Προκειμένου να ενταθούν οι προσπάθειες για την καταπολέμηση της διαφθοράς, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συμφώνησε σήμερα τη θέση του σχετικά με ένα νόμο της ΕΕ που καθορίζει ελάχιστα πρότυπα για τον ορισμό και την επιβολή κυρώσεων για τα αδικήματα διαφθοράς, προληπτικά μέτρα και κανόνες για αποτελεσματικότερη έρευνα και δίωξη. Η κύρια καινοτομία του νόμου είναι ότι, για πρώτη φορά σε επίπεδο ΕΕ, συγκεντρώνει σε μία νομική πράξη κανόνες για τη διαφθορά στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα.

Ο νέος νόμος θα αντικαταστήσει δύο ξεχωριστούς νόμους της ΕΕ – έναν νόμο του 2003 που ασχολείται με τη διαφθορά στον ιδιωτικό τομέα και μια σύμβαση της ΕΕ του 1997 για τη διαφθορά στην οποία εμπλέκονται υπάλληλοι της ΕΕ ή υπάλληλοι κρατών μελών της ΕΕ. Θα τροποποιήσει επίσης την οδηγία του 2017 σχετικά με την απάτη και άλλα ποινικά αδικήματα που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της ΕΕ.

Όταν εγκριθεί, η νέα οδηγία θα ευθυγραμμίσει τα μέτρα για την καταπολέμηση της διαφθοράς στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα. Αυτό θα καταστήσει την καταπολέμηση της διαφθοράς πιο αποτελεσματική.

Χάρη στο νέο νόμο, όλες οι χώρες της ΕΕ θα είναι υποχρεωμένες να ποινικοποιούν τις ίδιες πράξεις διαφθοράς και να τις ορίζουν με τον ίδιο τρόπο.

Τα ακόλουθα αδικήματα θα τιμωρούνται πλέον, σε ολόκληρη την ΕΕ, ως ποινικό αδίκημα: δωροδοκία στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, υπεξαίρεση, εμπορία επιρροής, παρακώλυση της δικαιοσύνης και πλουτισμός από αδικήματα διαφθοράς.

Κυρώσεις για φυσικά πρόσωπα και εταιρείες

Το Συμβούλιο συμφώνησε επίσης ότι τα κράτη μέλη πρέπει να θεσπίσουν αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές ποινικές κυρώσεις για την επιβολή κυρώσεων σε αυτά τα εγκλήματα.

Τα ποινικά αδικήματα που θα καταστούν παράνομα βάσει του δικαίου της ΕΕ θα τιμωρούνται με μέγιστη ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο έως τεσσάρων ετών, ανάλογα με το αδίκημα. Τα άτομα που καταδικάζονται για αδικήματα διαφθοράς ενδέχεται να υποστούν πρόσθετες κυρώσεις, όπως πρόστιμα, απομάκρυνση από το δημόσιο αξίωμα, έκπτωση από την άσκηση δημόσιου αξιώματος ή την άσκηση δημόσιας υπηρεσίας, ανάκληση αδειών και αποκλεισμό από την πρόσβαση σε διαγωνιστικές διαδικασίες και δημόσια κονδύλια.

Τα νομικά πρόσωπα (δηλαδή οι εταιρείες) θα αντιμετωπίσουν επίσης κυρώσεις με τη μορφή προστίμων που κυμαίνονται από τουλάχιστον 3% έως 5% του συνολικού παγκόσμιου κύκλου εργασιών τους ή τουλάχιστον 24 ή 40 εκατομμύρια ευρώ, ανάλογα με την παράβαση.

Τα κράτη μέλη έχουν δικαιοδοσία για τα αδικήματα που διαπράττονται στην επικράτειά τους, εφόσον ο δράστης είναι υπήκοος. Επιπλέον, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να επεκτείνουν τη δικαιοδοσία τους σε πράξεις που διαπράττονται εκτός της επικράτειάς τους, όταν ο δράστης είναι συνήθης κάτοικος της επικράτειάς τους, το αδίκημα διαπράττεται κατά υπηκόων τους ή συνήθων κατοίκων τους, το αδίκημα διαπράττεται προς όφελος νομικού προσώπου εγκατεστημένου στην επικράτειά τους ή το αδίκημα διαπράττεται προς όφελος νομικού προσώπου σε σχέση με οποιαδήποτε επιχείρηση που διεξάγεται εν όλω ή εν μέρει στην επικράτειά τους.

Προληπτικά μέτρα

Το Συμβούλιο συμφώνησε επίσης ότι τα κράτη μέλη πρέπει να αναλάβουν δράση για την ευαισθητοποίηση του κοινού όσον αφορά τη βλαβερότητα της διαφθοράς και για τη διασφάλιση της διαφάνειας και της λογοδοσίας στις δημόσιες διοικήσεις προς το συμφέρον της πρόληψης της διαφθοράς.

Οι 27 πρέπει επίσης να φροντίσουν να δημιουργήσουν όργανα που θα είναι επιφορτισμένα με την πρόληψη και την καταστολή της διαφθοράς. Τα όργανα αυτά (ή οι μονάδες) πρέπει να είναι σε θέση να λειτουργούν χωρίς αδικαιολόγητες παρεμβάσεις και πρέπει να διαθέτουν επαρκή αριθμό εξειδικευμένου προσωπικού και οικονομικούς πόρους.

Με βάση αυτή τη γενική προσέγγιση που επιτεύχθηκε σήμερα, το Συμβούλιο θα είναι σε θέση να αρχίσει διαπραγματεύσεις με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο έχει ήδη καθορίσει τη θέση του τον Φεβρουάριο του 2024, προκειμένου να συμφωνηθεί ένα τελικό νομοθετικό κείμενο.

Διαβάστε ακόμη