Η ραγδαία ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) είναι το πιο εντυπωσιακό στοιχείο της ενεργειακής μετάβασης στην Ελλάδα. Μέσα σε λίγα χρόνια, η χώρα κατάφερε να περάσει από την εξάρτηση από τον λιγνίτη σε ένα ενεργειακό μείγμα όπου οι ΑΠΕ κατέχουν πλέον δεσπόζουσα θέση. Η επένδυση στις ΑΠΕ δεν είναι απλώς περιβαλλοντική επιλογή, αλλά στρατηγική κίνηση για την οικονομία και την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας.

Η Ελλάδα ανάμεσα στους πρωταγωνιστές

Τα τελευταία χρόνια, η χώρα έχει καταγράψει μία από τις μεγαλύτερες αυξήσεις στη διείσδυση των ΑΠΕ στην Ευρώπη. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το 2023 το 48,2% της ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας προερχόταν από ΑΠΕ, τοποθετώντας την Ελλάδα στη 10η θέση μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Η επίδοση αυτή δεν είναι τυχαία, καθώς τα τελευταία πέντε χρόνια η χώρα έχει προσελκύσει επενδύσεις ύψους 9,5 δισ. ευρώ σε έργα ΑΠΕ και συναφή υποδομές, σύμφωνα με έκθεση της διαΝΕΟσις.

Η επέκταση της αιολικής και ηλιακής ενέργειας αποτέλεσε τον κύριο μοχλό αυτής της ανάπτυξης. Το 2024 η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ (εξαιρουμένων των μεγάλων υδροηλεκτρικών) έφτασε τις 25,2 TWh, υπερδιπλάσια σε σχέση με το 2019, όταν ήταν μόλις 12,2 TWh. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης ανέρχεται στο 15,6%, ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη.

Η πορεία αυτή ευθυγραμμίζεται με τη γενικότερη ευρωπαϊκή τάση. Το 2023, οι ΑΠΕ αντιστοιχούσαν στο 45,3% της συνολικής ηλεκτροπαραγωγής στην ΕΕ, καταγράφοντας την υψηλότερη ετήσια αύξηση από το 2004. Στην κατανομή των τεχνολογιών, η αιολική ενέργεια (38,5%) και η υδροηλεκτρική (28,2%) αποτελούσαν τα δύο τρίτα της παραγωγής από ΑΠΕ, ενώ η ηλιακή ενέργεια (20,5%) ήταν η ταχύτερα αναπτυσσόμενη πηγή, με εκρηκτική αύξηση από 7,4 TWh το 2008 σε 252,1 TWh το 2023.

Αντλησιοταμίευση και αποθήκευση στο επίκεντρο

Η επιτυχία της ενεργειακής μετάβασης δεν βασίζεται μόνο στις επενδύσεις σε νέες ΑΠΕ αλλά και στη δυνατότητα ενσωμάτωσής τους στο σύστημα. Έργα αποθήκευσης και αναβάθμισης των δικτύων, καθώς και νέες πρωτοβουλίες στον τομέα των υπεράκτιων αιολικών, διαμορφώνουν έναν νέο ενεργειακό χάρτη για την Ελλάδα.

Η αντλησιοταμίευση αποτελεί μία από τις πιο υποσχόμενες λύσεις για την αποθήκευση ενέργειας, επιτρέποντας τη μέγιστη αξιοποίηση των ΑΠΕ. Στην Ελλάδα η ΔΕΗ και η ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή, έχουν δρομολογήσει κομβικά έργα. Η ΔΕΗ σχεδιάζει τη μετατροπή του πρώην λιγνιτικού πεδίου του Νοτίου Πεδίου στη Δυτική Μακεδονία σε έργο αντλησιοταμίευσης ισχύος 227 MW, το οποίο βρίσκεται στη φάση αδειοδότησης. Παράλληλα, η ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή αναπτύσσει το έργο αντλησιοταμίευσης στην Αμφιλοχία, ισχύος 680 MW, το οποίο έχει ήδη εισέλθει σε φάση κατασκευής. Αυτά τα έργα αποθήκευσης, συνολικής ισχύος άνω του 1 GW, αναμένεται να διασφαλίσουν τη σταθερότητα του δικτύου και να βελτιστοποιήσουν τη διαχείριση της πράσινης ενέργειας.

Η ενεργειακή μετάβαση, όμως, δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς ισχυρά έργα αποθήκευσης που θα επιτρέψουν την πλήρη αξιοποίηση της πράσινης παραγωγής. Σε αυτήν την κατεύθυνση, ένα ακόμα σημαντικό έργο παίρνει σάρκα και οστά, με την πρώτη μεγάλη επένδυση αποθήκευσης ενέργειας στη χώρα να προγραμματίζεται για το τέλος του 2025. Πρόκειται για το πάρκο μπαταριών συνολικής ισχύος 100 MW που κατασκευάζει η Helleniq Energy στις βιομηχανικές της εγκαταστάσεις στη Θεσσαλονίκη. Οι τρεις μονάδες αποθήκευσης θα έχουν ονομαστική ισχύ 50 MW η μεγαλύτερη και από 25 MW οι άλλες δύο, παρέχοντας κρίσιμες λύσεις ευελιξίας και σταθερότητας στο δίκτυο.

Στο κάδρο τα υπεράκτια αιολικά

Εκτός από την αποθήκευση, ένα άλλο μεγάλο στοίχημα είναι η ανάπτυξη υπεράκτιων αιολικών πάρκων, ένας τομέας όπου η Ελλάδα κάνει τα πρώτα της βήματα. Οι Όμιλοι Motor Oil και ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή συνεργάζονται για την ανάπτυξη του πρώτου υπεράκτιου αιολικού πάρκου στην Ελλάδα, ισχύος 400 MW, στη θαλάσσια περιοχή νότια της Αλεξανδρούπολης και βόρεια της Σαμοθράκης. Το έργο αυτό θα είναι το πρώτο του είδους του στη χώρα και αναμένεται να ολοκληρωθεί έως το τέλος της δεκαετίας, συμβάλλοντας καθοριστικά στην επίτευξη των εθνικών στόχων για την πράσινη μετάβαση.

Στην ίδια περιοχή, η ΔΕΗ Ανανεώσιμες, σε συνεργασία με τους Ομίλους Κοπελούζου και Σαμαρά, αναπτύσσει το δεύτερο πιλοτικό υπεράκτιο αιολικό πάρκο, ισχύος 216 MW. Η άδεια παραγωγής του έργου ανήκε αρχικά στον όμιλο Κοπελούζου, αλλά μεταβιβάστηκε στη ΔΕΗ Ανανεώσιμες τον Δεκέμβριο του 2023. Το έργο εμπίπτει στο εθνικό πρόγραμμα ανάπτυξης υπεράκτιων αιολικών πάρκων, το οποίο προβλέπει πιλοτική ανάπτυξη έως 600 MW συνολικά.

Αυτά τα υπεράκτια αιολικά πάρκα, εκτός από την παραγωγή πράσινης ενέργειας, θα αποτελέσουν πρότυπο για τη συνύπαρξη των ΑΠΕ με άλλους τομείς, όπως η ναυσιπλοΐα και ο τουρισμός. Παράλληλα, αναδεικνύουν τη στρατηγική σημασία της Ελλάδας ως κόμβου ανανεώσιμης ενέργειας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.

Η στρατηγική σύνδεση ΑΠΕ και βιομηχανίας

Η ενεργειακή μετάβαση δεν αφορά μόνο την παραγωγή καθαρής ενέργειας αλλά και τη διαμόρφωση μιας νέας βιομηχανικής πολιτικής, όπου οι ΑΠΕ συνδέονται με την παραγωγή κρίσιμων πρώτων υλών και μετάλλων. Η συμφωνία της Metlen με τη Rio Tinto για την προμήθεια αλουμίνας σφραγίζει και επίσημα τη βιωσιμότητα της επένδυσης των 300 εκατ. ευρώ για τη νέα γραμμή παραγωγής βωξίτη, αλουμίνας και γαλλίου στο εργοστάσιο της «Αλουμίνιον» στον Άγιο Νικόλαο Βοιωτίας, «κλειδώνοντας» πελατεία και έσοδα για πάνω από μια δεκαετία.

Με την εξασφάλιση των πωλήσεων αλουμίνας, ολοκληρώνεται ένα σημαντικό σκέλος αυτής της επένδυσης, η οποία προγραμματίζεται να ξεκινήσει παραγωγή το 2027. Αυτό θα επιτρέψει στη Metlen να ενισχύσει τη θέση της ως προμηθευτής της ευρωπαϊκής αγοράς σε κρίσιμα μέταλλα, σε μια περίοδο που η παγκόσμια αλυσίδα εφοδιασμού επηρεάζεται από τις εμπορικές εντάσεις μεταξύ μεγάλων οικονομικών δυνάμεων.

Η επόμενη ημέρα

Η Ελλάδα βρίσκεται σε κομβικό σημείο της ενεργειακής της μετάβασης. Ο στόχος για 28 GW εγκατεστημένης ισχύος ΑΠΕ έως το 2030 είναι εφικτός, εφόσον επιταχυνθεί η υλοποίηση κρίσιμων έργων υποδομών. Η ενίσχυση των ηλεκτρικών διασυνδέσεων, τόσο εντός Ελλάδας όσο και με γειτονικές χώρες, αποτελεί προτεραιότητα, ώστε να μην χάνεται πολύτιμη πράσινη ενέργεια λόγω περιορισμών στο δίκτυο.

Η πράσινη μετάβαση δεν είναι πλέον μια εναλλακτική επιλογή, αλλά η κινητήρια δύναμη της ελληνικής ενεργειακής πολιτικής. Η χώρα έχει ήδη αποδείξει ότι μπορεί να ηγηθεί στην περιοχή της. Η επόμενη πρόκληση είναι να κεφαλαιοποιήσει αυτή την επιτυχία, να επεκτείνει τις επενδύσεις και να μετατρέψει την ανανεώσιμη ενέργεια σε κινητήρα ανάπτυξης για τις επόμενες δεκαετίες.

Διαβάστε ακόμη