Υποδομές και κλιματική ανθεκτικότητα είναι δύο έννοιες αλληλένδετες. Η κλιματική αλλαγή ενέχει άμεσους και έμμεσους κινδύνους για τις υποδομές και την παροχή υπηρεσιών. Από τα συστήματα μεταφορών έως τις εγκαταστάσεις παραγωγής ενέργειας και τα δίκτυα ύδρευσης και αποχέτευσης, παρέχονται οι υπηρεσίες που επιτρέπουν στην κοινωνία να λειτουργεί και στις οικονομίες να ευδοκιμούν. Φαινόμενα «συμφόρησης» των πόρων αυξάνουν το κόστος των επενδύσεων, όπως η ανάγκη για υποδομές έντασης κεφαλαίου όταν τα αποθέματα νερού εξαντλούνται ή η ποιότητά τους υποβαθμίζεται (π.χ. εξοπλισμός αφαλάτωσης). Στην προκειμένη περίπτωση, η απώλεια φυσικού κεφαλαίου μπορεί να είναι μεγαλύτερη από τα κέρδη που παράγονται από την οικονομική δραστηριότητα, υπονομεύοντας την ικανότητα διατήρησης της μελλοντικής ανάπτυξης. Κρίσιμη παράμετρος είναι η ταχύτητα, γιατί το πρόβλημα υφίσταται. Αυτό θέτει κατά κόρον τις υποδομές στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, ενώ τις καθιστά αναγκαίες στον δρόμο προς την πράσινη μετάβαση. Το ζητούμενο της εποχής μας είναι η ανθεκτικότητα όπως σημειώνει έκθεση του ΟΟΣΑ.

Τα έργα υποδομών, αφότου ολοκληρωθούν και δοθούν προς χρήση στο κοινό, απαιτούν πόρους για τη συντήρησή τους και, ενίοτε, την αναβάθμισή τους στο μέλλον. Με αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία τους. Στην περίπτωση που δεν πραγματοποιηθούν αυτές οι επενδύσεις ή είναι ελλιπείς, τα έργα υποδομών φθείρονται και απαρχαιώνονται, με αποτέλεσμα η χρήση τους να γίνεται κοστοβόρα και αναποτελεσματική. Επιπρόσθετα, όταν οι καθυστερήσεις στην παράδοση των έργων επαναλαμβάνονται συχνά ή όταν τα έργα χαρακτηρίζονται διαρκώς από κακοτεχνίες, καλλιεργούνται προσδοκίες ότι αυτό θα συμβαίνει και στο μέλλον, με αποτέλεσμα να δημιουργείται αβεβαιότητα ως προς τα προσδοκώμενα οφέλη από τη χρήση των υποδομών. Εκτιμήσεις δείχνουν ότι οι χώρες υψηλού και ανώτερου μεσαίου εισοδήματος χάνουν μεταξύ 0,1% και 0,3% του ετήσιου εθνικού τους ΑΕΠ λόγω της κλιματικής αλλαγής και των φυσικών καταστροφών. Ωστόσο, οι χώρες χαμηλού και κατώτερου μεσαίου εισοδήματος χάνουν κατά μέσο όρο μεταξύ 0,8% και 1% του εθνικού τους ΑΕΠ από καταστροφές ετησίως.

Οι περισσότερες αναπτυσσόμενες χώρες βασίζονται σε μεγάλο βαθμό σε τομείς που είναι ευαίσθητοι στο κλίμα, όπως η γεωργία, η αλιεία, η δασοκομία και ο τουρισμός για βιοπορισμό και οικονομική ανάπτυξη. Οι φυσικές καταστροφές, που επιδεινώνονται από την κλιματική αλλαγή, μπορούν να δημιουργήσουν έναν κυκεώνα προβλημάτων στους τομείς αυτούς, οδηγώντας σε επισιτιστική ανασφάλεια, απώλεια εισοδήματος και οικονομική αστάθεια. Η Ελλάδα είναι μία χώρα που ήρθε με τον πιο σκληρό και βίαιο τρόπο αντιμέτωπη με αυτή τη συνθήκη. Η μεγάλη πλημμύρα στη Θεσσαλία επιβεβαιώνει ακριβώς αυτή την αδυναμία. Σύμφωνα με μελέτη της Eurobank η περιφέρεια Θεσσαλίας συνεισφέρει το 5,2% της συνολικής Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας που παράγεται στην Ελλάδα (και το 6,4% της συνολικής απασχόλησης). Από αυτό το μερίδιο, το 13% προέρχεται από τη γεωργία, τη δασοκομία και την αλιεία και το 13,4% από την τη μεταποίηση, δηλαδή τους δύο τομείς με τις μεγαλύτερες απώλειες λόγω των πλημμυρών. Η ζημιά στη Θεσσαλία άγγιξε τα 3,5 δισ. ευρώ σύμφωνα με τον αναπληρωτή υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Νίκο Παπαθανάση. Τα 2,5 δισ. ευρώ αφορούν υποδομές.

Εκτιμάται ότι περίπου το 23% της γης που χρησιμοποιείται για γεωργία και βιομηχανία στη Θεσσαλία έχει πλημμυρίσει. «Ως εκ τούτου, η περίμετρος της ετήσιας απώλειας παραγωγής σε αυτούς τους δύο τομείς είναι 0,7 δισ. ευρώ σε τιμές αγοράς». Επιπλέον, σημειώνουν οι αναλυτές, το ΑΕΠ μπορεί να επηρεαστεί αρνητικά από την απώλεια των αποθεμάτων, καθώς πολλές αποθήκες έχουν καταστραφεί.

Οι υποδομές όταν δεν έχουν σχεδιαστεί σωστά μπορούν να επιδεινώσουν τους κινδύνους που σχετίζονται με το κλίμα. Οι σπινθήρες από τις γραμμές μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος, για παράδειγμα, μπορούν να πυροδοτήσουν πυρκαγιές ή οι έντονες βροχοπτώσεις οι οποίες με τη σειρά τους προκαλούν καταρρεύσεις φραγμάτων. Η κλιματική αλλαγή θα δημιουργήσει νέες απαιτήσεις για υποδομές, όπως η ενίσχυση της αντιπλημμυρικής προστασίας. Δεδομένων αυτών των προκλήσεων, υπάρχει επείγουσα ανάγκη να καταστεί η ανθεκτικότητα στην κλιματική αλλαγή συνήθης πρακτική για τις υποδομές. Οι επιλογές που του σήμερα θα έχουν επιπτώσεις τις επόμενες δεκαετίες. Όπως σημειώνει έκθεση του ΟΟΣΑ για τις πράσινες υποδομές είναι ζωτικής σημασίας να «οικοδομήσουμε ανθεκτικότητα». Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι οι υποδομές θα πρέπει να σχεδιάζονται, να κατασκευάζονται και να λειτουργούν με τρόπους που προβλέπουν, προετοιμάζονται και προσαρμόζονται σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο κλίμα. Αυτό συμπληρώνει τις προσπάθειες να διασφαλιστεί ότι οι υποδομές συμβάλλουν στη μετάβαση στο καθαρό μηδέν. Η ανθεκτικότητα στην κλιματική αλλαγή θα πρέπει να εξετάζεται από την αρχή. Οι γερασμένες υποδομές μπορεί να χρειαστεί να αντικατασταθούν ή να προσαρμοστούν για να καλύψουν τις σημερινές ανάγκες. Τα υφιστάμενα περιουσιακά στοιχεία μπορεί να χρειαστεί να μετασκευαστούν ή να λειτουργήσουν διαφορετικά ώστε να ληφθούν υπόψη οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής κατά τη διάρκεια της ζωής του έργου.

Σύμφωνα με έκθεση του ΟΟΣΑ για τις πράσινες υποδομές, η παγκόσμια μέση θερμοκρασία θα σημειώσει ρεκόρ το 2023, φτάνοντας περίπου 1,4 °C πάνω από τον προβιομηχανικό μέσο όρο. Πίσω από αυτή την άνοδο κρύβεται η αυξανόμενη συχνότητα και σοβαρότητα ακραίων φαινομένων, όπως οι καύσωνες και οι πλημμύρες, καθώς και σταδιακά εξελισσόμενες αλλαγές, όπως οι ξηρασίες και η πλημμύρα από την άνοδο της στάθμης των θαλασσών. Ορισμένες μελλοντικές κλιματικές επιπτώσεις είναι πλέον αναπόφευκτες, αλλά οι συνέπειες αυτών των επιπτώσεων δεν είναι. Οι ενισχυμένες προσπάθειες για προετοιμασία και πρόληψη αποτελούν ζωτικό συμπλήρωμα των προσπαθειών μετριασμού των κλιματικών επιπτώσεων. Σημειώνεται πως οι οικονομικές απώλειες που αποδίδονται σε καταστροφές που σχετίζονται με γεωφυσικές, κλιματικές και καιρικές συνθήκες εκτιμάται ότι ανήλθαν κατά μέσο όρο παγκοσμίως σε 170 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως την τελευταία δεκαετία.