση (π.χ., κέντρα δεδομένων, μεταφορές, θέρμανση και ψύξη). Κατά την εκτίμηση της UBS, οι καλύτερες ευκαιρίες για επενδύσεις βρίσκονται στη μεταφορά, τη διανομή, τα κέντρα δεδομένων και την αποθήκευση ενέργειας.
Ξεκινώντας από την κατανάλωση, τα μεγάλα κέντρα δεδομένων (data centers) που απαιτεί η ανάπτυξη της AI θα αυξήσουν σημαντικά τη ζήτηση για ηλεκτρική ενέργεια. Η ψύξη ενός σύγχρονου και μεγάλου data center είναι μια πολύ ενεργοβόρος δραστηριότητα. Προβλέπεται ότι τα κέντρα δεδομένων θα μπορούσαν να χρησιμοποιούν έως και το 9% της ηλεκτρικής ενέργειας στις ΗΠΑ μέχρι το 2030, από 4% σήμερα. Αναμένεται επίσης ανάπτυξη στα ηλεκτρικά οχήματα, τη θέρμανση, την ψύξη και τον εξοπλισμό ενεργειακής απόδοσης.
Ως προς τη μεταφορά και διανομή ηλεκτρικής ενέργειας, δηλαδή τα δίκτυα, αναμένεται ότι ο εν λόγω τομέας θα γνωρίσει την ισχυρότερη ανάπτυξη στην αλυσίδα αξίας του εξηλεκτρισμού. Οι αναπτυσσόμενες χώρες θα αυξήσουν τη ζήτησή τους για ρεύμα και θα πρέπει να αναβαθμίσουν το δίκτυό τους προκειμένου να «σηκώσει» το αυξημένο βάρος. Από την άλλη πλευρά, οι αναπτυγμένες χώρες θα πρέπει επίσης να επενδύσουν μαζικά στα δικά τους δίκτυα, αφού για αρκετά χρόνια δεν έγιναν οι απαραίτητες επενδύσεις και τώρα είναι ανέτοιμα για τον μαζικό εξηλεκτρισμό της οικονομίας, που επιβάλλεται από την ανάγκη για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Επιπλέον, η μαζική εισροή ΑΠΕ στα δίκτυα αποτελεί μια ακόμα σημαντική πρόκληση, δεδομένου ότι το ηλεκτροπαραγωγικό μοντέλο γίνεται πλέον πιο αποκεντρωμένο και δε στηρίζεται σε λίγες μεγάλες μονάδες. Έτσι, οι επενδύσεις στον εκσυγχρονισμό των δικτύων, συμπεριλαμβανομένων των αισθητήρων, των ψηφιακών τεχνολογιών και του λογισμικού διαχείρισης φορτίου θα «παίξουν» πολύ τα επόμενα χρόνια.
Ασφαλώς, οι τεχνολογίες παραγωγής ενέργειας θα συνεχίσουν να σημειώνουν μεγάλη ανάπτυξη και θα αποτελέσουν πεδίο επενδύσεων. Πέρα από τις ΑΠΕ, των οποίων η παρουσία θα συνεχίσει να αυξάνεται, θα συνεχίσουν οι επενδύσεις στον τομέα του φυσικού αερίου, ενώ η παραγωγή πράσινου υδρογόνου αρχίζει να «μπαίνει» στο παιχνίδι και η πυρηνική ενέργεια κάνει δυναμικό comeback. Ωστόσο, η έκθεση επισημαίνει πως «η ανάπτυξη νέας ισχύος είναι περίπλοκη και απαιτεί χρόνο λόγω των αναγκών σε γη, κεφάλαιο, χρηματοδότηση και διαχείριση δικτύου. Η ζήτηση για εξοπλισμό μπορεί να οδηγήσει σε υπερβάλλουσα ισχύ και οι δασμοί ενδέχεται να επηρεάσουν τις αλυσίδες εφοδιασμού. Οι εταιρείες με ισχυρή χρηματοοικονομική υγεία και ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα στις τεχνολογίες ηλιακής, αιολικής, πυρηνικής και φυσικού αερίου-υδρογόνου πρέπει να προτιμώνται. Οι αναδυόμενες τεχνολογίες όπως η προηγμένη αποθήκευση μπαταριών και οι μικροί πυρηνικοί αντιδραστήρες μπορούν να προσφέρουν άμεσες ευκαιρίες ανάπτυξης».
Η έκθεση κλείνει το κεφάλαιο «ενέργεια» με αναφορά στο πετρέλαιο. Αναμένεται πως η αγορά πετρελαίου θα έχει πολλούς προμηθευτές το 2025, οπότε τα περιθώρια υψηλών κερδών θα περιοριστούν. Ωστόσο, υπάρχει το ενδεχόμενο οι τρέχουσες χαμηλές τιμές να οδηγήσουν σε χαμηλότερη προσφορά από την αναμενόμενη στις ΗΠΑ. Επίσης, ο OPEC+ πιθανόν να είναι προσεκτικός στην αύξηση της προσφοράς αν η αγορά δεν μπορεί να το αντέξει, ενώ οι ανανεωμένες κυρώσεις στο Ιράν και τη Βενεζουέλα μπορούν να επηρεάσουν την προσφορά.
Αναμένονται συνεχιζόμενα κέρδη από επενδύσεις σε AI και πρώτες ύλες
Συνεχιζόμενη ανάπτυξη αναμένεται στους τομείς της AI και των πρώτων υλών, γεγονός που προσφέρει ευκαιρίες στους επενδυτές. Όπως τονίζει η έκθεση της UBS, «με την επένδυση σε αυτούς τους τομείς, πιστεύουμε ότι οι επενδυτές μπορούν να επιτύχουν ισχυρές μακροπρόθεσμες αποδόσεις».
Ειδικότερα, ως προς την AI, προβλέπεται πως θα αποτελέσει μια από τις πιο σημαντικές ευκαιρίες επένδυσης της δεκαετίας. Οι υψηλοί ρυθμοί επενδύσεων θα συνοδευτούν από ανάπτυξη εφαρμογών και, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της έκθεσης, «οι εταιρείες σε όλη την αλυσίδα αξίας της τεχνητής νοημοσύνης θα δημιουργήσουν έσοδα άνω των 1,1 τρισεκατομμυρίων δολαρίων μέχρι το 2027, μόλις πέντε χρόνια μετά την εμφάνιση του ChatGPT. Οι επενδυτές θα πρέπει να επικεντρωθούν τόσο σε εισηγμένες μεγάλες εταιρείες όσο και σε καινοτόμες ιδιωτικές εταιρείες για να κεφαλαιοποιήσουν».
Τέσσερις από τους μεγαλύτερους τεχνολογικούς ομίλους παγκοσμίως (η Alphabet, η Amazon, η Meta και η Microsoft) θα έχουν ξοδέψει 222 δισεκατομμύρια δολάρια σε κεφαλαιουχικές δαπάνες στην τεχνητή νοημοσύνη, μόνο το 2024, μέχρι το τέλος του χρόνου. Αυτό το νούμερο συνιστά μια μεγάλη αύξηση σε σχέση με πέρσι. Οι επενδύσεις αυτές έχουν ενισχύσει την αύξηση των κερδών για τις εταιρείες παραγωγής τσιπ AI και παρόχους υπηρεσιών cloud, ενώ επισημαίνεται πως υπάρχει ακόμα χώρος για ανάπτυξη κερδών στον συγκεκριμένο τομέα. Όπως ήδη αναφέρθηκε, αναμένεται η εμφάνιση επιτυχημένων εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης σε διάφορους κλάδους, όπως η υγειονομική περίθαλψη, η κυβερνοασφάλεια και η χρηματοοικονομική τεχνολογία (fintech).
Όσον αφορά στις πρώτες ύλες, ο εξηλεκτρισμός της οικονομίας και η πράσινη μετάβαση θα αυξήσουν τη ζήτηση για μέταλλα όπως ο χαλκός και το αλουμίνιο, τα οποία είναι κρίσιμα για τα ηλεκτρικά εξαρτήματα και τις ανανεώσιμες τεχνολογίες. Συνεπώς, οι εταιρείες με ισχυρές βάσεις πρώτων υλών και αποδοτική παραγωγή είναι πιθανό να ωφεληθούν. Η έκθεση σχολιάζει πως τα βιομηχανικά μέταλλα αντιμετώπισαν δυσκολίες τους τελευταίους μήνες, καθώς τα αδύναμα οικονομικά δεδομένα από την Κίνα και οι φόβοι για μείωση της χρηματοδότησης για θέματα κλίματος στις ΗΠΑ επισκίασαν τις ανησυχίες για τις μακροπρόθεσμες ελλείψεις προμηθευτών. Ωστόσο, προβλέπεται πως το 2025 θα ανεβούν και πάλι οι τιμές των μετάλλων, καθώς η παγκόσμια πράσινη μετάβαση συνεχίζεται και οι πρώτες ύλες αποτελούν κρίσιμο «κρίκο» αυτής της μετάβασης.
Οι ευκαιρίες και οι προκλήσεις της δεκαετίας που έρχεται
Η έκθεση της UBS επισημαίνει πέντε παράγοντες, οι οποίοι θα αποτελέσουν «κλειδιά» για τη δεκαετία που έρχεται, προσφέροντας ευκαιρίες, αλλά θέτοντας και προκλήσεις για τους επενδυτές. Αυτοί οι παράγοντες είναι το χρέος, η αποπαγκοσμιοποίηση, το δημογραφικό ζήτημα, η απανθρακοποίηση και η ψηφιοποίηση. Ως προς τον παράγοντα της απανθρακοποίησης, τα τελευταία χρόνια οι ΑΠΕ έχουν αυξήσει δυναμικά την παρουσία τους στο παγκόσμιο ενεργειακό μείγμα της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Αναμένεται ότι αυτή η τάση θα συνεχιστεί τα επόμενα δέκα χρόνια, με τα ορυκτά καύσιμα να αρχίσουν σταδιακά να κατέχουν μικρότερο μερίδιο του μείγματος. Επίσης, αρκετοί παράγοντες μπορούν να αυξήσουν τις τιμές των σπάνιων πρώτων υλών, που θα είναι απαραίτητοι για την πράσινη μετάβαση, όπως η προστασία πόρων, οι περιβαλλοντικοί φόροι, οι υψηλότερες ασφαλιστικές δαπάνες και οι περιορισμοί σε ορισμένα ενεργειακά αποθέματα.
Τέλος, ως προς τον παράγοντα της ψηφιοποίησης, η UBS εκτιμά πως η τεχνητή νοημοσύνη θα μπορούσε να αποδειχθεί μία από τις πιο επιδραστικές καινοτομίες του αιώνα. «Ενώ η περισσότερη προσοχή της αγοράς μέχρι σήμερα έχει επικεντρωθεί στις εταιρείες που διευκολύνουν την τεχνολογία, αναμένουμε τελικά ότι η AI θα προάγει την αποτελεσματικότητα, την καινοτομία και τα νέα επιχειρηματικά μοντέλα σε διάφορους τομείς» αναφέρεται στην έκθεση.
Διαβάστε ακόμη