Η Ελλάδα βρίσκεται σε μια καθοριστική στιγμή για το ενεργειακό της μέλλον, καθώς η μετάβαση στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) επιταχύνεται, αναδιαμορφώνοντας τον ενεργειακό χάρτη της χώρας. Το 2024 σηματοδότησε μια ιστορική καμπή, με τις ΑΠΕ να καλύπτουν το 55,3% της συνολικής ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας. Για πρώτη φορά, η χώρα κατέγραψε ενεργειακό πλεόνασμα 307 MWh, μειώνοντας την εξάρτησή της από εισαγόμενη ηλεκτρική ενέργεια και ενισχύοντας τη θέση της ως έναν από τους ταχύτερα αναπτυσσόμενους «παίκτες» της Ευρώπης στη βιώσιμη ενέργεια.
Ωστόσο, αυτή η δυναμική ανάπτυξη συνοδεύεται από κρίσιμες προκλήσεις, οι οποίες, αν δεν αντιμετωπιστούν άμεσα, ενδέχεται να λειτουργήσουν ως τροχοπέδη στη συνέχιση της προόδου. Σύμφωνα με την έκθεση της διαΝΕΟσις «Προκλήσεις και Προοπτικές της Διείσδυσης των ΑΠΕ στην Ελληνική Ηλεκτροπαραγωγή», το ενεργειακό σύστημα της χώρας δοκιμάζεται από σοβαρές αδυναμίες:
- Ελλείψεις στις υποδομές αποθήκευσης ενέργειας, οι οποίες είναι απαραίτητες για τη σταθεροποίηση του δικτύου και την πλήρη αξιοποίηση της μεταβλητής παραγωγής των ΑΠΕ.
- Γηρασμένο και κορεσμένο δίκτυο μεταφοράς και διανομής, που περιορίζει την περαιτέρω ενσωμάτωση καθαρής ενέργειας και επιβαρύνει το σύστημα.
- Ανεπαρκής διασύνδεση με το διεθνές δίκτυο, γεγονός που περιορίζει τις εξαγωγές πλεονάζουσας πράσινης ενέργειας και τη συνολική ενεργειακή ευελιξία της χώρας.
Η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σημείο: είτε θα εκμεταλλευτεί το δυναμικό της, επενδύοντας σε δίκτυα, αποθήκευση και διασυνδέσεις, είτε θα δει την ενεργειακή της επανάσταση να παγιδεύεται μέσα στα όρια ενός κορεσμένου συστήματος.
Οι τέσσερις προτάσεις – κλειδιά
Αναβάθμιση του ηλεκτρικού δικτύου για την απορρόφηση των ΑΠΕ
Σύμφωνα με την έκθεση, η μαζική διείσδυση των ΑΠΕ έχει δημιουργήσει έντονα προβλήματα κορεσμού στο δίκτυο, με αποτέλεσμα σημαντικές περικοπές παραγωγής καθαρής ενέργειας. Σύμφωνα με την έκθεση, «το 2024, περίπου 860 GWh πράσινης ενέργειας δεν μπόρεσαν να απορροφηθούν από το σύστημα, έναντι 228 GWh το 2023, λόγω περιορισμών στη χωρητικότητα των δικτύων μεταφοράς και διανομής». Η αύξηση αυτή κατά 277,2% υπογραμμίζει την ανάγκη για επείγουσες παρεμβάσεις στο ηλεκτρικό δίκτυο.
Η κατάσταση επιδεινώνεται από τις τεχνικές απώλειες, που το 2023 ανήλθαν στο 11,4% της συνολικής μεταφερόμενης ενέργειας, με τους μετασχηματιστές υψηλής και μέσης τάσης να φτάνουν στα όριά τους. Συγκεκριμένα:
- 29 μετασχηματιστές έχουν φτάσει στη μέγιστη θερμική τους αντοχή.
- 82 μετασχηματιστές έχουν ξεπεράσει το όριο βραχυκύκλωσης.
- 5 μετασχηματιστές έχουν εξαντλήσει και τα δύο περιθώρια λειτουργίας.
Η έκθεση υπογραμμίζει ότι «η αναβάθμιση του συστήματος μεταφοράς και διανομής πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα, διαφορετικά το δίκτυο θα συνεχίσει να αποτελεί τον κύριο περιοριστικό παράγοντα για τη διείσδυση των ΑΠΕ».
Για να ξεπεραστούν οι περιορισμοί του ηλεκτρικού συστήματος, η διαΝΕΟσις προτείνει ένα στοχευμένο σχέδιο αναβάθμισης, το οποίο περιλαμβάνει τη διασφάλιση επιπλέον χωρητικότητας στο δίκτυο μεταφοράς, μέσω της επέκτασης των γραμμών 400 kV και 150 kV. Αυτή η επέκταση θα επιτρέψει τη μείωση των περιορισμών στην απορρόφηση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, διασφαλίζοντας ότι το σύστημα θα μπορεί να διαχειριστεί μεγαλύτερη ροή καθαρής ενέργειας χωρίς περικοπές.
Παράλληλα, η έκθεση τονίζει την ανάγκη για αντικατάσταση ή αναβάθμιση των κορεσμένων μετασχηματιστών, που σήμερα λειτουργούν στο όριο των δυνατοτήτων τους. Η ενίσχυση των υποδομών αυτών είναι κρίσιμη, καθώς η υπερφόρτωση των μετασχηματιστών αποτελεί βασική αιτία των τεχνικών περιορισμών που οδηγούν σε περικοπές παραγωγής ΑΠΕ.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην ψηφιοποίηση και αυτοματοποίηση του συστήματος διανομής, με την ανάπτυξη έξυπνων δικτύων (smart grids) που θα επιτρέπουν τη δυναμική διαχείριση της ροής ενέργειας. Τα σύγχρονα ενεργειακά συστήματα βασίζονται στη χρήση τεχνολογιών τεχνητής νοημοσύνης και real-time ανάλυσης δεδομένων για την ορθολογική κατανομή της παραγωγής και της ζήτησης, μειώνοντας έτσι το κόστος και τους κινδύνους συμφόρησης στο δίκτυο.
Η διαΝΕΟσις προειδοποιεί ότι πρέπει να υπάρξει επιτάχυνση των έργων αναβάθμισης και κατασκευής νέων δικτύων, ώστε να μην υπάρξει το φαινόμενο οι μονάδες ΑΠΕ που σχεδιάζονται και αδειοδοτούνται σήμερα να μην μπορούν να συνδεθούν στο δίκτυο όταν θα είναι έτοιμες να λειτουργήσουν. Ο χρόνος ολοκλήρωσης τέτοιων έργων είναι συνήθως μεγάλος και, αν οι παρεμβάσεις δεν ξεκινήσουν άμεσα, το ελληνικό ενεργειακό σύστημα κινδυνεύει να αντιμετωπίσει σοβαρό έλλειμμα μεταφορικής ικανότητας την επόμενη δεκαετία.
Η αναβάθμιση του δικτύου, όπως υπογραμμίζεται στην έκθεση, πρέπει να αποτελέσει απόλυτη προτεραιότητα, καθώς χωρίς αυτή, οι επενδύσεις σε ΑΠΕ θα είναι πρακτικά αδύνατον να αξιοποιηθούν πλήρως. Αν δεν υπάρξουν στοχευμένες επενδύσεις σε νέα έργα υποδομής, η ανάπτυξη των ΑΠΕ θα επιβραδυνθεί, και το σύστημα θα συνεχίσει να απορρίπτει πολύτιμη καθαρή ενέργεια.
Ανάπτυξη αποθήκευσης ενέργειας – Το κλειδί για τη σταθερότητα του συστήματος
Η έλλειψη υποδομών αποθήκευσης ενέργειας αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους περιορισμούς στην περαιτέρω διείσδυση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, επηρεάζοντας τόσο τη σταθερότητα του συστήματος όσο και την αποδοτικότητα της παραγωγής. Η Ελλάδα διαθέτει σήμερα μόλις 700 MW αντλησιοταμίευσης, ενώ βρίσκεται υπό κατασκευή ο αντλησιοταμιευτικός σταθμός της Αμφιλοχίας, ισχύος 680 MW. Παρά την πρόοδο αυτή, η συνολική δυναμικότητα παραμένει ανεπαρκής για να υποστηρίξει τη συνεχή αύξηση της παραγωγής από ΑΠΕ, οδηγώντας σε περιορισμούς και περικοπές ενέργειας που διαφορετικά θα μπορούσε να αξιοποιηθεί.
Σύμφωνα με την έκθεση της διαΝΕΟσις, η απουσία αποθηκευτικών λύσεων έχει ως αποτέλεσμα τη σπατάλη μεγάλων ποσοτήτων πράσινης ενέργειας και την αυξημένη ανάγκη για κάλυψη της ζήτησης από φυσικό αέριο, ειδικά σε περιόδους χαμηλής απόδοσης των ανανεώσιμων πηγών. Ενδεικτικά, αν υπήρχαν επαρκείς αποθηκευτικές υποδομές, το ποσοστό διείσδυσης των ΑΠΕ θα είχε φτάσει το 57% το 2024, αντί του 55,3% που τελικά καταγράφηκε, ενώ η χώρα θα μπορούσε να έχει εξάγει επιπλέον 1,1 TWh καθαρής ενέργειας, ενισχύοντας τη θέση της ως εξαγωγέα πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας.
Η διαΝΕΟσις τονίζει την ανάγκη για την υλοποίηση ενός φιλόδοξου σχεδίου ανάπτυξης αποθηκευτικών συστημάτων, το οποίο θα περιλαμβάνει τη δημιουργία μεγάλων συστοιχιών μπαταριών για την κάλυψη βραχυπρόθεσμων αναγκών, νέους αντλησιοταμιευτικούς σταθμούς που αποτελούν την πιο αποδοτική λύση μεγάλης κλίμακας, καθώς και υβριδικούς σταθμούς που θα συνδυάζουν ΑΠΕ με μονάδες αποθήκευσης, εξισορροπώντας τις διακυμάνσεις στην παραγωγή. Η έκθεση υπογραμμίζει ότι χωρίς μαζικές επενδύσεις στην αποθήκευση, το ηλεκτρικό δίκτυο θα συνεχίσει να αντιμετωπίζει περιορισμούς στην απορρόφηση της πράσινης ενέργειας, με άμεσες επιπτώσεις τόσο στην ενεργειακή ασφάλεια όσο και στη μείωση της εξάρτησης από ορυκτά καύσιμα.
Ενίσχυση των διεθνών διασυνδέσεων
Η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να εξελιχθεί σε περιφερειακό κόμβο πράσινης ενέργειας, αξιοποιώντας τη στρατηγική της θέση και το υψηλό δυναμικό των ΑΠΕ. Ωστόσο, η περιορισμένη διεθνής διασύνδεση του ηλεκτρικού της δικτύου αποτελεί σοβαρό εμπόδιο στην αξιοποίηση του πλεονάζοντος δυναμικού παραγωγής. Σύμφωνα με την έκθεση της διαΝΕΟσις, οι σημερινές διασυνδέσεις δεν δίνουν τη λύση στο πρόβλημα, περιορίζοντας την ικανότητα της χώρας να εξάγει ενέργεια σε περιόδους υψηλής παραγωγής και να εισάγει όταν η ζήτηση υπερβαίνει την εγχώρια παραγωγή. Αυτή η έλλειψη ευελιξίας έχει ως αποτέλεσμα τη σπατάλη πολύτιμων ποσοτήτων καθαρής ενέργειας, αλλά και την αυξημένη εξάρτηση από το φυσικό αέριο για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών σε περιόδους χαμηλής απόδοσης των ΑΠΕ.
Η ενίσχυση των διεθνών διασυνδέσεων αποτελεί κρίσιμη προϋπόθεση για τη βιώσιμη ανάπτυξη του ελληνικού ενεργειακού συστήματος. Η διαΝΕΟσις προτείνει την αναβάθμιση και την επέκταση των διασυνδέσεων με βασικές αγορές, επιτρέποντας στην Ελλάδα να συμμετάσχει πιο ενεργά στο ευρωπαϊκό και περιφερειακό ενεργειακό εμπόριο. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην ενίσχυση της σύνδεσης με την Ιταλία, που θα προσφέρει μεγαλύτερη πρόσβαση στη δυτικοευρωπαϊκή αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και στη διασύνδεση με την Τουρκία, η οποία μπορεί να λειτουργήσει ως γέφυρα με τις αγορές της Ανατολικής Ευρώπης. Τα μεγάλα διασυνδετικά έργα, όπως o Great Sea Interconnector, που θα συνδέσει την Ελλάδα με την Κύπρο και το Ισραήλ, και το GREGY, που προβλέπει τη μεταφορά ηλιακής ενέργειας από την Αίγυπτο, αναμένεται να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο στην ενεργειακή στρατηγική της χώρας. Παράλληλα, η ενίσχυση των ηλεκτρικών συνδέσεων με τα Βαλκάνια, με έμφαση στη Βουλγαρία και τη Βόρεια Μακεδονία, θα συμβάλει στη βελτίωση της περιφερειακής ενεργειακής σταθερότητας και στη δημιουργία ενός πιο ισορροπημένου και αποδοτικού διασυνδεδεμένου συστήματος.
«Η αναβάθμιση των διασυνδέσεων δεν είναι απλώς μια τεχνική αναγκαιότητα, αλλά μια στρατηγική επιλογή που θα ενισχύσει τη θέση της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή ενεργειακή αγορά», σημειώνει η έκθεση.
Επιτάχυνση αδειοδοτήσεων και μείωση γραφειοκρατίας
Η αργή και περίπλοκη αδειοδοτική διαδικασία παραμένει ένας από τους μεγαλύτερους ανασταλτικούς παράγοντες για την ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και των υποδομών που τις υποστηρίζουν. Παρά τη σημαντική πρόοδο στη διείσδυση των ΑΠΕ, η Ελλάδα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει γραφειοκρατικά εμπόδια που καθυστερούν κρίσιμες επενδύσεις και περιορίζουν τη δυναμική του ενεργειακού μετασχηματισμού. Σύμφωνα με την έκθεση της διαΝΕΟσις, οι χρονοβόρες διαδικασίες για τις απαλλοτριώσεις, τις περιβαλλοντικές εγκρίσεις και τις διοικητικές προσφυγές έχουν ως αποτέλεσμα την πολύχρονη καθυστέρηση υλοποίησης έργων στρατηγικής σημασίας, στερώντας από τη χώρα τη δυνατότητα να εκμεταλλευτεί πλήρως το πλούσιο δυναμικό των ΑΠΕ.
Η αναποτελεσματικότητα της αδειοδοτικής διαδικασίας δεν επηρεάζει μόνο τα νέα έργα ΑΠΕ, αλλά επεκτείνεται και στις υποδομές αποθήκευσης και δικτύων, που είναι απαραίτητες για την ομαλή ενσωμάτωση της πράσινης ενέργειας στο σύστημα. Χωρίς τις απαραίτητες υποδομές, το ηλεκτρικό δίκτυο αδυνατεί να διαχειριστεί την αυξημένη παραγωγή των ΑΠΕ, οδηγώντας σε περιορισμούς, περικοπές παραγωγής και αυξημένη εξάρτηση από συμβατικές πηγές ενέργειας. Η διαΝΕΟσις επισημαίνει ότι η αδυναμία επιτάχυνσης της αδειοδοτικής διαδικασίας αποτελεί έναν από τους βασικούς λόγους που το ενεργειακό σύστημα της χώρας δεν αναπτύσσεται με τον απαιτούμενο ρυθμό, γεγονός που ενδέχεται να υπονομεύσει τη συνολική επιτυχία της ενεργειακής μετάβασης.
Για την αντιμετώπιση του προβλήματος, προτείνεται η δραστική απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης, με την εφαρμογή ταχύτερων και πιο ευέλικτων μηχανισμών για τις στρατηγικές ενεργειακές επενδύσεις. Η επιτάχυνση της υλοποίησης κρίσιμων έργων υποδομών, όπως τα νέα δίκτυα μεταφοράς και διανομής, καθώς και οι εγκαταστάσεις αποθήκευσης, αποτελεί προϋπόθεση για την επιτυχή ολοκλήρωση της πράσινης μετάβασης και την περαιτέρω ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας της χώρας. Χωρίς ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις στον τομέα των αδειοδοτήσεων, η Ελλάδα κινδυνεύει να χάσει πολύτιμες επενδυτικές ευκαιρίες και να αντιμετωπίσει σοβαρά εμπόδια στην πορεία προς ένα πιο βιώσιμο και ανταγωνιστικό ενεργειακό μέλλον.
Διαβάστε ακόμη