Οι περικοπές στην παραγωγή των σταθμών ΑΠΕ αναμένεται να σχεδόν τριπλασιαστούν μέσα σε ένα χρόνο, σύμφωνα με τον καθηγητή του ΕΜΠ, Σταύρο Παπαθανασίου. Από περίπου μισή TWh το 2024, εκτιμάται ότι θα εκτοξευθούν στις 1,2-1,5 TWh το 2025, αυξάνοντας το ποσοστό της περικοπείσας παραγωγής από το 2% στο 4%-5%. Η εξέλιξη αυτή επιβαρύνει τους παραγωγούς και δημιουργεί αβεβαιότητα για το μέλλον της αγοράς.

Μιλώντας στη Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο της ετήσιας συνάντησης της ΠΟΣΠΗΕΦ, ο κ. Παπαθανασίου τόνισε ότι η μόνη αποτελεσματική λύση για τον περιορισμό των περικοπών – οι οποίες σήμερα εφαρμόζονται άνισα και όχι οριζόντια – είναι η ανάπτυξη της αποθήκευσης ενέργειας. Παράλληλα, επεσήμανε ότι η υιοθέτηση μέτρων που έχει εισηγηθεί η Ο.Δ.Ε για τις ΑΠΕ προς το ΥΠΕΝ και τη ΡΑΑΕΥ θα συμβάλει στην ορθολογική διαχείριση του φαινομένου, στη θωράκιση του ηλεκτρικού δικτύου και στη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς.

Ο καθηγητής Σταύρος Παπαθανασίου, επικεφαλής της Ομάδας Διοίκησης Έργου ΑΠΕ, εκτίμησε ότι από το 2026 και έπειτα θα υπάρξει σημαντική άνοδος στις επενδύσεις για συστήματα αποθήκευσης ενέργειας. Σύμφωνα με τις προβλέψεις του, η συνολική εγκατεστημένη ισχύς τους θα πρέπει να φτάσει τα 5 GW έως το 2030, προκειμένου να διασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία του ενεργειακού συστήματος.

Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε και στην ανάγκη ενίσχυσης των επενδύσεων στην αποθήκευση, καθώς – όπως επεσήμανε – η ανάπτυξή τους δεν μπορεί να βασιστεί αποκλειστικά στην αγορά, λόγω του υψηλού επενδυτικού ρίσκου. Για τον λόγο αυτό, υποστήριξε ότι απαιτείται η δημιουργία ενός νέου μηχανισμού στήριξης, ο οποίος θα βασίζεται στη διαθέσιμη παραγωγική δυναμικότητα των μονάδων αποθήκευσης, αντί να εξαρτάται από την παραγόμενη ενέργεια, όπως συμβαίνει στα παραδοσιακά συστήματα στήριξης.

Οι αιτίες των περικοπών ΑΠΕ

«Οι περικοπές δεν οφείλονται – τουλάχιστον προς το παρόν – στην ανεπάρκεια των δικτύων, αλλά στην περιορισμένη ζήτηση σε σχέση με την παραγόμενη ενέργεια από ΑΠΕ. Πρόκειται για ένα ζήτημα ισορροπίας που εμφανίζεται κυρίως στην ημερήσια αγορά, ενώ ένα σημαντικό μέρος των περικοπών καταγράφεται και στην αγορά εξισορρόπησης που διαχειρίζεται ο ΑΔΜΗΕ.

Το παράδοξο είναι ότι, παρότι το πρόβλημα αυτό είναι γνωστό, έχει φτάσει να επηρεάζει άμεσα την παραγωγή ενέργειας. Οι περικοπές δεν διαχειρίζονται με οργανωμένο τρόπο και στη βάση οικονομικών προσφορών από τους συμμετέχοντες, αλλά αντιμετωπίζονται ως έκτακτη ανάγκη, μέσω εντολών περιορισμού και αποσυνδέσεων που εκτελούν οι Διαχειριστές. Αυτό συμβαίνει αφενός επειδή δεν τηρούνται τα προγράμματα αγοράς, τα οποία αποτυπώνουν την ικανότητα της ζήτησης να απορροφήσει μέρος της παραγωγής, και αφετέρου, επειδή οι ισχύοντες κανόνες αγοράς δεν παρέχουν τα κατάλληλα κίνητρα στους συμμετέχοντες», επισήμανε ο κ. Παπαθανασίου.

Πρόσθεσε, επίσης, ότι ένας ακόμη παράγοντας που οδηγεί σε μεγαλύτερο ποσοστό περικοπών για συγκεκριμένα έργα είναι ο ασύμμετρος τρόπος με τον οποίο αυτές εφαρμόζονται. Οι περικοπές ξεκινούν από έργα υψηλής τάσης και, όταν εξαντληθεί αυτή η δυνατότητα, επεκτείνονται στο υπόλοιπο δίκτυο, χωρίς όμως να ακολουθείται μια ενιαία και δίκαιη διαδικασία κατανομής.

«Αυτό το πρόβλημα, των περικοπών και της απώλειας εσόδων από λειτουργική ενίσχυση, το αντιμετωπίζει αρκετά καλά ο μηχανισμός αντιστάθμισης, αναδιανομής περικοπών και εσόδων λειτουργικής ενίσχυσης, τον οποίο έχει εισηγηθεί η Ομάδα Διοίκησης Έργου ΑΠΕ. Η εισήγηση αυτή βρίσκεται στα χέρια του Υπουργού (ΥΠΕΝ) για να τεθεί σε δημόσια διαβούλευση».

Οι προτάσεις της ΟΔΕ για τις ΑΠΕ

Μέσα στον ένα χρόνο από τη συγκρότησή της, η Ομάδα Διοίκησης Έργου ΑΠΕ (Ο.Δ.Ε.) διαμόρφωσε και υπέβαλε στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ) μια σειρά προτάσεων που αφορούν κρίσιμα ζητήματα για τη διαχείριση της παραγωγής και της λειτουργίας των ΑΠΕ.

Βασικές αρχές και ρυθμιστικό πλαίσιο: Οι προτάσεις περιλαμβάνουν τον σαφή προσδιορισμό της έννοιας της παραγωγής ΑΠΕ στο πλαίσιο της αγοράς και της διαδικασίας κατανομής, καθώς και τη διαχείριση της παραγωγής στο στάδιο της ανακατανομής (set point). Επιπλέον, εξετάζεται ποια έργα υπόκεινται σε περιορισμούς και ποια μπορούν να εξαιρεθούν, υπό ποιες προϋποθέσεις και πότε δικαιούνται αποζημίωσης. Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στους κινδύνους βιωσιμότητας που αντιμετωπίζουν οι επενδύσεις στον κλάδο.

Εποπτεία, έλεγχος και διαχείριση έργων: Ένα βασικό ζητούμενο είναι η μείωση του κινδύνου που προκαλείται από την υπερπαραγωγή ΑΠΕ στη λειτουργία του συστήματος. Προτείνεται η θέσπιση μηχανισμών αντιμετώπισης έκτακτων καταστάσεων, προκειμένου να διαχειρίζεται αποτελεσματικά το μέγιστο δυνατό ποσοστό παραγωγής ΑΠΕ, αποτρέποντας δυσλειτουργίες στο δίκτυο.

Μηχανισμός αναδιανομής λειτουργικής ενίσχυσης: Η Ο.Δ.Ε. εισηγήθηκε έναν μηχανισμό αντιστάθμισης, ο οποίος δεν αφορά τα έσοδα των έργων από την αγορά, αλλά τη λειτουργική ενίσχυση που λαμβάνουν από τον ΔΑΠΕΕΠ. Στόχος είναι η διόρθωση αδικιών που προκύπτουν από τις περικοπές, οι οποίες σήμερα επιβαρύνουν ορισμένα έργα δυσανάλογα σε σχέση με άλλα που παραμένουν ανεπηρέαστα λόγω τεχνικών παραμέτρων.

Παρεμβάσεις στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας: Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην αγορά εξισορρόπησης, με προτάσεις όπως η επαναφορά των αρνητικών τιμών – ένα μέτρο που θεωρείται καίριας σημασίας αλλά όχι το μοναδικό.

Ο καθηγητής Παπαθανασίου τόνισε επίσης την ανάγκη αλλαγής του τρόπου υπολογισμού των αποκλίσεων υπό συνθήκες περικοπής, καθώς και την εισαγωγή νέων μεθοδολογιών για την αξιολόγηση διαφορετικών σεναρίων. Αν υιοθετηθούν αυτές οι παρεμβάσεις, η διαχείριση της παραγωγής ΑΠΕ θα ενταχθεί στις κανονικές διαδικασίες της αγοράς, αντί να αντιμετωπίζεται ως ένα έκτακτο και αποσπασματικό ζήτημα.

Εξορθολογισμός των περικοπών σε σταθμούς ΑΠΕ

Σχέδια και προτάσεις για τη διαχείριση των περικοπών στις ΑΠΕ βρίσκονται ήδη στα χέρια του ΥΠΕΝ και της ΡΑΑΕΥ, συμπεριλαμβανομένης της μεθοδολογίας υλοποίησής τους, η οποία βρίσκεται σε διαδικασία διαβούλευσης από τη Ρυθμιστική Αρχή.

Το βασικό ερώτημα, σύμφωνα με τον καθηγητή Παπαθανασίου, είναι τι θα επιτύχουμε εάν αυτές οι δράσεις υλοποιηθούν, ειδικά όσες αφορούν την αγορά. Εφόσον εφαρμοστούν αποτελεσματικά, θα αποκατασταθεί η κανονικότητα στη διαχείριση της παραγωγής ΑΠΕ. Αυτό σημαίνει ότι η πλειονότητα των περικοπών (80%-85%) θα πραγματοποιείται μέσω της ημερήσιας αγοράς, ενώ το υπόλοιπο 15%-20% θα ενσωματώνεται στην αγορά εξισορρόπησης. Οι περικοπές θα γίνονται συντεταγμένα, βάσει οικονομικών προσφορών και όχι με αποσπασματικές παρεμβάσεις.

Για να λειτουργήσει αυτό το πλαίσιο, ο καθηγητής τόνισε την ανάγκη δημιουργίας κατανεμημένων χαρτοφυλακίων ΑΠΕ, δηλαδή χαρτοφυλακίων που θα μπορούν να περικόπτουν μέρος της παραγωγής τους με αντάλλαγμα οικονομική αποζημίωση στην αγορά εξισορρόπησης. Αν αυτό επιτευχθεί, οι περικοπές που θα απομένουν για λόγους ασφαλείας του συστήματος θα είναι μηδενικές ή, στην περίπτωση που απαιτηθούν, θα αποτελούν ένα πολύ μικρό ποσοστό της συνολικής περικοπής παραγωγής. Αυτές οι αναγκαίες περικοπές θα αποζημιώνονται ως ανακατανομή, βάσει των όρων που ορίζουν οι ευρωπαϊκοί κανονισμοί (Κανονισμός 943).

Η αποθήκευση ως μόνη λύση μακροπρόθεσμα

«Μπορούμε να εξορθολογίσουμε τις περικοπές, να τις ανακατανείμουμε, να εξασφαλίσουμε αποζημιώσεις, αλλά δεν μπορούμε να τις μηδενίσουμε» ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Παπαθανασίου. Ο μόνος τρόπος για τη δραστική μείωσή τους είναι η ανάπτυξη της αποθήκευσης, καθώς αυτή θα εξασφαλίσει τη σταθερότητα του συστήματος και την ομαλή ενσωμάτωση της παραγωγής ΑΠΕ.

Το 2020, οι ανάγκες αποθήκευσης του ελληνικού συστήματος είχαν υπολογιστεί στα 1.700 MW, με βάση ένα σενάριο εξορθολογισμένων περικοπών. Εκείνη την περίοδο, ο στόχος διείσδυσης των ΑΠΕ είχε τεθεί στο 60% έως το 2030 – στόχος που τελικά επιτεύχθηκε πέντε χρόνια νωρίτερα. Ωστόσο, η ισχύς αποθήκευσης των 1.700 MW δεν έχει ακόμα υλοποιηθεί και δεν αναμένεται να επιτευχθεί πριν το 2026.

Η ουσιαστική ανάπτυξη της αποθήκευσης θα ξεκινήσει από το 2026-2027 και μετά. Μέχρι τότε, οι περικοπές θα συνεχίσουν να αυξάνονται, οι αρνητικές τιμές θα γίνουν συχνότερες και οι επιπτώσεις στη λειτουργία των έργων και στη σταθερότητα του επενδυτικού περιβάλλοντος θα είναι σημαντικές.

Με δεδομένη την αυξημένη διείσδυση των ΑΠΕ, που προβλέπεται να φτάσει το 80% έως το 2030, ο κ. Παπαθανασίου εκτιμά ότι το ελληνικό σύστημα θα χρειαστεί τουλάχιστον 5 GW αποθηκευτικής ικανότητας για να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία του και η απορρόφηση της παραγόμενης ενέργειας.

Νέα εργαλεία επενδυτικών ενισχύσεων

Σύμφωνα με τον καθηγητή Παπαθανασίου, η αγορά δεν θα δώσει έργα αυτής της χωρητικότητας, γιατί οι επενδύσεις δεν θα είναι βιώσιμες σε αυτό το μέγεθος της αποθήκευσης. «Αν θέλουμε να μη ζούμε με την επισφάλεια των περικοπών, των αρνητικών τιμών και του επενδυτικού ρίσκου, θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν κατάλληλα σχεδιασμένα εργαλεία στήριξης. Η αγορά δεν εξασφαλίζει τα αναγκαία έσοδα ώστε να είναι βιώσιμες τόσο μεγάλες επενδύσεις. Κάτι πρέπει να γίνει για να στηριχθούν οι επενδύσεις σε συστήματα αποθήκευσης, αλλά και για την επισφάλεια των ίδιων των επενδύσεων σε ΑΠΕ.

«Λέμε ότι σε βάθος χρόνου η αποθήκευση θα αναπτυχθεί, αλλά δεν υπάρχει καμία εγγύηση για το πότε και σε ποιο βαθμό θα συμβεί αυτό. Το ρίσκο που συνεπάγεται η έκθεση των έργων σε μη αποζημιούμενη παραγωγή και η μείωση των εσόδων είναι τεράστιο. Δεν μιλάμε απλώς για ένα 5%, αλλά για 30%-50% της παραγωγής ενός τυπικού φωτοβολταϊκού σταθμού, εάν η αποθήκευση δεν αναπτυχθεί επαρκώς μέσα στις επόμενες δύο δεκαετίες.

Αυτό το ρίσκο δεν μπορεί να καλυφθεί ούτε από την αγορά ούτε από τα υφιστάμενα σχήματα στήριξης. Τα μοντέλα ενίσχυσης που βασίζονται αποκλειστικά στην ενέργεια που καταγράφει ο μετρητής δεν αποτρέπουν τις επιπτώσεις των περικοπών στα έργα. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αρχίζει να διαμορφώνεται ένα νέο πλαίσιο στήριξης, τα non production based systems, όπου οι πληρωμές προς τα έργα δεν θα εξαρτώνται από την παραγόμενη ενέργεια, αλλά από τη διαθέσιμη παραγωγική τους ικανότητα», σχολίασε.

«Ο τρόπος με τον οποίο γίνονται οι επενδύσεις στον τομέα πρέπει να προσαρμοστεί σε αυτές τις νέες συνθήκες», τόνισε κλείνοντας ο Σταύρος Παπαθανασίου.

Διαβάστε ακόμη