«Η ευρωπαϊκή βιομηχανία παραγωγής φωτοβολταϊκών βρίσκεται υπό τεράστια πίεση». Με αυτήν τη φράση ξεκίνησε να διατυπώνει τις θέσεις του ο Christoph Podewils, Γενικός Γραμματέας του ESMC, του συνδέσμου των Ευρωπαίων κατασκευαστών φωτοβολταϊκών, σε συνέντευξη που παραχώρησε στο energygame.gr. Και δεν φαίνεται να έχει άδικο. Σύμφωνα με τον ίδιο, «ο παγκόσμιος ανταγωνισμός κάθε άλλο παρά δίκαιος είναι, ιδιαίτερα οι Κινέζοι κατασκευαστές επωφελούνται από μαζική κρατική στήριξη και κυριαρχούν στην αγορά με εξαιρετικά χαμηλές τιμές. Πωλούν στην Ευρώπη σε τιμές χαμηλότερες από εκείνες που επιτυγχάνουν στην Κίνα. Αυτό πληροί τον ορισμό της αθέμιτης τιμολόγησης (dumping) σύμφωνα με την ΕΕ. Μέχρι στιγμής, οι Ευρωπαίοι κατασκευαστές δεν έχουν λάβει καμία προστασία».

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ξεκινήσει να εξετάζει τις επιλογές της σε εμπορικό επίπεδο, αναφέρει. «Στη φαρέτρα» της βρίσκονται οι δασμοί, αλλά και εργαλεία όπως η θέσπιση ελαχίστων τιμών. Ωστόσο, η ΕΕ κινείται με αργούς ρυθμούς και συχνά όχι αποδοτικά. «Στην Ευρώπη έως τώρα λείπουν γρήγορα και στοχευμένα χρηματοδοτικά εργαλεία. Προγράμματα όπως το Ταμείο Καινοτομίας ή τα IPCEIs είναι σημαντικά, αλλά συχνά είναι υπερβολικά αργά ή περίπλοκα», επισημαίνει ο κ. Podewils. Ένα ακόμη πρόβλημα είναι οι δημόσιες προμήθειες (public procurement). Μέχρι τώρα οι διαγωνισμοί λαμβάνουν υπόψη κυρίως την τιμή και την απόδοση, αλλά όχι τη βιωσιμότητα ή την προέλευση των φωτοβολταϊκών. Αυτό δημιουργεί ένα συστημικό μειονέκτημα για τους Ευρωπαίους κατασκευαστές, παρόλο που αυτοί παράγουν με σημαντικά μεγαλύτερη διαφάνεια και βιωσιμότητα, αναφέρει.

Τα μέτρα που έχει λάβει η ΕΕ

Σύμφωνα με τον Γενικό Γραμματέα του ESMC, η Ευρωπαϊκή Ένωση «στα χαρτιά» έχει κάνει ήδη πολλά: Έχει δημιουργήσει τον Κανονισμό για τη Βιομηχανία Μηδενικών Εκπομπών (Net-Zero Industry Act) ως κεντρικό εργαλείο, θέτοντας για πρώτη φορά δεσμευτικούς στόχους για την παραγωγή καθαρών τεχνολογιών στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων των φωτοβολταϊκών. Κεντρικό στοιχείο του Κανονισμού αποτελούν τα λεγόμενα κριτήρια βιωσιμότητας και ανθεκτικότητας, τα οποία θα πρέπει να εφαρμόζονται στις δημόσιες προμήθειες και σε ορισμένους από τους διαγωνισμούς για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Αυτά τα κριτήρια θα μπορούσαν να διασφαλίσουν ότι θα δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στη βιωσιμότητα και στις στρατηγικές εξαρτήσεις κατά την ανάθεση, ακόμη κι αν αυτό συνεπάγεται υψηλότερες επιδοτήσεις, δηλαδή περισσότερα χρήματα για τους κατασκευαστές φωτοβολταϊκών.

Ο Κανονισμός για τη Βιομηχανία Μηδενικών Εκπομπών θα αρχίσει να εφαρμόζεται σταδιακά από φέτος. Ωστόσο, τα δυνητικά οφέλη παραμένουν πολύ μικρά σε σύγκριση με τα τεράστια μειονεκτήματα που προκαλεί το κινεζικό dumping, σχολιάζει ο Christoph Podewils. Ακόμη και τα έργα που λαμβάνουν χρηματοδότηση από το Ταμείο Καινοτομίας της ΕΕ επηρεάζονται αρνητικά από την κατάσταση, συνεχίζει. «Το Ταμείο Καινοτομίας καλύπτει σημαντικό μέρος του επενδυτικού κόστους για εργοστάσια παραγωγής φωτοβολταϊκών, κάτι που είναι φυσικά θετικό. Ωστόσο, το γεγονός ότι ακόμα και εργοστάσια που λαμβάνουν επιχορήγηση δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τους Κινέζους προμηθευτές λόγω του φαινομένου dumping, αποτελεί αρνητικό στοιχείο, με αποτέλεσμα οι επενδυτές να είναι διστακτικοί στο να αξιοποιήσουν τελικά τη χρηματοδότηση του Ταμείου και να προχωρήσουν στην κατασκευή των εργοστασίων», υποστηρίζει.

Πέρα από το ευρωπαϊκό επίπεδο στήριξης, υπάρχει κινητικότητα και σε εθνικό επίπεδο. Τέτοια παραδείγματα εθνικής στήριξης είναι κάποια μέτρα στοχευμένης χρηματοδότησης στη Γαλλία ή την Ιταλία. «Εκεί φαίνεται ξεκάθαρα ότι τέτοιου είδους μέτρα μπορούν να αποδώσουν, όταν εφαρμόζονται γρήγορα στην πράξη», αναφέρει.

Έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικά τα ευρωπαϊκά μέτρα που έχουν ληφθεί έως τώρα; «Κατά κάποιον τρόπο, ναι», απαντά ο Γενικός Γραμματέας του ESMC. Και εξηγεί: «Υπάρχουν αρκετά έργα στην Ευρώπη σε κλίμακα gigawatt, τα οποία βρίσκονται κοντά σε τελική επενδυτική απόφαση. Όλα έχουν αναπτυχθεί με την πεποίθηση ότι η ΕΕ είναι σοβαρή ως προς την αναζωογόνηση της βιομηχανίας φωτοβολταϊκών. Και όλα περιμένουν απλώς οι εξαγγελίες να συνοδευτούν από συγκεκριμένες συνθήκες στην αγορά και ουσιαστικά οφέλη για τους Ευρωπαίους κατασκευαστές, για μεγαλύτερη βιωσιμότητα στις συνθήκες εργασίας και στην περιβαλλοντική προστασία, μεγαλύτερη ανθεκτικότητα στον ενεργειακό εφοδιασμό και επίσης αυξημένη κυβερνοασφάλεια, ειδικά για τους μετατροπείς (inverters)».

Ωστόσο, σύμφωνα με τον ίδιο, αυτό που μετράει τώρα είναι η ταχύτητα. Τα κράτη-μέλη της ΕΕ πρέπει να εφαρμόσουν γρήγορα και με φιλοδοξία τον Κανονισμό για τη Βιομηχανία Μηδενικών Εκπομπών. Tα κριτήρια ανθεκτικότητας χρειάζονται σαφή ορισμό και υποχρεωτική εφαρμογή. Όσον αφορά τη βιωσιμότητα, πρέπει να αξιοποιηθούν τα «δυνατά χαρτιά» της Ευρώπης, όπως το σημαντικά καλύτερο αποτύπωμα CO₂ στο ενεργειακό μείγμα σε σύγκριση με τις ασιατικές χώρες, για παράδειγμα. Όσον αφορά τις συνθήκες εργασίας, πρέπει να διασφαλιστεί ότι δεν εγκαθίστανται σε ευρωπαϊκές χώρες φωτοβολταϊκά που κατασκευάζονται με καταναγκαστική εργασία, όπως στην κινεζική επαρχία Σιντζιάνγκ. Όσον αφορά το γυαλί που προορίζεται για φωτοβολταϊκά, πρέπει να εξασφαλιστεί ότι μπορεί να ανακυκλωθεί, κάτι που συχνά σήμερα δεν ισχύει. «Η λίστα συνεχίζεται, αλλά είναι πάντα σημαντικό η Ευρώπη να δαπανά χρήματα για ανθεκτικότητα και βιωσιμότητα μόνο όταν εξασφαλίζει πραγματική αξία, και όχι αμφιλεγόμενα σήματα “πράσινου” ή “λευκού ξεπλύματος”», τονίζει.

Μπορεί η ευρωπαϊκή βιομηχανία φωτοβολταϊκών να αντεπιτεθεί και να γίνει ανταγωνιστική;

«Απολύτως», απαντά ο Christoph Podewils. «Ας μην ξεχνάμε ότι οι σημερινές τεχνολογίες κυψελών προέρχονται από ευρωπαϊκά ερευνητικά ινστιτούτα και ότι διαθέτουμε ακόμα όλους τους κατασκευαστές μηχανημάτων που απαιτούνται για ολόκληρη την αλυσίδα παραγωγής φωτοβολταϊκών». Ωστόσο, αναφέρει πως για να αξιοποιήσουμε πλήρως αυτό το πλεονέκτημα, χρειαζόμαστε μια ισχυρή βιομηχανική πολιτική. «Αυτό ακριβώς περιμένουν τα μέλη μας από την Ευρώπη. Και πιστεύω ότι είναι απολύτως δίκαιο. Η Κίνα εφαρμόζει με αποφασιστικότητα μια ξεκάθαρη βιομηχανική στρατηγική, οπότε κι εμείς στην Ευρώπη δεν θα πρέπει να τους αφήσουμε να μας πάρουν το ψωμί από το τραπέζι», καταλήγει.

Κλείνοντας, ο κ. Podewils αναφέρθηκε στη γεωπολιτική σημασία των φωτοβολταϊκών, με δεδομένο το διεθνές περιβάλλον ανταγωνισμού που έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια και περισσότερο το τελευταίο διάστημα. «Μια ισχυρή ευρωπαϊκή βιομηχανία φωτοβολταϊκών δεν είναι αυτοσκοπός», δηλώνει, αλλά «εξασφαλίζει μακροπρόθεσμη γεωπολιτική ελευθερία και αποτρέπει τη δημιουργία νέων εξαρτήσεων σε μια κρίσιμη τεχνολογία του μέλλοντος». «Τα φωτοβολταϊκά είναι η ραχοκοκαλιά της ενεργειακής μετάβασης, και όποιος δεν κατέχει την τεχνολογία αυτή ο ίδιος, δεν μπορεί να εγγυηθεί μακροπρόθεσμα την ασφάλεια εφοδιασμού ή την επίτευξη των κλιματικών στόχων», συμπληρώνει. Τέλος, ο Christoph Podewils εκτιμά πως το παράθυρο ευκαιρίας για να οικοδομηθεί μια ανθεκτική βιομηχανία παραμένει ανοιχτό, «αλλά θα κλείσει γρήγορα αν η ΕΕ και τα κράτη-μέλη της δεν δράσουν μέσα στους επόμενους μήνες».

Διαβάστε ακόμη