Σε συμπληγάδες αμφισβήτησης και πολέμου προσπαθεί η Ευρώπη να τονώσει την ανταγωνιστικότητά της και να επιβιώσει. Με φόντο τον κίνδυνο μιας ευρύτερης ανάφλεξης στη Μέση Ανατολή, τον πόλεμο Ουκρανίας – Ρωσίας και τα αλλεπάλληλα χτυπήματα ανταγωνισμού από ΗΠΑ και Κίνα, η Ευρώπη έχει ανάγκη τον άμεσο μετασχηματισμό της Ενιαίας Αγοράς και την ενοποίηση των χρηματοπιστωτικών, ενεργειακών και τηλεπικοινωνιακών αγορών. Σύμφωνα με τα βασικά συμπεράσματα της έκθεσης που εκπόνησε ο πρώην Ιταλός πρωθυπουργός Ενρίκο Λέτα και θα παρουσιαστεί σήμερα στη Σύνοδο Κορυφής η ενοποίηση των εν λόγω αγορών θα μπορούσε να αποτελέσει πραγματική αλλαγή παιχνιδιού για την ανταγωνιστικότητα της ΕΕ.
Ο Γάλλος πολιτικός Ζακ Ντελόρ -ένθερμος υποστηρικτής της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και ο αρχιτέκτονας της Ευρωπαϊκής Ένωσης που γνωρίζουμε σήμερα- προς το τέλος της θητείας του υπαινίχθηκε την ανάγκη διερεύνησης μιας νέας διάστασης για την ενιαία αγορά. Τα δεδομένα όμως έχουν αλλάξει και απαιτούνται ρηξικέλευθες αλλαγές, ώστε να μην χαθεί το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα του μπλοκ. Η Ήπειρος έχει ανάγκη μία πραγματική ενεργειακή ένωση, επενδύσεις, την προώθηση της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης, πιο έξυπνες ρυθμίσεις για μείωση της γραφειοκρατίας και ευέλικτη πρόσβαση στη χρηματοδότηση. Αδράνεια στην ενιαία αγορά σημαίνει παρακμή, κατά τον πρώην πρωθυπουργό της Ιταλίας.
Η ενέργεια κρίνει την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης
Όσον αφορά τον ενεργειακό τομέα η αξιοποίηση όλων των πλεονεκτημάτων της ενιαίας αγοράς απαιτεί τα επόμενα χρόνια περαιτέρω επενδύσεις στις ηλεκτρικές διασυνδέσεις και μαζικές επενδύσεις στα δίκτυα υποδομής της Ευρώπης. Όπως σημειώνει η έκθεση απαιτούνται παρεμβάσεις από την αναβάθμιση των δικτύων μεταφοράς έως τη δημιουργία μιας υποδομής υδρογόνου. Αυτό θα επιτρέψει τη μεγιστοποίηση του δυναμικού ανανεώσιμων πηγών ενέργειας της Ευρώπης, την εξασφάλιση ασφαλούς και πιο προσιτής ενέργειας και τη διεύρυνση των επιλογών ενεργειακού εφοδιασμού για τη βιομηχανία.
Πράγματι, η Ευρώπη κάνει ασκήσεις ισορροπίας σε τεντωμένο σχοινί. Όπως σημειώνει ο Ενρίκο Λέτα, κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης, η ΕΕ, όπως και άλλες περιοχές που βασίζονται σε εισαγόμενο αέριο (Ηνωμένο Βασίλειο, Ιαπωνία, Νότια Κορέα), είδε μια τάση αύξησης στις τιμές ενέργειας σε σχέση με άλλα μέρη του κόσμου. Οι τιμές του φυσικού αερίου ήταν 3 έως 6 φορές υψηλότερες από εκείνες των ΗΠΑ και εξακολουθούν να είναι σημαντικά υψηλότερες σήμερα. Οι βιομηχανικές τιμές λιανικής πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας στην ΕΕ είναι σχεδόν 2 φορές υψηλότερες από τις τιμές στις ΗΠΑ και γίνονται σταδιακά υψηλότερες από τις τιμές στην Κίνα. Οπότε το χάσμα ολοένα και μεγαλώνει. Η περιορισμένη ενεργειακή αυτάρκεια της ηπείρου αυξάνει επίσης την ευπάθειά της σε ξαφνικές διαταραχές των τιμών. Το 2021, η εξάρτηση της ΕΕ από τις εισαγωγές ενέργειας ήταν υψηλή: 91,7% για το πετρέλαιο, 83,4% για το φυσικό αέριο και 37,5% για τα στερεά ορυκτά καύσιμα, συμβάλλοντας σε ένα συνολικό ποσοστό ενεργειακής εξάρτησης περίπου 55,5%. Μόνο το 2022, ο λογαριασμός της Ευρώπης για την εισαγωγή ορυκτών καυσίμων ανήλθε σε 640 δισ. ευρώ, δηλαδή περίπου 4,1% του ΑΕΠ της. Το 2023, ακόμη και με χαμηλότερες τιμές, παρέμεινε κοντά στο 2,4% του ΑΕΠ της ΕΕ. Ο τομέας της μεταποίησης αντιμετωπίζει επίσης την πρόκληση να ενσωματώσει, σε αυτό το δύσκολο περιβάλλον, καθαρές τεχνολογίες, οι οποίες συχνά είναι ακριβές ή δεν είναι ακόμη διαθέσιμες σε επαρκείς ποσότητες. Ακόμη και σε τομείς όπου η Ευρώπη έχει παραδοσιακά προβάδισμα, όπως η υπεράκτια αιολική ενέργεια, οι ευρωπαίοι παραγωγοί αντιμετωπίζουν πλέον σοβαρές ανταγωνιστικές πιέσεις και διαγκωνίζονται στην κούρσα για τεχνολογική υπεροχή. Οι αναδυόμενες εξαρτήσεις από τα πυρηνικά καύσιμα και τις κρίσιμες πρώτες ύλες συνιστούν περαιτέρω απειλές για τη σκοπιμότητα της καθαρής μετάβασης, καθιστώντας την ευρωπαϊκή οικονομία ευάλωτη σε εξωτερική επιρροή.
Οι επενδύσεις στις ΑΠΕ πρέπει να αυξηθούν, αναφέρει η έκθεση. Η αλλαγή του ενεργειακού μείγματος απαιτεί μια συλλογική προσέγγιση για τον καθορισμό του βέλτιστου μεγέθους των νέων έργων μεγάλης κλίμακας, λαμβάνοντας υπόψη το σημαντικό αρχικό κόστος τους στο εσωτερικό της χώρας έναντι των ευρύτερων πλεονεκτημάτων τους. Η αντιμετώπιση των διασυνοριακών ζητημάτων διανομής, η δημιουργία σταθερών εφοδιαστικών αλυσίδων η καθιέρωση σαφών μεθοδολογιών για τους διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς για την αξιολόγηση του κόστους και των οφελών των υπεράκτιων έργων, και η ενίσχυση του ρόλου των δημόσιων αρχών στον σχεδιασμό ή/και την εποπτεία των προσπαθειών σχεδιασμού άλλων φορέων αποτελούν ουσιώδη βήματα.
Σημειώνεται πως η νομοθεσία της ΕΕ επιβάλλει στους διαχειριστές δικτύων να διασφαλίσουν ότι τουλάχιστον το 70% της δυναμικότητας των διασυνδέσεών τους είναι διαθέσιμο για την εμπορία ηλεκτρικής ενέργειας με τους γείτονες έως το τέλος του 2025 – στόχος που πολλά κράτη μέλη δεν έχουν επί του παρόντος επιτύχει. Η διασυνοριακή συνεργασία είναι ζωτικής σημασίας για τη μείωση του κόστους που συνδέεται με την προμήθεια και την απόκριση στη ζήτηση σε ολόκληρη την ενιαία αγορά. Η συνεργασία θα διευκολύνει την ενσωμάτωση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, μειώνοντας τελικά το κόστος του συστήματος και τους λογαριασμούς των καταναλωτών.
Τέλος, η προσέλκυση του σημαντικού ποσού ιδιωτικών κεφαλαίων που είναι απαραίτητο για τα έργα αυτά απαιτεί την ανάπτυξη νέων χρηματοδοτικών μέσων που μπορούν να αξιοποιήσουν οι κεφαλαιαγορές. Πράγματι, η επιβάρυνση όλων των αναγκαίων επενδύσεων στα τιμολόγια που πληρώνουν οι καταναλωτές θα είναι κοινωνικά και πολιτικά δύσκολη. Η χρήση μέσων όπως τα πράσινα ομόλογα μπορεί να αποτελέσει μια επιθυμητή λύση. Η Ευρώπη είναι μακράν η κορυφαία αγορά για τη χρήση πράσινων πηγών χρηματοδότησης. Σύμφωνα με στοιχεία της Πρωτοβουλίας για τα Ομόλογα για το Κλίμα, η Ευρώπη έχει εκδώσει περισσότερα από ένα τρισεκατομμύριο πράσινα ομόλογα, περίπου το ήμισυ του παγκόσμιου συνόλου. Η συντριπτική πλειονότητα των κρατών μελών της ΕΕ έχει εκδώσει πράσινα ομόλογα. Σήμερα, περίπου ένα στα δέκα ομόλογα που εκδίδονται στην ΕΕ είναι πράσινα. Από την 1η Αυγούστου 2023, η Επιτροπή έχει εκδώσει πράσινα ομόλογα ύψους 44,2 δισεκατομμυρίων ευρώ. Η ΕΕ θα πρέπει επίσης να διασφαλίσει την αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων για τον έλεγχο των άμεσων ξένων επενδύσεων σε στρατηγικούς τομείς, ώστε να διασφαλιστεί ότι οι επενδύσεις τρίτων χωρών σε βασικές ενεργειακές υποδομές ή περιουσιακά στοιχεία δεν θα μπορούν στο μέλλον να θέσουν σε κίνδυνο τη δημόσια ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη. Αλληλένδετες με τον ενεργειακό τομέα είναι οι υποδομές τομέας που επίσης χρήζει παρεμβάσεων.
Το χρηματοδοτικό «αγκάθι» και το κενό
Η Ευρώπη δεν μπορεί και δεν πρέπει να παραχωρήσει τον ηγετικό της ρόλο στην παραγωγή σε άλλους κατά την επόμενη νομοθετική περίοδο. Θα πρέπει να στηρίξει την οικονομική μετάβαση διοχετεύοντας όλους τους αναγκαίους δημόσιους και ιδιωτικούς πόρους, ώστε να καταστεί δυνατός ο μετασχηματισμός του ευρωπαϊκού παραγωγικού συστήματος. Στην προσπάθεια αυτή, η ενιαία αγορά μπορεί και πρέπει να διαδραματίσει κεντρικό ρόλο.
Πρωταρχικό μέλημα θα πρέπει να είναι η κινητοποίηση ιδιωτικών κεφαλαίων. Πρόκειται για ένα κρίσιμο βήμα που θέτει τις βάσεις για ένα πιο περιεκτικό και αποτελεσματικό χρηματοδοτικό πλαίσιο, καθώς είναι ο τομέας στον οποίο η ΕΕ υστερεί περισσότερο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση φιλοξενεί το ιλιγγιώδες ποσό των 33 τρισεκατομμυρίων ευρώ σε ιδιωτικές αποταμιεύσεις, που κατέχονται κυρίως σε συνάλλαγμα και καταθέσεις. Ο πλούτος αυτός, ωστόσο, δεν αξιοποιείται πλήρως για την κάλυψη των στρατηγικών αναγκών της ΕΕ. Μια ανησυχητική τάση είναι η ετήσια εκτροπή περίπου 300 δισεκατομμυρίων ευρώ των αποταμιεύσεων των Ευρωπαίων σε αγορές των ΗΠΑ και της Ασίας, κυρίως στην αμερικανική οικονομία. Αυτό συμβαίνει λόγω του κατακερματισμού των χρηματοπιστωτικών αγορών. Το φαινόμενο αυτό υπογραμμίζει μια σημαντική αναποτελεσματικότητα στη χρήση των οικονομικών περιουσιακών στοιχείων της ΕΕ, τα οποία, αν ανακατευθύνονταν αποτελεσματικά εντός των οικονομιών της, θα μπορούσαν να βοηθήσουν ουσιαστικά στην επίτευξη των στρατηγικών της στόχων. Σε αυτό το πλαίσιο, η παρούσα έκθεση ζητεί έναν σημαντικό μετασχηματισμό: τη δημιουργία μιας Ένωσης Αποταμιεύσεων.
Η δίκαιη πράσινη και ψηφιακή μετάβαση ξεχωρίζει ως ο καταλληλότερος καταλύτης για σοβαρές αλλαγές. Η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι «θα χρειαστούν πρόσθετες επενδύσεις άνω των 620 δισ. ευρώ ετησίως για να επιτευχθούν οι στόχοι της Πράσινης Συμφωνίας και του RepowerEU. Μακράν το μεγαλύτερο μέρος αυτών θα πρέπει να προέλθει από ιδιωτική χρηματοδότηση». Μια απτή απεικόνιση αυτής της χρηματοοικονομικής πρόκλησης είναι εμφανής στις φιλοδοξίες του Net Zero Industry Act (NZIA). Η NZIA αποσκοπεί στο να παράγει η ΕΕ τουλάχιστον το 40% των ετήσιων αναγκών της σε στρατηγικές καθαρές τεχνολογίες έως το 2030, στόχος που απαιτεί σημαντικές επενδύσεις.
Ωστόσο, υπάρχει χρηματοδοτικό κενό όχι μόνο όσον αφορά τα ποσά, αλλά και όσον αφορά το είδος της διαθέσιμης χρηματοδότησης. Η δημόσια χρηματοδότηση δεν είναι πάντα η καταλληλότερη για να καλύψει τις οικονομικές ανάγκες του τομέα, ιδίως όταν πρόκειται για την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών και όχι για επενδύσεις στη βελτίωση των υποδομών. Ελάχιστα μέσα δημόσιας χρηματοδότησης στοχεύουν στους τρεις κύριους περιορισμούς χρηματοδότησης που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις κλιμάκωσης υλικού πράσινης τεχνολογίας: χρηματοδότηση με ίδια κεφάλαια για ανάπτυξη, χρηματοδότηση έργων για την πρώτη ανάπτυξη του είδους και χρηματοδότηση με δανειακά κεφάλαια για εμπορική ανάπτυξη χωρίς να αποδυναμώνεται η ιδιοκτησία. Συνοψίζοντας, υπάρχει ανάγκη για κινητοποιητές της ευρωπαϊκής χρηματοοικονομικής ολοκλήρωσης, οι οποίοι να είναι εξωτερικοί προς τον χρηματοπιστωτικό τομέα, εστιάζοντας σε στόχους που αφορούν το μέλλον των πολιτών και όχι την ίδια τη χρηματοδότηση.
Τέλος αναφορικά με τις τηλεπικοινωνίες η πολιτική για το ραδιοφάσμα πρέπει να είναι πολύ πιο ενοποιημένη προκειμένου να έχουμε μια αποτελεσματική ενιαία αγορά. Οι ασύρματες επικοινωνίες, μέσω δημόσιων ή ιδιωτικών δικτύων, χρησιμοποιούν ραδιοφάσμα, δηλαδή ένα φάσμα ραδιοκυμάτων, για τη μεταφορά πληροφοριών. Παρόλο που το θέμα αυτό είναι κρίσιμο για τα κράτη μέλη και συνδέεται επίσης με τομείς εσωτερικού ενδιαφέροντος, όπως, για παράδειγμα, η εθνική άμυνα, είναι υψίστης σημασίας για τον ευρωπαϊκό βιομηχανικό τομέα να διατηρήσει την τεχνολογική πρωτοπορία και την αριστεία που εξακολουθεί να διατηρεί, παρά τη δύσκολη οικονομική βιωσιμότητα που υφίστανται οι τηλεπικοινωνιακοί φορείς στην Ευρώπη. Οι κινητές τηλεπικοινωνίες διαδραματίζουν καίριο ρόλο, με την παροχή τους να εξαρτάται καθοριστικά από τη διαθεσιμότητα του ραδιοφάσματος. Ωστόσο, η απουσία εναρμόνισης των κανόνων που διέπουν την κατανομή του ραδιοφάσματος σε εθνικό επίπεδο υπονομεύει την ικανότητα των φορέων εκμετάλλευσης κινητής τηλεφωνίας να προσφέρουν πανευρωπαϊκές υπηρεσίες. Κατά συνέπεια, οι ευρωπαίοι πολίτες και οι επιχειρήσεις στερούνται την ευκαιρία πρόσβασης σε καινοτόμες και υψηλής ποιότητας συνδεσιμότητες και υπηρεσίες.
Συμπερασματικά, το Συμβούλιο της ΕΕ θα αναθέσει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή το έργο της εκπόνησης μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής για την ενιαία αγορά. Το σχέδιο αυτό θα πρέπει να διατυπώνει με σαφήνεια δράσεις για την άρση των υφιστάμενων φραγμών, την προώθηση της ενοποίησης και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ενιαίας αγοράς, σύμφωνα με τις προτάσεις που περιέχονται στην έκθεση. Είναι σημαντικό η πολιτική κατεύθυνση να λειτουργήσει ως καταλύτης για την ταχεία επίτευξη συμφωνίας μεταξύ του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου επί ενός φιλόδοξου σχεδίου, που θα περιλαμβάνει επίσης λεπτομερή ανάλυση των επιπτώσεων και ενδελεχή κοινοβουλευτική εργασία για την υποστήριξη της διαδικασίας. Είναι επίσης απαραίτητο η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή των Περιφερειών να δώσουν προτεραιότητα σε αυτές τις μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες στο πλαίσιο του συμβουλευτικού τους ρόλου, διασφαλίζοντας ότι η νομοθετική διαδικασία καθοδηγείται από μια ολοκληρωμένη και προσανατολισμένη στην πράξη ανάλυση. Αυτή η συλλογική δέσμευση όχι μόνο θα ενισχύσει την ενιαία αγορά, αλλά και θα διασφαλίσει ότι θα συνεχίσει να αποτελεί πυλώνα της ευρωπαϊκής οικονομικής ανθεκτικότητας και ανταγωνιστικότητας σε παγκόσμιο επίπεδο.