Νωρίτερα από το αρχικά αναμενόμενο θέτει επί τάπητος η διάλυση του τρικομματικού συνασπισμού στη Γερμανία το ζήτημα της επιστροφής της πυρηνικής ενέργειας. Και αυτό γιατί οι διαφαινόμενες πρόωρες εκλογές στη Γερμανία στις 23 Φεβρουαρίου 2025, εφόσον ο Σολτς δεν λάβει ψήφο εμπιστοσύνης στις 16 Δεκεμβρίου 2024, θα φέρουν πιο μπροστά το CDU του Φρίντριχ Μερτς (το οποίο τάσσεται υπέρ της επαναφοράς της πυρηνικής ενέργειας) στην εξουσία.

Ο διευθύνων σύμβουλος της μεγαλύτερης ενεργειακής εταιρείας στη Γερμανία, RWE, Μάρκους Κρέμπερ (Markus Krebber), τάσσεται ξεκάθαρα κατά της επιστροφής στην πυρηνική ενέργεια.

«Έχουμε περάσει το σημείο στη Γερμανία όπου θα πρέπει να επαναφέρουμε σε λειτουργία τους πυρηνικούς σταθμούς που έχουν κλείσει», δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος της μεγαλύτερης γερμανικής ενεργειακής εταιρείας σε συνέντευξή του σε επενδυτές την προηγούμενη εβδομάδα. Αν και αυτό είναι τεχνικά εφικτό, «αν εξετάσουμε τα εμπόδια και, κυρίως, το κόστος που συνεπάγεται, νομίζω ότι είναι πολύ μη ρεαλιστικό».

Υπάρχει έλλειψη αδειών, εξειδικευμένων εργαζομένων και, πάνω απ’ όλα, οικονομικής ασφάλειας. Για παράδειγμα, θα χρειαζόταν μια μακροπρόθεσμη συμφωνία αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας με σταθερές τιμές, καθώς οι πυρηνικοί σταθμοί δεν θα ήταν πλέον κερδοφόροι λόγω του αυξανόμενου αριθμού αιολικών και φωτοβολταϊκών σταθμών.

Επειδή η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας θα αυξηθεί σημαντικά στο μέλλον, η Γερμανία αντιμετωπίζει τεράστιο έλλειμμα σε πράσινη ηλεκτρική ενέργεια λόγω της σταδιακής παύσης του άνθρακα και της πυρηνικής ενέργειας. Αντί να βασιστούν στη μετάβαση, όπως έχει προγραμματιστεί, σε σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής που λειτουργούν με φυσικό αέριο και σε εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας από το εξωτερικό, ορισμένοι πολιτικοί και επιχειρηματίες ζητούν την επιστροφή στην πυρηνική ενέργεια.

Τον Απρίλιο του 2023, οι τρεις τελευταίοι πυρηνικοί σταθμοί στη Γερμανία αποσύρθηκαν από το δίκτυο – σφραγίζοντας επίσημα το τέλος της πυρηνικής εποχής στη χώρα αυτή.

Έκτοτε, κορυφαίοι πολιτικοί ιδίως από το CDU, το CSU και το FDP, τροφοδοτούν τη συζήτηση για τη διακοπή του παροπλισμού. Το δικαιολογούν αυτό με έναν πιο ευνοϊκό και αξιόπιστο ενεργειακό εφοδιασμό της γερμανικής βιομηχανίας. Τα τρία εργοστάσια παρήγαγαν πρόσφατα περίπου το 6% της παροχής ηλεκτρικής ενέργειας της Γερμανίας, σύμφωνα με την Handelsblatt.

Επαναλειτουργία των πυρηνικών εργοστασίων θέλουν  CDU – CSU

Σε περίπτωση εκλογικής νίκης στις εκλογές της Μπούντεσταγκ, τα κόμματα CDU – CSU θέλουν να επαναλειτουργήσουν τα πυρηνικά εργοστάσια που τέθηκαν πρόσφατα εκτός λειτουργίας. Στα τέλη Σεπτεμβρίου, το CDU και το CSU ζήτησαν ακόμη και «μορατόριουμ παροπλισμού» για τους αντιδραστήρες που έκλεισαν πρόσφατα. «Ο (σ.σ. απερχόμενος) κυβερνητικός συνασπισμός πρέπει να διασφαλίσει ότι τα πυρηνικά εργοστάσια δεν θα καταστραφούν», δήλωσε ο αναπληρωτής επικεφαλής της κοινοβουλευτικής παράταξης του CDU Jens Spahn (CDU) στην Handelsblatt.

Ωστόσο, η αποσυναρμολόγηση βρίσκεται εδώ και καιρό σε πλήρη εξέλιξη. «Είμαστε αναγκασμένοι από το νόμο να διαλύσουμε τους πυρηνικούς σταθμούς και γκρεμίζουμε κάθε μέρα λίγο περισσότερο», διαβεβαίωσε χθες (13.11.24) της RWE, ο Κρέμπερ. Θα χρειαστούν τρία με τέσσερα χρόνια για να αντιστραφεί αυτή η διαδικασία. Στη συνέχεια θα ήταν η σειρά της επόμενης ομοσπονδιακής κυβέρνησης. «Και εδώ θα χρειαζόταν πάνω απ’ όλα ασφάλεια δικαίου, ώστε να διασφαλιστεί ότι η επόμενη κυβέρνηση δεν θα την σταματήσει αμέσως ξανά ή δεν θα την κατακλύσει με αγωγές», δήλωσε ο Κρέμπερ.

Οι υποστηρικτές της πυρηνικής ενέργειας τη βλέπουν κυρίως ως πηγή φθηνής και αξιόπιστης ενέργειας για τη βιομηχανία. Ενόψει της αυξανόμενης κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας, ιδίως στα κέντρα δεδομένων, η κυβέρνηση των ΗΠΑ υπό τον Τζο Μπάιντεν παρουσίασε μόλις την Τρίτη σχέδια για τριπλασιασμό της δυναμικότητας της πυρηνικής ενέργειας έως το 2050.

Μέχρι τότε, οι ΗΠΑ θέλουν να κατασκευάσουν νέους αντιδραστήρες, να επαναλειτουργήσουν μονάδες και να εκσυγχρονίσουν τις υπάρχουσες μονάδες. Ο στόχος είναι να δημιουργηθεί πρόσθετη ισχύς 200 γιγαβάτ έως το 2050.

Παγκοσμίως, σήμερα αποσύρονται από το δίκτυο περισσότερα πυρηνικά εργοστάσια από όσα προστίθενται νέα. Ταυτόχρονα, όμως, αυξάνεται ο αριθμός των σχεδιαζόμενων νέων πυρηνικών σταθμών. Ωστόσο, όσοι βρίσκονται ήδη υπό κατασκευή αγωνίζονται με δραστικά αυξανόμενο κόστος. Το βρετανικό έργο κατασκευής του Hinkley Point αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα.

Όταν ξεκίνησε η κατασκευή του το 2016, το εκτιμώμενο κόστος του σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ήταν περίπου 21 δισεκατομμύρια ευρώ. Ωστόσο, οι τρέχουσες εκτιμήσεις δείχνουν ότι το συνολικό κόστος θα ξεπεράσει πλέον τα 30 δισεκατομμύρια ευρώ – λαμβάνοντας υπόψη την αξία της λίρας εκείνη τη στιγμή. Μετατρεπόμενο στις σημερινές συναλλαγματικές ισοτιμίες, το ποσό θα μπορούσε να ανέλθει ακόμη και σε περίπου 50 δισεκατομμύρια ευρώ. Επιπλέον, η θέση σε λειτουργία του πρώτου από τους δύο αντιδραστήρες έχει αναβληθεί από το 2025 στο 2031 το νωρίτερο.

Η οικονομική βιωσιμότητα των πυρηνικών σταθμών θεωρείται όλο και περισσότερο προβληματική. Πρόσφατη μελέτη του Ινστιτούτου Fraunhofer για τα Συστήματα Ηλιακής Ενέργειας (ISE) δείχνει ότι τα φωτοβολταϊκά συστήματα, συμπεριλαμβανομένης της αποθήκευσης, κοστίζουν μεταξύ 4,1 και 14,4 λεπτών ανά κιλοβατώρα (kWh), ενώ οι χερσαίοι αιολικοί σταθμοί είναι σημαντικά φθηνότεροι με 4,3 έως 9,2 λεπτά.

Αντίθετα, το κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας των νέων πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής κυμαίνεται μεταξύ 13,6 και 49 λεπτών, καθιστώντας τους την πιο ακριβή μορφή παραγωγής ενέργειας – για να μην αναφέρουμε το πρόσθετο κόστος για την τελική αποθήκευση των ραδιενεργών αποβλήτων. Και το χάσμα μεταξύ του κόστους των νέων έργων πυρηνικής ενέργειας και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας διευρύνεται συνεχώς.

Διαβάστε ακόμη