Η αδυναμία του ελληνικού ενεργειακού συστήματος να απορροφήσει την πλεονάζουσα ενέργεια που παράγουν οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) σε περιόδους υψηλής ηλιοφάνειας ή ισχυρών ανέμων έχει ήδη οδηγήσει σε σοβαρές ανισορροπίες. Οι περικοπές παραγωγής (curtailments) συνεχώς αυξάνονται, ενώ οι μηδενικές ή αρνητικές τιμές στην Αγορά Επόμενης Ημέρας (DAM) γίνονται όλο και συχνότερο φαινόμενο, προκαλώντας σημαντικές επιπτώσεις στους παραγωγούς ΑΠΕ και στις επενδύσεις. «Δεν μπορούμε να μιλάμε για διείσδυση ΑΠΕ χωρίς να έχουμε λύσει το ζήτημα της απορρόφησης της παραγωγής τους. Αν δεν αυξήσουμε τις δυνατότητες αποθήκευσης και τις διασυνδέσεις, θα συνεχίσουμε να βλέπουμε περικοπές ενέργειας και πίεση στις τιμές», δήλωσε ο Δημήτρης Φούρλαρης, Αντιπρόεδρος στον κλάδο της ενέργειας της ΡΑΑΕΥ, στη Βουλή κατά τη συνεδρίαση της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Προστασίας Περιβάλλοντος.
Αλλά θα χρειαστούμε και πρόσθετα εργαλεία. «Η αποθήκευση είναι βασικό εργαλείο, αλλά δεν αρκεί. Ακόμα και αν όλα αυτά τα έργα υλοποιηθούν, θα έχουμε μόνο μερικές ώρες κάλυψης του συστήματος. Για να λύσουμε το πρόβλημα, χρειαζόμαστε περισσότερη χωρητικότητα, και κυρίως, καλύτερη διαχείριση της παραγωγής», τόνισε ο αντιπρόεδρος της ΡΑΑΕΥ. Όλες οι ενδείξεις, πάντως, συνηγορούν στο ότι υπάρχει τεράστιο επενδυτικό ενδιαφέρον. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι αιτήσεις σύνδεσης στο σύστημα μεταφοράς ξεπερνούν ήδη τα 19.000 MW.
Σύμφωνα με επικαιροποιημένα στοιχεία της ΡΑΑΕΥ η συνολική εγκατεστημένη ισχύς των ΑΠΕ στην Ελλάδα ανέρχεται πλέον σε 14,335 GW, με τα αιολικά να έχουν φτάσει τα 5,227 GW και τα φωτοβολταϊκά τα 8,652 GW. Η ραγδαία αυτή ανάπτυξη, αν και θετική από περιβαλλοντική και ενεργειακή άποψη, δημιουργεί σοβαρές προκλήσεις για τη σταθερότητα του συστήματος και την απορρόφηση της παραγωγής. Παράλληλα, η συμβατική ηλεκτροπαραγωγή παραμένει σε σημαντικά επίπεδα, με 6,889 MW από φυσικό αέριο, 3,171 MW από μεγάλα υδροηλεκτρικά, ενώ ο λιγνίτης, αν και μειωμένος, εξακολουθεί να διατηρεί ισχύ 2,602 MW.
Για να αντιμετωπιστεί η ενεργειακή συμφόρηση, η Ελλάδα έχει ήδη αδειοδοτήσει 1.287 έργα αποθήκευσης, συνολικής ισχύος 63,598 MW και χωρητικότητας 237,514,9 MWh. Από αυτά, 1.229 σταθμοί μπαταριών αντιπροσωπεύουν 50,682,6 MW ισχύος και 124,950,6 MWh χωρητικότητας, ενώ οι 58 αντλησιοταμιευτικοί σταθμοί κατέχουν 12,915,7 MW και 112,564,3 MWh, αντίστοιχα. Οι αριθμοί αυτοί δείχνουν μια σημαντική ενίσχυση των υποδομών αποθήκευσης, αλλά εξακολουθούν να είναι ανεπαρκείς για να απορροφήσουν πλήρως την περίσσεια ενέργειας.
Σύμφωνα με στοιχεία της ΡΑΑΕΥ, η αγορά περιλαμβάνει επίσης σταθμούς ΑΠΕ με ενσωματωμένη αποθήκευση, οι οποίοι διαθέτουν 14,433,6 MW ισχύος και 24,700,8 MWh χωρητικότητας, ενώ τα ειδικά έργα παραγωγής ΑΠΕ με δυνατότητα απορρόφησης ανέρχονται σε 7,000,7 MW ισχύος και 16,103,4 MWh αποθηκευτικής χωρητικότητας. Παρά το θετικό βήμα προς τη σταθεροποίηση του συστήματος, οι σημερινές δυνατότητες αποθήκευσης εξακολουθούν να καλύπτουν μόνο ένα μικρό μέρος των αναγκών που δημιουργούνται από την αυξημένη παραγωγή ΑΠΕ.
Υπενθυμίζεται πως πριν λίγες ημέρες το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ) απηύθυνε κάλεσμα στην αγορά για την εγκατάσταση αυτόνομων μπαταριών χωρίς κανενός είδους ενίσχυση, αλλά με κίνητρο τις fast-track αδειοδοτήσεις. Το γεγονός αυτό μπορεί να αλλάξει ριζικά το τοπίο της αποθήκευσης ενέργειας στην Ελλάδα. Σύμφωνα με το σχέδιο της Υπουργικής Απόφασης που τέθηκε σε διαβούλευση, η χώρα ανοίγει τον δρόμο για έργα συνολικής ισχύος 3.550 MW.
Αν το μέτρο προχωρήσει όπως έχει σχεδιαστεί, σε συνδυασμό με τα 900 MW μικρών μπαταριών στο δίκτυο διανομής και τα 2.650 MW μεγάλων μπαταριών που θα συνδεθούν στο σύστημα μεταφοράς, η συνολική αποθηκευτική ικανότητα της χώρας θα ξεπεράσει τα 4.450 MW. Αυτό σημαίνει ότι όχι μόνο θα καλυφθεί ο στόχος του 2030 που έχει τεθεί στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) για 4.350 MW, αλλά θα επιτευχθεί τουλάχιστον δύο χρόνια νωρίτερα.
Τα έργα που θα ενταχθούν στο μέτρο θα πρέπει να υλοποιηθούν σε αυστηρά χρονικά περιθώρια. Στο πιο αισιόδοξο σενάριο, ο στόχος του ΕΣΕΚ θα επιτευχθεί τουλάχιστον δύο χρόνια νωρίτερα από το τέλος της δεκαετίας. Αυτό σημαίνει ότι η ταχεία ανάπτυξη των μπαταριών θα συμπέσει με την εξίσου ραγδαία διείσδυση των φωτοβολταϊκών, η οποία εξελίσσεται με ταχύτερους ρυθμούς από τις αρχικές προβλέψεις του ΕΣΕΚ. Ωστόσο, αυτή η επιτάχυνση δημιουργεί προκλήσεις στο σύστημα, όπως η αύξηση των περικοπών παραγωγής, επιφέροντας λειτουργικές «αρρυθμίες».
Οι διασυνδέσεις αποτελούν μια ακόμα κρίσιμη πτυχή της λύσης. Σήμερα, η Ελλάδα διαθέτει 5,2 GW διασυνδέσεων, αλλά μέχρι το 2030 αναμένεται η αύξηση στα 8,5 GW. Στα έργα που έχουν δρομολογηθεί περιλαμβάνονται:
- Η δεύτερη διασύνδεση Ελλάδας – Βουλγαρίας, η οποία έχει ήδη τεθεί σε λειτουργία.
- Η διασύνδεση Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ, ένα έργο με στρατηγική σημασία για τη διαφοροποίηση των πηγών ενέργειας.
- Η δεύτερη διασύνδεση με την Ιταλία, η οποία θα επιτρέψει μεγαλύτερη ροή ενέργειας προς την Κεντρική Ευρώπη.
«Οι διασυνδέσεις μας είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα. Αν είχαμε τις δυνατότητες μεταφοράς ενέργειας που έχουν άλλες χώρες της Ευρώπης, θα μπορούσαμε να εξάγουμε το πλεόνασμα αντί να οδηγούμαστε σε μηδενικές τιμές και περικοπές παραγωγής», εξήγησε ο κ. Φούρλαρης.
Η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση των διεθνών διασυνδέσεων σημαίνει ότι η χώρα θα συνεχίσει να χάνει σημαντικά ποσά από εξαγωγές ενέργειας, ενώ η εγχώρια αγορά θα πιέζεται από χαμηλές τιμές. Οι σταθμισμένες τιμές στις δημοπρασίες έργων ΑΠΕ ανήλθαν στα 37,6 €/MWh, δηλαδή 30% χαμηλότερα από την τιμή εκκίνησης των 54 €/MWh, ενώ οι σταθμισμένες τιμές στα έργα αποθήκευσης κινήθηκαν κάτω του 50% της τιμής εκκίνησης.
«Αυτές οι εξελίξεις δημιουργούν έναν φαύλο κύκλο. Οι χαμηλές τιμές αποτρέπουν νέες επενδύσεις, και αν δεν συνεχίσουμε να επενδύουμε, θα καταλήξουμε να έχουμε λιγότερη ισχύ και λιγότερες επιλογές διαχείρισης της αγοράς», σημείωσε χαρακτηριστικά ο Δ. Φούρλαρης.
Η επόμενη περίοδος θα είναι καθοριστική για το ενεργειακό μέλλον της Ελλάδας. Η ΡΑΑΕΥ και η κυβέρνηση καλούνται να λάβουν κρίσιμες αποφάσεις για την αποθήκευση, τις διασυνδέσεις και τους μηχανισμούς αποζημίωσης, ώστε να διασφαλίσουν ότι η ραγδαία ανάπτυξη των ΑΠΕ δεν θα μετατραπεί σε παράγοντα αποσταθεροποίησης της αγοράς. «Δεν υπάρχει χρόνος για καθυστερήσεις. Οι λύσεις πρέπει να εφαρμοστούν άμεσα, διαφορετικά θα δούμε ακόμα πιο έντονα προβλήματα στην αγορά», κατέληξε ο Δημήτρης Φούρλαρης.
Διαβάστε ακόμη