Η γεωθερμία, που μέχρι σήμερα κάλυπτε μόλις το 0,3% της παγκόσμιας ηλεκτροπαραγωγής και θεωρούνταν περιορισμένη σε λίγες «προνομιούχες» γεωγραφικές ζώνες, βρίσκεται στο κατώφλι μιας τεχνολογικής ανατροπής. Οι νέες τεχνικές βαθιάς γεώτρησης και ενισχυμένης γεωθερμίας (Enhanced Geothermal Systems – EGS) καταργούν τα γεωλογικά εμπόδια που κρατούσαν δέσμια τη γεωθερμική ενέργεια, ανοίγοντας τον δρόμο για μαζική και οικονομικά βιώσιμη ανάπτυξη σχεδόν οπουδήποτε στον πλανήτη.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (IEA), η παγκόσμια εγκατεστημένη γεωθερμική ισχύς μπορεί να εκτοξευθεί από τα 15 GW σήμερα σε πάνω από 800 GW μέχρι το 2050, καλύπτοντας έως και το 15% της παγκόσμιας ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας. Η στροφή αυτή καθιστά τη γεωθερμία όχι απλώς μια συμπληρωματική επιλογή, αλλά έναν βασικό παίκτη στην πράσινη ενεργειακή μετάβαση – με τεράστιες προεκτάσεις για τις χώρες που διαθέτουν το κατάλληλο δυναμικό και μπορούν να κινηθούν γρήγορα.

Η Ελλάδα καλείται να αποφασίσει πώς θα αξιοποιήσει το γεωθερμικό δυναμικό. Παρά τη γεωλογική εύνοια που διαθέτει, η χώρα παραμένει ουραγός στην αξιοποίηση της γεωθερμικής ενέργειας. Αν και οι πρώτες ερευνητικές προσπάθειες ξεκίνησαν ήδη από τη δεκαετία του 1970, η ανάπτυξη ουσιαστικών έργων έχει καθυστερήσει δραματικά, λόγω θεσμικών, οικονομικών, τεχνικών και κοινωνικών αγκυλώσεων. «Το ερώτημα δεν είναι αν υπάρχει γεωθερμικό δυναμικό. Είναι αν η Ελλάδα μπορεί – και θέλει – να το αξιοποιήσει», σχολιάζουν πηγές της αγοράς, ενώ κύκλοι του Ελληνικού Ινστιτούτου Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (ΕΑΓΜΕ) επισημαίνουν ότι «το πρόβλημα δεν είναι πια τεχνικό».

Η κοινωνική αποδοχή αναδεικνύεται σε έναν από τους πλέον καθοριστικούς – και συχνά παραγνωρισμένους – παράγοντες που καθυστερούν ή εμποδίζουν την ανάπτυξη σχετικών έργων. Το πρόσφατο παράδειγμα της Μήλου είναι ενδεικτικό. Το περασμένο Σάββατο, στο Συνεδριακό Κέντρο «Γ. Ηλιόπουλος» του νησιού, περίπου 500 δημότες συμμετείχαν σε ανοιχτή εκδήλωση ενημέρωσης που διοργάνωσε ο Δήμος Μήλου με αφορμή την πρόθεση της ΔΕΗ Ανανεώσιμες να αναπτύξει δύο γεωτρήσεις υψηλής ενθαλπίας στο νησί.

Παρά τις προσπάθειες των εκπροσώπων της ΔΕΗ Ανανεώσιμες να εξηγήσουν ότι η σύγχρονη τεχνολογία γεωθερμικών μονάδων δεν έχει σχέση με τα προβλήματα της δεκαετίας του 1980, η συλλογική μνήμη της τοπικής κοινωνίας παραμένει τραυματική. Οι δυσμενείς εμπειρίες του παρελθόντος – περιβαλλοντικές επιπτώσεις, οσμές, μόλυνση και διαταραχή της τοπικής ζωής – έχουν δημιουργήσει ένα ισχυρό υπόβαθρο καχυποψίας, το οποίο δύσκολα ανατρέπεται. Η επίσημη ανακοίνωση του Δήμου Μήλου δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών: η τοπική κοινωνία εκφράζει ρητά και κατηγορηματικά την αντίθεσή της σε οποιαδήποτε ανάπτυξη γεωθερμίας υψηλής ενθαλπίας στο νησί.

Η αντίδραση της Μήλου φέρνει στο προσκήνιο το διαχρονικό έλλειμμα κοινωνικής αποδοχής που χαρακτηρίζει τα περισσότερα γεωθερμικά εγχειρήματα στην Ελλάδα. Η έντονη σεισμικότητα, τα ευαίσθητα υδρολογικά συστήματα, η τουριστική οικονομία και οι πολιτιστικές ιδιαιτερότητες καθιστούν πολλές περιοχές ιδιαίτερα ευάλωτες σε οποιαδήποτε έργα που μπορεί να θεωρηθούν απειλητικά για το περιβάλλον ή την ποιότητα ζωής. Η εμπειρία δείχνει ότι χωρίς συστηματική, διαφανή και διαρκή διαβούλευση με τις τοπικές κοινωνίες, ακόμη και τα πλέον προηγμένα έργα είναι καταδικασμένα να αντιμετωπίζουν αντιστάσεις που οδηγούν σε πολιτικό κόστος, δικαστικές διαμάχες και ματαιώσεις σχεδίων.

Να σημειωθεί πως η ΔΕΗ Ανανεώσιμες διαθέτει ήδη τέσσερις άδειες ερευνών και εκμετάλλευσης υψηλής θερμοκρασίας στις περιοχές της Μήλου, της Νισύρου, των Μεθάνων και της Λέσβου, με στόχο την εγκατάσταση γεωθερμικού σταθμού ισχύος 8 MW στη Λέσβο, στηριζόμενη στα πρόσφατα ευρήματα δυναμικού στη Στύψη. Η γεωγραφική θέση και τα γεωλογικά χαρακτηριστικά της χώρας προσφέρουν σημαντικά γεωθερμικά πεδία, με θερμοκρασίες που κυμαίνονται από 30°C έως 90°C. Ενδεικτικές περιοχές με υψηλό γεωθερμικό δυναμικό, κατάλληλο για ηλεκτροπαραγωγή, είναι η Μήλος, η Νίσυρος, τα Μέθανα και η Λέσβος, ενώ στη Θράκη, στην Κεντρική Μακεδονία και σε άλλες περιοχές της Βόρειας Ελλάδας το γεωθερμικό δυναμικό αξιοποιείται κυρίως για θερμικές χρήσεις. Σήμερα η αξιοποίηση παραμένει περιορισμένη και επικεντρώνεται κυρίως σε εφαρμογές αντλιών θερμότητας εδάφους (GSHPs), με εγκατεστημένη θερμική ισχύ 192 MW. Οι εφαρμογές αυτές προσφέρουν σημαντική εξοικονόμηση ενέργειας σε οικιστικές και βιομηχανικές μονάδες, αλλά απέχουν πολύ από την πλήρη αξιοποίηση του γεωθερμικού δυναμικού για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.

Το υψηλό αρχικό κόστος παραμένει καθοριστικός ανασταλτικός παράγοντας, με το 12-15% του συνολικού κόστους να αφορά την αδειοδότηση και την αρχική εξερεύνηση, ενώ το 80% του συνολικού κόστους γεωθερμικής ηλεκτροπαραγωγής σχετίζεται με τις γεωτρήσεις και τον εξοπλισμό. Το κόστος παραγωγής ενέργειας κυμαίνεται από 40 έως 240 δολάρια ανά μεγαβατώρα, γεγονός που καθιστά τη γεωθερμία σε πολλές περιπτώσεις λιγότερο ανταγωνιστική έναντι άλλων μορφών ανανεώσιμης ενέργειας.

Την ίδια στιγμή, οι αδειοδοτικές διαδικασίες λειτουργούν αποτρεπτικά, καθώς η έγκριση ενός γεωθερμικού έργου μπορεί να διαρκέσει από οκτώ έως δέκα χρόνια, αναστέλλοντας την προσέλκυση επενδύσεων και τη δρομολόγηση έργων. Το γεωλογικό ρίσκο παραμένει επίσης υψηλό, καθώς υπάρχει η πιθανότητα μη ανεύρεσης επαρκούς γεωθερμικού δυναμικού ακόμη και μετά από πολυδάπανες ερευνητικές φάσεις, γεγονός που αυξάνει την αβεβαιότητα και τις ανασφάλειες των επενδυτών. Επιπλέον, η γεωθερμία στην Ελλάδα στερείται της πολιτικής στήριξης που απολαμβάνουν άλλες μορφές ΑΠΕ.

Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας έχει προτείνει στοχευμένες δράσεις για την ανατροπή αυτής της κατάστασης, όπως η απλοποίηση της διαδικασίας αδειοδότησης μέσω ειδικού καθεστώτος για γεωθερμικά έργα, η ενίσχυση της χρηματοδότησης μέσω κρατικών επιδοτήσεων και δημόσιων εγγυήσεων, καθώς και η δημιουργία σταθερών συμβολαίων αγοράς ενέργειας (PPAs) που θα προσφέρουν προβλεψιμότητα και σταθερότητα εσόδων στους επενδυτές.

Σύμμαχος της γεωθερμίας η τεχνολογία

Σύμφωνα με ρεπορτάζ του Bloomberg, παρά το γεγονός πως η Ελλάδα βαδίζει αργά η διεθνής εμπειρία αποδεικνύει ότι η γεωθερμία μπορεί να αποτελέσει έναν από τους βασικούς πυλώνες της πράσινης ενέργειας. Η Ισλανδία, με τη μαζική αξιοποίηση της ηφαιστειακής θερμότητας, κατόρθωσε να μετατραπεί από αναπτυσσόμενη σε μία από τις πιο ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου. Στην Κένυα, η γεωθερμία καλύπτει περίπου το 50% της ηλεκτρικής παραγωγής, προσφέροντας φθηνή και αξιόπιστη ενέργεια σε μια χώρα που επιδιώκει ραγδαία βιομηχανική ανάπτυξη.

Η γεωθερμική παραγωγή έχει μέχρι σήμερα βασιστεί σε τρεις κρίσιμες προϋποθέσεις: υψηλή θερμότητα, ύπαρξη νερού και πορώδη βράχο. Η έλλειψη πορώδους εμποδίζει τη ροή του υγρού και, κατά συνέπεια, την εκμετάλλευση της θερμότητας. Αυτή η τεχνική δυσκολία περιόρισε σημαντικά την εξάπλωση της γεωθερμικής παραγωγής.

Η νέα γενιά εταιρειών, όμως, ανατρέπει τα δεδομένα. Η Fervo Energy και η Sage Geosystems, αξιοποιώντας τεχνικές από τη βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου – όπως η υδραυλική ρωγμάτωση (fracking) – αναπτύσσουν τεχνολογίες «ενισχυμένης γεωθερμίας» (enhanced geothermal systems, EGS). Με τη δημιουργία τεχνητών ρωγμών σε συμπαγείς βράχους, αυτές οι εταιρείες επιτυγχάνουν να μετατρέπουν το υπέδαφος σε έναν τεράστιο εναλλάκτη θερμότητας, χρησιμοποιώντας μόνο την υψηλή θερμότητα ως προϋπόθεση.

Η Fervo ξεκίνησε την εφαρμογή της τεχνολογίας της σε μικρό σταθμό στη Νεβάδα το 2023 και βρίσκεται στη φάση κατασκευής ενός πλήρους σταθμού 400 μεγαβάτ στα βουνά της Γιούτα, με στόχο να τεθεί σε λειτουργία το 2028, καλύπτοντας το 10% της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας της Πολιτείας. Παράλληλα, η Sage Geosystems, έχοντας προέλευση από τη Shell, αναπτύσσει πιλοτικά έργα στο Τέξας, με καινοτόμες μεθόδους αποθήκευσης ενέργειας υπό πίεση στο υπέδαφος – δημιουργώντας ουσιαστικά γεωθερμικές «μπαταρίες». Την πιο τολμηρή κατεύθυνση ακολουθεί η Quaze Energy, η οποία επιχειρεί γεωτρήσεις σε βάθη έως 20 χιλιομέτρων, φιλοδοξώντας να καταστήσει όλο τον πλανήτη γεωθερμικά ενεργό. Εάν τα σχέδια αυτά υλοποιηθούν, κάθε περιοχή της Γης θα μπορούσε να διαθέτει θερμική ενέργεια ισάξια της Ισλανδίας.

Οι νέες τεχνολογίες, σε συνδυασμό με την ανάγκη για σταθερή, καθαρή και ανεξάρτητη ενέργεια, οδηγούν τη γεωθερμία στο επίκεντρο της ενεργειακής μετάβασης. Το Bloomberg φωτογραφίζει ως μεγαλύτερο εμπόδιο το υψηλό αρχικό κόστος: έως και 90 εκατ. δολάρια για μια μόνο γεώτρηση, σε σύγκριση με λιγότερο από 1 εκατ. δολάριο για έναν μικρό σταθμό φυσικού αερίου. Αυτό απαιτεί μακροπρόθεσμα συμβόλαια με κρατικούς ή δημοτικούς φορείς, ώστε να διασφαλίζεται η οικονομική βιωσιμότητα των επενδύσεων. Παράλληλα, υπάρχει ο κίνδυνος πρόκλησης σεισμών: το 2017, μια γεωθερμική γεώτρηση στην Ποχάνγκ της Νότιας Κορέας προκάλεσε σεισμό 5,5 Ρίχτερ, καταδεικνύοντας ότι τα γεωλογικά ρίσκα πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη.

Παρά τους κινδύνους, το ενδιαφέρον για γεωθερμική ανάπτυξη βαθαίνει – κυριολεκτικά και μεταφορικά. Η Quaze Energy στοχεύει να σκάψει ακόμη βαθύτερα: στα 20 χιλιόμετρα, χρησιμοποιώντας νέες τεχνολογίες μικροκυμάτων για τη διάσπαση του σκληρού βασικού πετρώματος (basement rock) όπως ο γρανίτης και το βασάλτη. Αν αυτό επιτευχθεί, κάθε περιοχή του πλανήτη θα μπορούσε να αξιοποιήσει το γεωθερμικό της δυναμικό όπως η Ισλανδία.

Παρά τους κινδύνους, το ενδιαφέρον για γεωθερμική ανάπτυξη βαθαίνει – κυριολεκτικά και μεταφορικά. Η Quaze Energy στοχεύει να σκάψει ακόμη βαθύτερα: στα 20 χιλιόμετρα, χρησιμοποιώντας νέες τεχνολογίες μικροκυμάτων για τη διάσπαση του σκληρού βασικού πετρώματος (basement rock) όπως ο γρανίτης και το βασάλτη. Αν αυτό επιτευχθεί, κάθε περιοχή του πλανήτη θα μπορούσε να αξιοποιήσει το γεωθερμικό της δυναμικό όπως η Ισλανδία. Σε τελική ανάλυση, «ζούμε σε έναν τεράστιο θερμικό κινητήρα. Και όσο βαθύτερα σκάβουμε, τόσο πιο κοντά φτάνουμε σε μια εποχή όπου η αστείρευτη ενέργεια της Γης», σημειώνει η ανάλυση του Bloomberg.

Διαβάστε ακόμη