Δραματική αύξηση στο κόστος της τηλεθέρμανσης σημειώνεται στη Γερμανία φέρνοντας σε δύσκολη θέση όσους τη χρησιμοποιούν. Και αυτοί κάθε άλλο παρά λίγοι είναι, αν σκεφτεί κανείς πως σύμφωνα με έρευνα της ομοσπονδιακής ένωσης ενέργειας, το 15% των κατοικιών στη Γερμανία δηλαδή πάνω από 6 εκατομμύρια χρησιμοποιούν την εν λόγω μορφή ενέργειας.

Τι είναι, όμως, η τηλεθέρμανση; Η τηλεθέρμανση αναφέρεται στην παροχή θερμότητας σε κτίρια για θέρμανση χώρων και ζεστό νερό χρήσης. Η θερμική ενέργεια μεταφέρεται σε ένα σύστημα θερμικά μονωμένων σωλήνων, το λεγόμενο δίκτυο θέρμανσης, το οποίο συνήθως τοποθετείται υπόγεια – ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποιούνται και εναέριες γραμμές.

Η τηλεθέρμανση προμηθεύει κυρίως οικιστικά κτίρια με ζεστό νερό και θέρμανση χώρων μεταφέροντας τη θερμότητα από τον παραγωγό ή το σημείο συλλογής στους καταναλωτές. Η μαζική, όμως, χρήση της στη Γερμανία έρχεται πλέον σε αντίθεση με την εκτίναξη της τιμής της. Και όχι, μόνο αυτό η εξέλιξη των μελλοντικών τιμών είναι αβέβαιη, κυρίως λόγω της αναγκαίας απεξάρτησης από τον άνθρακα, δηλαδή της μετάβασης σε παραγωγή ενέργειας χωρίς CO2. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Βερολίνου:

«Το πώς η απεξάρτηση από τον άνθρακα της τηλεθέρμανσης θα επηρεάσει λεπτομερώς τις τιμές δεν μπορεί επί του παρόντος να εκτιμηθεί αξιόπιστα λόγω του τεράστιου μετασχηματισμού», εξηγεί εκπρόσωπος του σουηδικού ενεργειακού προμηθευτή Vattenfall. Επί του παρόντος, το 77% της τηλεθέρμανσης της πρωτεύουσας παράγεται από φυσικό αέριο, το 18% από λιθάνθρακα και μόνο το 5% από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Οι καθαρές τιμές αυξήθηκαν από 3,2 λεπτά το πρώτο τρίμηνο του 2021 σε 9,6 λεπτά το πρώτο τρίμηνο του 2024. Το μέγιστο των τελευταίων ετών επιτεύχθηκε το δεύτερο τρίμηνο του 2023 στα 12,2 λεπτά.
Το δίκτυο τηλεθέρμανσης του Βερολίνου είναι ένα από τα μεγαλύτερα στη Δυτική Ευρώπη και το διαχειρίζεται – ακόμα – η Vattenfall. Στο τέλος του 2023, η εταιρεία και το Βερολίνο συμφώνησαν για την πώλησή του στο κράτος.

Το ανοδικό σπιράλ των τιμών

Όταν ο διευθύνων σύμβουλος του στεγαστικού συνεταιρισμού Wurzen, Σφεν Μίτεντσβαϊ (Sven Mittenzwei) συγκρίνει τους αριθμούς, δεν μπορεί να πιστέψει πως περισσότερα από 20 χρόνια, οι τιμές της τηλεθέρμανσης ήταν λίγο πολύ σταθερές. «Ήταν 5,5 έως 6 λεπτά καθαρά ανά κιλοβατώρα», λέει. «Ως στεγαστικός συνεταιρισμός, είχαμε θετική στάση απέναντι στην τηλεθέρμανση. Όλοι ήταν ευχαριστημένοι». «Αλλά την 1η Ιανουαρίου 2023, ο πάροχος τηλεθέρμανσης απαίτησε 43,2 λεπτά ανά κιλοβατώρα καθαρά». Αυτό θα αύξανε το μηνιαίο κόστος θέρμανσης και ζεστού νερού για τους ενοίκους από ένα μέσο όρο περίπου ενός ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο κατοικίας σε καλά τέσσερα ευρώ», λέει ο Μίτεντσβαϊ. «Η αύξηση αυτή επιβραδύνθηκε μόνο από το φρένο τιμών της γερμανικής κυβέρνησης και τον μειωμένο ΦΠΑ».

Η τιμή έχει έκτοτε μειωθεί στα 11,2 λεπτά ανά κιλοβατώρα. Ωστόσο, «το πραγματικό σημείο εμπλοκής είναι ότι όταν αγοράζετε τοπική ή τηλεθέρμανση, είστε πλήρως στο έλεος ενός παρόχου και των τιμών του», λέει ο Μίτεντσβαϊ . Από το σύνολο των 1.784 διαμερισμάτων της ένωσής του, 1.190 διαμερίσματα είναι συνδεδεμένα με τηλεθέρμανση, ενώ τα υπόλοιπα θερμαίνονται κυρίως με φυσικό αέριο. «Και όσοι θερμαίνουν με φυσικό αέριο», λέει ο Μίτεντσβαϊ, «τη βγάζουν πολύ πιο φθηνά».

Η τηλεθέρμανση πρόκειται να διαδραματίσει ολοένα και σημαντικότερο ρόλο στην ενεργειακή μετάβαση, σημειώνει η Handelsblatt. Ο Άξελ Γκεντάσκο (Axel Gedaschko), πρόεδρος της Γερμανικής Ένωσης Στεγαστικής Βιομηχανίας (GdW), εξηγεί πως “οι πολιτικοί έχουν μεγάλες προσδοκίες για την τηλεθέρμανση, προκειμένου να συμβάλουν στη μετάβαση στη θέρμανση όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά».

Είναι δελεαστικό για τους ιδιοκτήτες ακινήτων να συνδεθούν με δίκτυα τηλεθέρμανσης επειδή το κόστος σύνδεσης είναι σημαντικά χαμηλότερο από την εγκατάσταση αντλίας θερμότητας.
«Αλλά αν οι ενοικιαστές έρχονται τώρα αντιμέτωποι με πρόσθετες πληρωμές έως και 4.000 ευρώ, τότε ο υπολογισμός δεν βγαίνει. Η τηλεθέρμανση δεν μπορεί να αποτελεί επιλογή για τους ιδιοκτήτες με κοινωνικό προσανατολισμό».

Πρόσθετες πληρωμές

Ενόψει των υψηλών αυξήσεων των τιμών και των ενίοτε τρομακτικών πρόσθετων πληρωμών, οι ενώσεις και οι ιδιοκτήτες κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου. Ο Gedaschko θεωρεί «ακατανόητο» τον τρόπο με τον οποίο υπολογίζονται οι τιμές της τηλεθέρμανσης, συμπληρώνοντας πως «η διαφάνεια του κόστους και ο κρατικός έλεγχος των τιμών έχουν καθυστερήσει».

Ο Ντιρκ Σαλέβσκι (Dirk Salewski), εργολάβος κτιρίων και πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Ένωσης Ανεξάρτητων Εταιρειών Ακινήτων και Στέγασης (BFW), θεωρεί την τηλεθέρμανση ως «την πιο ακριβή παροχή ενέργειας». Το γεγονός ότι δεν υπάρχει πραγματική διαφάνεια των τιμών «είναι εντελώς ακατανόητο και απαράδεκτο». Λόγω των υψηλών τιμών ενέργειας, η Ένωση Στεγαστικών Εταιρειών της Βόρειας Γερμανίας (VNW) ζητά ανεξάρτητο έλεγχο των παρόχων τηλεθέρμανσης.

«Πολλές περιπτώσεις υψηλών αναδρομικών πληρωμών για την τηλεθέρμανση δείχνουν πάνω απ’ όλα ένα πράγμα: την αδιαφανή τιμολόγηση», λέει ο διευθυντής του Συνδέσμου, Αντρέας Μπράιτνερ (Andreas Breitner).

«Χρειαζόμαστε, λοιπόν, μια ανεξάρτητη, πανεθνική αρχή που θα παρακολουθεί και θα ελέγχει συνεχώς τις τιμές της τηλεθέρμανσης και θα παρεμβαίνει άμεσα, εάν βγαίνουν χρήματα εις βάρος των καταναλωτών».

Ο Μπράιτνερ δικαιολογεί επίσης την ανάγκη λήψης μέτρων με το γεγονός ότι οι χρήστες της τηλεθέρμανσης δεν μπορούν να αλλάξουν πάροχο σε σύντομο χρονικό διάστημα, εάν είναι δυσαρεστημένοι. «Αυτή η φυσική ανισορροπία μεταξύ παρόχου και χρήστη πρέπει να διορθωθεί με τη μόνιμη παρακολούθηση των εταιρειών», τονίζει. «Πρέπει επίσης να γνωστοποιήσουν τη δομή του κόστους τους στο κοινό».

Ο Μπράιτνερ προτείνει επίσης ότι η τηλεθέρμανση θα πρέπει να υπόκειται σε μη κερδοσκοπική απαίτηση. «Όπως και στη Δανία, η τιμή για την τηλεθέρμανση στη Γερμανία θα πρέπει να καλύπτει μόνο το ποσό που απαιτείται για την παραγωγή και τη διανομή», λέει. «Πρέπει να απαγορευτούν τα κέρδη που υπερβαίνουν τη διατήρηση των ιδίων κεφαλαίων και τη χαμηλή απόδοση των ιδίων κεφαλαίων που απαιτούνται για αυτό».

«Παραπλανητική συσκευασία προστασίας του κλίματος»

Οι πάροχοι τηλεθέρμανσης θα πρέπει επίσης να υποχρεούνται να επανεπενδύουν όλα τα κέρδη στην παροχή τηλεθέρμανσης. “Η διασταυρούμενη επιδότηση άλλων δημόσιων καθηκόντων μέσω των πλεονασμάτων από την επιχείρηση τηλεθέρμανσης πρέπει να αποκλειστεί δια νόμου».

Παράλληλα, ο Μπράιτνερ τονίζει τον κεντρικό ρόλο της τηλεθέρμανσης που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές για την επιτυχία της ενεργειακής μετάβασης. Σε μεγάλα τμήματα της βόρειας Γερμανίας, ωστόσο, αυτή η υπόσχεση δεν μπορεί να τηρηθεί και αποτελεί «μια απάτη για την προστασία του κλίματος», σύμφωνα με τον διευθυντή της VNW. Η τηλεθέρμανση είναι γεμάτη από άνθρακα, φυσικό αέριο και πετρέλαιο και επομένως είναι «πρωτίστως μια οικολογική φάρσα». «Η επίτευξη των στόχων για την προστασία του κλίματος είναι επομένως πολύ μακριά – ειδικά για τον κτιριακό τομέα».

Ο Πέτερ Κέι (Peter Kay) είναι επίσης δυσαρεστημένος. Ο Kay είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου του οικοδομικού συνεταιρισμού «Baugenossenschaft freier Gewerkschafter» (bgfg), στον οποίο ανήκουν 7.700 διαμερίσματα στο Αμβούργο. Περίπου τα μισά από αυτά θερμαίνονται από διάφορους παρόχους τοπικής και τηλεθέρμανσης – με σημαντικές διαφορές στις τιμές σε ορισμένες περιπτώσεις.
«Ενώ οι δημοτικοί πάροχοι ενέργειας του Αμβούργου έχουν ήδη αυξήσει τις τιμές τους για το 2023 κατά μέσο όρο κατά 60%, δύο τοπικοί πάροχοι θέρμανσης αύξησαν τις τιμές τους κατά περισσότερο από 200%», λέει ο Kay, αναφέροντας πρόσθετες απαιτήσεις έως και 3.000 ευρώ. «Θα κινηθούμε νομικά εναντίον αυτών των φρικτών αυξήσεων των τιμών».

Το γραφείο καρτέλ αναλαμβάνει δράση κατά έξι προμηθευτών τηλεθέρμανσης

Το Ομοσπονδιακό Γραφείο Καρτέλ έχει επίσης ήδη αναλάβει δράση. Η αρχή έχει κινήσει διαδικασίες κατά συνολικά έξι δημοτικών επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας και προμηθευτών τηλεθέρμανσης με την υποψία καταχρηστικά υπερβολικών αυξήσεων των τιμών μεταξύ Ιανουαρίου 2021 και Σεπτεμβρίου 2023. Οι έρευνες αφορούν συνολικά εννέα δίκτυα τηλεθέρμανσης σε τέσσερα διαφορετικά ομόσπονδα κρατίδια.

Το Ομοσπονδιακό Γραφείο το οποίο ασχολείται με τα καρτέλ (Bundeskartellamt) εξετάζει κυρίως την ειδική εφαρμογή των λεγόμενων ρητρών προσαρμογής των τιμών.
Οι προμηθευτές τηλεθέρμανσης χρησιμοποιούν αυτές τις ρήτρες κατά τον καθορισμό των τιμών τους, προκειμένου να αντανακλούν τόσο τις γενικές εξελίξεις της αγοράς όσο και το κόστος της συγκεκριμένης ενέργειας που χρησιμοποιείται για την παραγωγή της δικής τους θερμότητας.