Σχεδόν οι μισές από τις ενεργειακές εταιρείες στις οποίες δανείζει η Citi δεν διαθέτουν σχέδια για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, ανέφερε η τέταρτη μεγαλύτερη αμερικανική τράπεζα σε έκθεση για το κλίμα, που δημοσιεύθηκε την Πέμπτη, αναφέρει το Reuters.

Οι τράπεζες «χτενίζουν» τα δανειακά τους βιβλία για πληροφορίες σχετικά με τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις από την κλιματική αλλαγή και τον τρόπο με τον οποίο προετοιμάζονται για τη μετάβαση σε μια οικονομία με λιγότερες εκπομπές άνθρακα, καθώς οι ρυθμιστικές αρχές σε όλο τον κόσμο αυξάνουν τις δικές τους απαιτήσεις για δημοσιοποίηση.

Η Citi κατέταξε τις ενεργειακές εταιρείες στο χαρτοφυλάκιο των δανείων της από «χαμηλό» έως «ισχυρό» με βάση τα σχέδιά τους για τη μείωση των εκπομπών σε τρεις κατηγορίες, γνωστές ως πεδία εφαρμογής.

Στο 42% των περιπτώσεων, διαπίστωσε «απουσία ουσιαστικού σχεδίου μετάβασης» και έλλειψη γνωστοποίησης των εκπομπών Scope 3, οι οποίες απελευθερώνονται στην ατμόσφαιρα από τις αλυσίδες εφοδιασμού και τους πελάτες των εταιρειών. Αυτά τα αέρια αντιπροσωπεύουν συνήθως το 70% του αποτυπώματος άνθρακα τους, σύμφωνα με τους συμβούλους της Deloitte.

Η Citi διαπίστωσε ότι μόλις το 8% των πελατών της στον τομέα της ενέργειας είχαν «ολοκληρωμένο και φιλόδοξο σχέδιο μετάβασης με στόχο τη μείωση των εκπομπών Scopes 1-3 και αποδεδειγμένη ικανότητα εκτέλεσης». Το ποσοστό αυξήθηκε σε 37% όταν εξαιρέθηκαν οι εκπομπές Scope 3.

Η ανάλυση, η οποία ξεκίνησε πέρυσι, βασίζεται σε δεδομένα από το 2021. Η επικεφαλής υπεύθυνη βιωσιμότητας Βάλερι Σμιθ (Valerie Smith) δήλωσε ότι αναμένει να βελτιωθεί ο χρόνος συλλογής και ανάλυσης των δεδομένων.

«Βρισκόμαστε ακόμη σε κατάσταση οικοδόμησης. Αντιλαμβανόμαστε τη σημασία της προώθησης του κλίματος. Καταλαβαίνουμε επίσης ότι η ενεργειακή μετάβαση είναι μια μνημειώδης προσπάθεια, δεν συμβαίνει από τη μια μέρα στην άλλη», δήλωσε η Σμιθ.

Όπως και πολλές άλλες μεγάλες τράπεζες και εταιρείες, η Citi έχει θέσει ως στόχο το «καθαρό μηδέν» – για τις επιχειρήσεις που χρηματοδοτεί να μην οδηγούν σε περισσότερες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου από όσες μπορούν να απορροφηθούν από την τεχνολογία ή τα φυσικά συστήματα, όπως τα δάση – μέχρι το 2050.