Μπροστά σε ένα σημαντικό σταυροδρόμι ενεργειακής πολιτικής βρίσκεται η Ευρώπη για το μελλοντικό ενεργειακό της σύστημα, που συνδέεται με το πώς ερμηνεύονται τα διδάγματα από την ενεργειακή κρίση, σημειώνει το think tank Bruegel.
Εντοπίζει ότι μετά την ενεργειακή κρίση τα κράτη μέλη κάνουν εθνικούς σχεδιασμούς για ενεργειακή αυτονομία, ξοδεύοντας περισσότερα για επενδύσεις σε ένα ανταγωνισμό μεταξύ τους, αντί να σχεδιάζονται κοινές ευρωπαϊκές επενδύσεις που θα ήταν πιο αποδοτικές. Και ενώ η ενοποιημένη ενεργειακή αγορά στην Ευρώπη έχει σημαντικά οφέλη κινδυνεύει να αποδυναμωθεί και να πάει πίσω από τον τρόπο που τα κράτη-μέλη σχεδιάζουν και υλοποιούν τις ενεργειακές τους πολιτικές.
Στη μελέτη με τίτλο «Unity in power, power in unity: why the EU needs more integrated electricity markets» τονίζει ότι η ενεργειακή κρίση του 2022 ανέδειξε τα οφέλη για την ασφάλεια, των σχετικά καλά ενοποιημένων αγορών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου της ΕΕ. Αλλά παραδόξως, η κρίση επιτάχυνε επίσης την προϋπάρχουσα τάση κατακερματισμού, αντί να οδηγήσει σε πιο συντονισμένες λύσεις. Για να επιτευχθεί «περισσότερη ανεξαρτησία μέσω μεγαλύτερης αλληλεξάρτησης», η τάση κατακερματισμού πρέπει να αντιστραφεί.
Το Bruegel υπογραμμίζει την ανάγκη για κοινές λύσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο και κοινές επενδύσεις μεταξύ των κρατών μελών. Λιγότερα κεφάλαια θα χρειαστούν και λιγότερες άσκοπες επενδύσεις θα γίνουν, αν υπάρξει ένας κεντρικός σχεδιασμός, σημειώνει.
Και τονίζει ότι είναι ώρα να τεθεί επί τάπητος αυτή η θεμελιώδης πολιτική συζήτηση, ειδικά από τη στιγμή που η Ευρώπη αντιμετωπίζει τεράστιες επενδύσεις στο ηλεκτρικό σύστημα, με μεγαλύτερους κινδύνους να γίνουν ακριβότερες και λιγότερο αποδοτικές επιλογές, εάν τα κράτη μέλη επιλέξουν την πιο κατακερματισμένη προσέγγιση.
Δύο δρόμοι αντίθετοι: Εθνικοί σχεδιασμού αυτονομίας ή κοινές επενδύσεις;
Κάποιοι βγάζουν το συμπέρασμα μετά την ενεργειακή κρίση ότι κάθε κυβέρνηση χρειάζεται περισσότερα εθνικά εργαλεία στη διάθεσή της, για να μπορεί να παρεμβαίνει περισσότερο στις εγχώριες αγορές της, ακόμα κι αν αυτό αποδειχθεί στρεβλωτικό για τους γείτονες, και να γίνει πιο ενεργειακά αυτάρκης σε εθνικό επίπεδο. Πιο εθνικά δηλαδή, λιγότερο μαζί.
Για να γίνει όμως πιο ανθεκτική και λιγότερο εξαρτημένη από τις εξωτερικές εισαγωγές η Ευρώπη, οι ευρωπαϊκές αγορές ενέργειας πρέπει να ενοποιηθούν περισσότερο. Ή αλλιώς, η μεγαλύτερη ανεξαρτησία απαιτεί περισσότερη αλληλεξάρτηση.
Το Bruegel υποστηρίζει ότι η Ευρώπη μπορεί να βασιστεί στην εμπειρία των χωρών της ΕΕ για να ξεπεράσουν από κοινού την κρίση. Η προσθήκη των εργαλείων που λείπουν για τον σωστό συντονισμό των διασυνοριακών επενδύσεων και η διασφάλιση (καθώς και η διασφάλιση) της αποτελεσματικής λειτουργίας ενός τόσο σημαντικά πιο ολοκληρωμένου συστήματος θα καταστήσει την ενεργειακή μετάβαση πολύ πιο προσιτή και θα ενισχύσει σημαντικά τη μελλοντική ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης. Άρα: περισσότερο μαζί, λιγότερο ο καθένας μόνος του.
Επενδύσεις με κεντρικό σχεδιασμό
Και εξηγεί ότι αν η Ευρώπη προχωρήσει με συντονισμένες επενδύσεις προς την ολοκλήρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας θα έχει σημαντικά οφέλη, γιατί τότε θα χρειάζεται να επενδυθούν σημαντικά λιγότερα κεφάλαια σε πρόσθετους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής και να καούν λιγότερα ορυκτά καύσιμα από ό,τι εάν κάθε χώρα της ΕΕ βελτιστοποιήσει το σύστημά της στο εσωτερικό. Επιπλέον, το κόστος του επενδυμένου κεφαλαίου θα είναι χαμηλότερο σε μια σταθερά ρυθμιζόμενη και προβλέψιμη ευρωπαϊκή αγορά και οι καταναλωτές θα αποκομίσουν περισσότερα από τα οφέλη της.
Γιατί, καθώς θα χρειαστεί να γίνουν τεράστιες επενδύσεις παραγωγής και αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας κατά την επόμενη δεκαετία, που υπολογίζεται ότι θα διπλασιάζονται σε περίπου 1 τοις εκατό του ΑΕΠ της ΕΕ κάθε χρόνο (Σχήμα 1), αν γίνουν χωρίς σχεδιασμό θα σπαταλούσε πολύτιμους πόρους κεφαλαίου και εργασίας σε όλες τις χώρες της ΕΕ. Το πρόσθετο κόστος που συνεπάγεται σχετικά άστοχες/αναποτελεσματικές επενδύσεις θα βαρύνει τους φορολογούμενους ή τον κρατικό προϋπολογισμό που πρέπει να αναλάβουν ορισμένα έργα. Αυτό το πολύ ορατό κόστος μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την κοινωνική αποδοχή της ενεργειακής μετάβασης. Καθώς αυτό το επενδυτικό ξεφάντωμα πρέπει να ξεκινήσει αμέσως, τα οφέλη ενός πιο ολοκληρωμένου ευρωπαϊκού ενεργειακού συστήματος πρέπει να επανεξεταστούν τώρα.
Εθνικές πολιτικές που ενισχύουν τον ανταγωνισμό αντί τη συνεργασία
Επιπλέον, οι τρέχουσες ρυθμίσεις συντονισμού, που βασίζονται στη δημιουργία μιας κοινής ευρωπαϊκής βραχυπρόθεσμης αγοράς, χάνουν σταδιακά τον αντίκτυπό τους καθώς τα εθνικά μακροπρόθεσμα σχέδια έχουν γίνει το κυρίαρχο σήμα για επενδύσεις. Ως εκ τούτου, η αδράνεια σε επίπεδο ΕΕ συνεπάγεται ότι τα κράτη μέλη ενδέχεται να αναγκαστούν να ανακτήσουν περισσότερο έλεγχο για να διαφυλάξουν τους στόχους της ενεργειακής τους πολιτικής, θέτοντας δυνητικά σε κίνηση μια «σπείρα θανάτου» για την εσωτερική αγορά ενέργειας, μειώνοντας αντί να ενισχύοντας όλα τα οφέλη που έχουν ήδη δημιουργηθεί.
Φέρνει σαν παράδειγμα την επιδότηση ηλεκτρικής ενέργειας για εγχώριους βιομηχανικούς καταναλωτές (για να ξεπεράσει τις εταιρείες που βρίσκονται σε άλλα κράτη μέλη) κάτι που μπορεί να κλιμακωθεί σε επιζήμιους αγώνες επιδοτήσεων ή κλείσιμο συνόρων, με περιορισμένες (ή ακόμη και επιζήμιες) συνέπειες για την παγκόσμια ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας της ΕΕ. Γι’ αυτό η προώθηση της ολοκλήρωσης της αγοράς θα απαιτήσει επαρκή εργαλεία αναδιανομής, ένα καλό επίπεδο εμπιστοσύνης μεταξύ εταίρων και ιδρυμάτων για την παρακολούθηση και την επιβολή κοινών κανόνων και τα κράτη μέλη να υιοθετήσουν και να αποδεχθούν πιο δομημένο συντονισμό και συνεργασία, φέρνοντας αναπόφευκτα ενισχυμένους ρόλους είτε για κοινά κοινοτικά είτε για περιφερειακά θεσμικά όργανα.
Και καταλήγει ότι η επιδίωξη περαιτέρω ολοκλήρωσης της αγοράς απαιτεί ουσιαστικές πολιτικές αποφάσεις. Η πείρα έχει δείξει ότι οι εσωτερικοί πολιτικοί περιορισμοί από την άποψη αυτή είναι συχνά πολυάριθμοι και μάλλον εδραιωμένοι. Ως εκ τούτου, η κίνηση προς τα εμπρός χωρίς κατάλληλη συζήτηση και δέσμευση από τις κυβερνήσεις της ΕΕ δεν είναι αξιόπιστη και μπορεί να οδηγήσει σε αντιδράσεις.
Για να πετύχουμε όμως τα πλεονεκτήματα της ολοκλήρωσης θα πρέπει να καθοριστεί το ποιος βαθμός ολοκλήρωσης είναι εφικτός και επιθυμητός και με ποιο τρόπο θα γίνει σωστά. Αλλά και να υπολογιστούν οι συνέπειες και το κόστος αν αυτό δεν γίνει.