Την ώρα που η ΕΕ παλεύει να απεξαρτηθεί από τα ορυκτά καύσιμα και να ενισχύσει την ενεργειακή της ασφάλεια, ένα κρίσιμο αλλά συχνά παραμελημένο κομμάτι του παζλ είναι η θέρμανση και η ψύξη. Τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι μόλις οκτώ χώρες ξεπερνούν το 50% σε χρήση ανανεώσιμων πηγών (αντλίες θερμότητας, βιομάζα, ηλιακοί θερμοσίφωνες κλπ) για θέρμανση και ψύξη– με την Ισλανδία να φτάνει το εντυπωσιακό 84%. Στη μέση αυτού του χάρτη προόδου βρίσκεται η Ελλάδα: με ποσοστό 36%, δεν πρωταγωνιστεί, αλλά ξεχωρίζει για κάτι άλλο – κατέγραψε μία από τις μεγαλύτερες αυξήσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μέσα σε έναν μόλις χρόνο.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα δεδομένα της Eurostat, σχετικά με τη χρήση ΑΠΕ για θέρμανση και ψύξη μεταξύ 2022 και 2023, η Ελλάδα σημείωσε αύξηση 4,9 ποσοστιαίων μονάδων. Αυτή η αύξηση κατατάσσει την Ελλάδα στις τρεις χώρες της ΕΕ με τη μεγαλύτερη πρόοδο στον τομέα αυτό κατά την εν λόγω περίοδο.
Η Ισλανδία πρωταγωνιστεί, ποιες χώρες της ΕΕ ακολουθούν
Ο μέσος όρος της ΕΕ για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στη θέρμανση και την ψύξη έφτασε το 26,2%, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Eurostat από το 2023. Ενώ αυτό σηματοδοτεί πρόοδο, μόνο οκτώ χώρες -κυρίως στις σκανδιναβικές και βαλτικές περιοχές- εκτοξεύονται μπροστά με πάνω από το ήμισυ των αναγκών θέρμανσης να καλύπτονται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Η Ισλανδία προηγείται με 84%, ενώ η Σουηδία, η Εσθονία και το Μαυροβούνιο ακολουθούν από κοντά με 67%.
Αντίθετα, οι γίγαντες της Δυτικής Ευρώπης -όπως η Γερμανία, η Ισπανία και η Ιταλία- υπολείπονται, κυρίως λόγω της κυριαρχίας των ατομικών λεβήτων φυσικού αερίου και των αργών αλλαγών πολιτικής. Η Ιρλανδία είναι η χαμηλότερη στην ΕΕ με μόλις 8%.
Οι ειδικοί τονίζουν ότι η στήριξη στην ηλεκτρική ενέργεια, όπως στη Νορβηγία, δεν αντικατοπτρίζεται πάντα στα στατιστικά στοιχεία για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας λόγω του τρόπου με τον οποίο υπολογίζεται η ηλεκτρική ενέργεια από αντλίες θερμότητας. Παρ’ όλα αυτά, οι χώρες με ισχυρά συστήματα τηλεθέρμανσης προχωρούν ταχύτερα, καθώς είναι ευκολότερο να αλλάξει ένα κεντρικό σύστημα παρά χιλιάδες σπίτια.
Όσον αφορά το μέλλον, οι εμπειρογνώμονες προειδοποιούν ότι ο σημερινός ρυθμός προόδου -περίπου 1% κάθε δύο χρόνια- είναι πολύ αργός για να επιτευχθούν οι στόχοι της ΕΕ για το κλίμα μέχρι το 2030. Για την επιτάχυνση, οι στοχευμένες επενδύσεις σε αντλίες θερμότητας, ηλιακά θερμικά συστήματα και τηλεθέρμανση είναι ζωτικής σημασίας. Για χώρες όπως η Ελλάδα, η απελευθέρωση του πλήρους δυναμικού τους σε ανανεώσιμες πηγές θέρμανσης θα μπορούσε όχι μόνο να βοηθήσει στην επίτευξη των κλιματικών στόχων αλλά και να ενισχύσει την ενεργειακή ανεξαρτησία και την ανθεκτικότητα.
Διαβάστε ακόμη