Οι ΗΠΑ διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στις διεθνείς αγορές ενέργειας προκειμένου να αναπληρωθεί το κενό στις προμήθειες πετρελαίου και φυσικού αερίου της Ευρώπης που δημιουργήθηκε από την κατάρρευση της συνεργασίας Ε.Ε- Κρεμλίνου, μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Συνακόλουθα, η άνοδος των τιμών ωφέλησε τους παραγωγούς των ΗΠΑ και δημιουργήθηκε γόνιμο έδαφος για την αύξηση της παραγωγής. Ο ίδιος ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν παρότρυνε την επέκταση των γεωτρήσεων και ενθάρρυνε τις εξαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) προς την Ευρώπη.
Όμως, οι σχέσεις του Τζο Μπάιντεν με τον εγχώριο κλάδο πετρελαίου και φυσικού αερίου δεν είναι απαραιτήτως ομαλές παρά το ότι τα καθαρά κέρδη των δέκα ισχυρότερων παραγωγών τριπλασιάστηκαν σε πάνω από 300 δισ. δολάρια μέσα στα πρώτα τρία έτη της διακυβέρνησής του.
Στην αρχή της θητείας του, ο Μπάιντεν επανάφερε τις ΗΠΑ στη Συμφωνία του Παρισιού για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Το καλοκαίρι του 2022 υιοθέτησε το Νομοσχέδιο για τη Μείωση του Πληθωρισμού (Inflation Reducrtion Act, IRA) με στόχο τη χρηματοδότηση της πράσινης μετάβασης της αμερικανικής οικονομίας, με επιδοτήσεις-μαμούθ της τάξεως των 369 δισ. δολαρίων.
Αυτά είναι αγκάθια για τον παραδοσιακό κλάδο ενέργειας των ΗΠΑ. Γι’ αυτό και τα μεγάλα «αφεντικά» του πετρελαίου και του φυσικού αερίου παρακολουθούν στενά την αναμέτρηση των Δημοκρατικών με τους Ρεπουμπλικάνους εν όψει των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ.
Εκτός των άλλων, η κυβέρνηση Μπάιντεν ανακοίνωσε τέλη Ιανουαρίου πως παγώνει προσωρινά την έκδοση αδειών για την κατασκευή νέων τερματικών σταθμών LNG, δηλαδή μέχρι να εξετάσει το υπουργείο Ενέργειας μια νέα φόρμουλα που θα είναι αποτελεσματικότερη από επιστημονικής και οικονομικής απόψεως.
Αναμφίβολα ήταν μια ριψοκίνδυνη πολιτική κίνηση. Οι ΗΠΑ πορεύονται σε μια κρίσιμη εκλογική αναμέτρηση όχι μόνον για τη χώρα αλλά και για τον υπόλοιπο κόσμο όταν έχει μεγεθυνθεί το χάσμα μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων σε θέματα πολιτικής οικονομίας και γεωπολιτικής είναι μεγάλο. Μετά το πάγωμα της έκδοσης νέων αδειών για τους τερματικούς σταθμούς LNG, η αντίδραση των Ρεπουμπλικάνων ήταν έντονη, συμπεριλαμβανομένου του Τζο Μάντσιν, του Γερουσιαστή που λάβει τη μερίδα του λέοντος από τη πολιτική χρηματοδότηση των πετρελαϊκών κολοσσών των ΗΠΑ, σύμφωνα με την Guardian.
Πάνω από 300 δισ. τα καθαρά κέρδη των 10 ισχυρών του κλάδου
Παρόλα αυτά, οι δέκα μεγαλύτεροι παραγωγοί στον κλάδο πετρελαίου και φυσικού αερίου των ΗΠΑ συγκέντρωσαν καθαρά κέρδη της τάξεως των 313 δισ. δολαρίων εν μέσω των πρώτων τριών ετών που ανέλαβαν οι Δημοκρατικοί και ο Τζο Μπάιντεν τα ηνία του Λευκού Οίκου, σύμφωνα με υπολογισμούς των Financial TImes. Στην αντίστοιχη τριετία της προηγούμενης διακυβέρνησής του Τραμπ, η οποία ολοκληρώθηκε τον Ιανουάριο του 2021, τα καθαρά κέρδη των ισχυρότερων παικτών του κλάδου είχαν περιοριστεί στα 112 δισ. δολάρια. Στη λίστα των κολοσσών του κλάδου των ΗΠΑ συγκαταλέγεται η Chevron, Exxon Mobil, Pioneer Natural Resources και Occidental Petroleum.
Τον Νοέμβριο του 2023, η ημερήσια παραγωγή πετρελαίου των ΗΠΑ έφθασε το ρεκόρ των 13,3 εκατ. βαρελιών, ενώ αυτή του φυσικού αερίου ξεπέρασε τα 105 δισ. κυβικά μέτρα για πρώτη φορά. Εν ολίγοις, οι ΗΠΑ ξεπέρασαν το Κατάρ πέρσι, αποτελώντας τη χώρα με τις μεγαλύτερες εξαγωγές LNG στον κόσμο.
Παράγοντες του κλάδου επισημαίνουν πως θετική επίδραση ασκήθηκε από την άνοδο των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου χάρη στην αποκατάσταση της οικονομικής δραστηριότητας μετά την πανδημία και λόγω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο Μπάιντεν, πράγματι, ενθάρρυνε την αύξηση της παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου με κίνητρο την τόνωση της προσφοράς και κατ’ επέκταση την καταπολέμηση του πληθωρισμού. Tελικά, η αποστολή του προέδρου των ΗΠΑ ήταν η τήρηση ισορροπιών σε έναν αντίξοο γεωπολιτικό και μακροοικονομικό περιβάλλον. «Για να περιορίσει τον πληθωρισμό, ο Μπάιντεν στήριξε την παραγωγή για να διατηρηθούν σε χαμηλά επίπεδα οι τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, ενθαρρύνοντας τις εξαγωγές προς όφελος της Ευρώπης» σημειώνει ο Πωλ Μπέντσο, καθηγητής στο American University και πρώην σύμβουλος του Μπιλ Κλίντον για το κλίμα.