Σε φάση μετασχηματισμού βρίσκεται το ελληνικό ενεργειακό οικοσύστημα, με την αγορά να εισέρχεται σε έναν νέο κύκλο εξαγορών και συγκέντρωσης, αφού οι μεγάλες εταιρείες αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο. Ο χάρτης και τα μεγέθη της ενεργειακής ελληνικής αγοράς αλλάζουν και αυτό είναι κάτι που οι τράπεζες αναγνωρίζουν, όπως ανέφερε σε συνάντηση με δημοσιογράφους ο κ. Βασίλης Καραμούζης, Γενικός Διευθυντής Εταιρικής και Επενδυτικής Τραπεζικής της Εθνικής Τράπεζας.

«Ο ρόλος των τραπεζών στην ενεργειακή μετάβαση της χώρας είναι και θα παραμείνει πολύ σημαντικός, καθώς μόνον για τις ΑΠΕ θα απαιτηθούν νέες επενδύσεις ύψους 15 έως 20 δισεκατομμυρίων ευρώ, μέχρι το 2030. Από αυτά τα κεφάλαια, περίπου το 50% θα προέλθει από τραπεζικό δανεισμό», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Το θετικό momentum που συνοδεύει τις πράσινες επενδύσεις συνυπάρχει τώρα με μια πιο προσεκτική ανάγνωση της αγοράς, καθώς το τοπίο διαμορφώνεται από νέες συνθήκες που απαιτούν προσαρμοστικότητα και ενισχυμένες εγγυήσεις σε κάποιες περιπτώσεις. Η Εθνική Τράπεζα «βλέπει» μια αγορά σε φάση εξέλιξης, όπου η ζήτηση για ενέργεια αναμένεται να αυξηθεί, δημιουργώντας προοπτικές για νέα έργα. Ο αριθμός των ενεργών επενδυτών μειώνεται, με την αγορά να συγκεντρώνεται σε λιγότερους, αλλά ισχυρότερους παίκτες, οι οποίοι υλοποιούν έργα μεγαλύτερης κλίμακας. Το ενδιαφέρον των ξένων εταιρειών για τις ελληνικές ΑΠΕ εξακολουθεί να υφίσταται, ωστόσο δεν είναι τόσο «ζωηρό» σε σχέση με πριν τρία χρόνια. Ο λόγος δεν είναι η έλλειψη ελκυστικότητας της ελληνικής αγοράς, αλλά η περιορισμένη διαθεσιμότητα ώριμων έργων προς ανάπτυξη, όπως επισημαίνει ο κ. Καραμούζης.

Οι αλλαγές στις αποδόσεις των έργων ΑΠΕ και η στρατηγική των τραπεζών

Στελέχη της Τράπεζας σημειώνουν πως η κερδοφορία των έργων, όπως αποτυπώνεται στο εσωτερικό ποσοστό απόδοσης (IRR), διαφοροποιείται σημαντικά μεταξύ παλαιών και νέων επενδύσεων. Τα έργα που είχαν εξασφαλίσει κρατικές ταρίφες 20ετίας παρουσιάζουν σήμερα IRR της τάξεως του 4%-5%, ενώ αντίθετα, τα νέα έργα εμφανίζουν υψηλότερες αποδόσεις, κυμαινόμενες μεταξύ 10%-20%. Η αύξηση του IRR στα νεότερα έργα αντανακλά τη νέα πραγματικότητα της αγοράς, όπου οι επενδυτές αναλαμβάνουν μεγαλύτερο ρίσκο, αλλά και διαμορφώνουν στρατηγικές χρηματοδότησης προσαρμοσμένες στις συνθήκες ανταγωνισμού.

Οι τράπεζες έχουν γίνει πιο επιλεκτικές στη χρηματοδότηση έργων ΑΠΕ, απαιτώντας αυξημένες εγγυήσεις και εξασφαλίσεις. Αυτό επηρεάζει άμεσα τη δυνατότητα των μικρότερων επενδυτών να αποκτήσουν πρόσβαση σε κεφάλαια, καθώς οι όροι χρηματοδότησης έχουν γίνει αυστηρότεροι και το ρίσκο αγοράς δεν μεταφέρεται πλέον στις τράπεζες, αλλά στους ίδιους τους επενδυτές. Πράγματι, το περιβάλλον των τραπεζικών χρηματοδοτήσεων για έργα ΑΠΕ δεν θυμίζει πλέον το παρελθόν, όταν οι όροι ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκοί. Στο παρελθόν, όπως ανέφερε ο κ. Καραμούζης, οι τράπεζες έδιναν δάνεια με διάρκεια 18-20 ετών και σταθερό επιτόκιο. Η αλλαγή ήρθε με τη διακοπή των μακροχρόνιων PPA, μεταφέροντας μέρος του ρίσκου στους επενδυτές. Σήμερα, οι τράπεζες ζητούν πιο ισχυρές εγγυήσεις και προσφέρουν μικρότερες διάρκειες δανείων, γύρω στα 10-15 χρόνια, μέσω corporate PPA. Αυτή η εξέλιξη έχει καταστήσει τις επενδύσεις πιο δύσκολες, επηρεάζοντας άμεσα τον ρυθμό ανάπτυξης νέων έργων.

Ένας κρίσιμος παράγοντας που επηρεάζει τη στρατηγική των τραπεζών είναι όπως προαναφέρθηκε η συγκέντρωση της αγοράς. Τα τελευταία χρόνια, όπως επισημαίνουν άνθρωποι της Εθνικής, έχει υπάρξει συγκέντρωση αδειών και έργων σε λίγες μεγάλες εταιρείες, κάτι που διαφοροποιεί τη φύση των χρηματοδοτήσεων. Η τάση συγκέντρωσης οδηγεί σε λιγότερες αλλά μεγαλύτερες συμφωνίες, μειώνοντας το ρίσκο για τις τράπεζες, αλλά περιορίζοντας τις ευκαιρίες για μικρότερες επιχειρήσεις.

Το «αγκάθι» των περικοπών

Ο Βασίλης Καραμούζης ανέδειξε τις περικοπές παραγωγής των έργων ΑΠΕ ως έναν από τους πιο κρίσιμους παράγοντες κινδύνου για τις επενδύσεις στον κλάδο, υπογραμμίζοντας ότι αν οι περικοπές φτάσουν το 30%, θα δημιουργηθεί σοβαρό πρόβλημα στη βιωσιμότητα πολλών έργων. Ήδη, οι τράπεζες και οι επενδυτές πραγματοποιούν stress tests με βάση ένα σενάριο περικοπών 10%, προκειμένου να εκτιμηθούν οι επιπτώσεις στα οικονομικά μοντέλα των έργων.

Το βασικό ζήτημα που εγείρεται είναι ότι, ενώ οι περικοπές ενέργειας μπορεί να θεωρούνται διαχειρίσιμες σε μικρά ποσοστά, αν αυτές κλιμακωθούν, θα πλήξουν άμεσα τα έσοδα των επενδυτών και κατ’ επέκταση την ικανότητά τους να εξυπηρετήσουν τις δανειακές τους υποχρεώσεις. Αυτό συνεπάγεται αυξημένο ρίσκο για τις τράπεζες, οι οποίες καλούνται να χρηματοδοτήσουν έργα σε ένα περιβάλλον με μεταβλητές αποδόσεις. Η αβεβαιότητα γύρω από τις περικοπές ενισχύει την επιφυλακτικότητα των τραπεζών και επηρεάζει τους όρους χρηματοδότησης, καθιστώντας τις απαιτήσεις για εγγυήσεις και ισχυρή κεφαλαιακή βάση πιο αυστηρές.

Στην παρούσα συγκυρία, η απορρόφηση της παραγωγής των ΑΠΕ και η διασφάλιση σταθερών εσόδων αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για την περαιτέρω ανάπτυξη του κλάδου. Αν οι περικοπές δεν ελεγχθούν και δεν υπάρξει μηχανισμός αντιστάθμισης για τους επενδυτές, τότε η όρεξη για νέες επενδύσεις, ιδιαίτερα από μικρότερες επιχειρήσεις, θα μειωθεί δραστικά, οδηγώντας σε περαιτέρω συγκέντρωση της αγοράς.

Η εικόνα αυτή ευθυγραμμίζεται με τις τοποθετήσεις του Ευάγγελου Μυτιληναίου, Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της Metlen, κατά την ετήσια Γενική Συνέλευση της εταιρείας το περασμένο καλοκαίρι, όταν είχε επισημάνει χαρακτηριστικά: «Όποιος δεν είναι καθετοποιημένος, διαθέτει π.χ. φωτοβολταϊκά ισχύος 5 MW και θεωρεί ότι θα έχει μια σταθερή απολαβή για το υπόλοιπο της ζωής του, θα αρχίσει να έχει πρόβλημα…». Την ίδια εκτίμηση εκφράζουν και άλλοι υψηλόβαθμοι παράγοντες της εγχώριας αγοράς ενέργειας, υπογραμμίζοντας ότι η καθετοποίηση –δηλαδή η δραστηριοποίηση σε όλη την αλυσίδα του ηλεκτρισμού, από την παραγωγή έως την προμήθεια– σε συνδυασμό με τη γεωγραφική και τεχνολογική διαφοροποίηση των χαρτοφυλακίων, αποτελεί «ασπίδα» απέναντι στις διακυμάνσεις της αγοράς και τις μηδενικές ή αρνητικές τιμές ενέργειας, οι οποίες δεν επηρεάζουν το ίδιο τους μεγάλους ομίλους.

«Στάση αναμονής» απέναντι στα υπεράκτια αιολικά

«Στάση αναμονής» τηρεί η αγορά και γύρω από τα υπεράκτια αιολικά. Σύμφωνα με την Εθνική Τράπεζα η αγορά των υπεράκτιων αιολικών πάρκων βρίσκεται ακόμη σε πρώιμο στάδιο, με τις επενδύσεις να περιορίζονται σε μελέτες και προετοιμασία.

Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής η έλλειψη ρυθμιστικού πλαισίου αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση για την ανάπτυξη των υπεράκτιων αιολικών στη χώρα. Παρότι υπάρχουν φιλόδοξοι στόχοι, η Ελλάδα δεν διαθέτει ακόμη έναν σαφή μηχανισμό επιμερισμού κόστους για τις σχετικές υποδομές, γεγονός που καθιστά τις επενδύσεις λιγότερο ελκυστικές. Σε αντίθεση με χώρες της Βόρειας Ευρώπης, όπου οι κυβερνήσεις έχουν προχωρήσει σε συγκεκριμένες στρατηγικές θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού και χρηματοδοτικά εργαλεία που διευκολύνουν την υλοποίηση έργων, η Ελλάδα παραμένει στάσιμη σε επίπεδο θεσμικής προετοιμασίας.

Η έλλειψη διαμορφωμένου χρηματοδοτικού μοντέλου», είναι μία ανοιχτή πληγή, καθώς δεν έχουν ακόμη προσδιοριστεί τα οικονομικά δεδομένα και το ακριβές σχήμα χρηματοδότησης αυτών των έργων, σύμφωνα με τον κ. Καραμούζη. Επιπλέον, η συζήτηση για το θεσμικό πλαίσιο παραμένει ανοιχτή, χωρίς να έχει ξεκαθαριστεί αν τα υπεράκτια αιολικά θα υποστηριχθούν μέσω εγγυημένων συμβολαίων (PPA) ή αν θα βασιστούν σε αγορές ισχύος. Η αβεβαιότητα αυτή κρατάει στον «πάγο» τους επενδυτές, οι οποίοι τηρούν στάση αναμονής έως ότου οριστικοποιηθούν οι παράμετροι που θα διαμορφώσουν το πλαίσιο ανάπτυξης και λειτουργίας των έργων.

Η προϋπόθεση για να γίνει η Ελλάδα κόμβος data center

Ο υφυπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Κωνσταντίνος Κυρανάκης, ανακοίνωσε την ανάπτυξη 18 data centers στην Ελλάδα έως το 2030, κατά τη συμμετοχή του σε πάνελ στο 14ο Athens Energy Summit. Όπως διευκρίνισε, τα κέντρα δεδομένων θα εγκατασταθούν κυρίως στην Αττική και τη Θεσσαλονίκη, ενώ επιπλέον μονάδες θα δημιουργηθούν στη Δυτική Μακεδονία, τη Θεσσαλία και την Κρήτη, ενισχύοντας την ψηφιακή υποδομή της χώρας. Η διοίκηση της Εθνικής αναφέρει πως οι υφιστάμενες ΑΠΕ δεν επαρκούν για να καλύψουν τις σημερινές ανάγκες. Συνεπώς, χρειαζόμαστε νέα έργα. Άλλη μία σημαντική παράμετρος είναι το γεγονός πως η συζήτηση γύρω από τη χωροθέτηση και την ενεργειακή τροφοδοσία των data centers πρέπει να συνοδεύεται από έναν συνολικό σχεδιασμό για την αύξηση της ηλεκτροπαραγωγικής ικανότητας της χώρας. Δεδομένου ότι ήδη καταγράφονται προκλήσεις σε επίπεδο διαθεσιμότητας ισχύος, η προσέλκυση μεγάλων επενδύσεων στον τομέα των data centers προϋποθέτει στρατηγικές λύσεις που να διασφαλίζουν επάρκεια και σταθερότητα στην ηλεκτροδότηση.

Το σχόλιο για την πράσινη μετάβαση

Η πράσινη μετάβαση αποτελεί μια στρατηγική επιλογή με τεράστιες επενδυτικές προοπτικές, αλλά και σύνθετες προκλήσεις, καθώς επηρεάζει ολόκληρο το ενεργειακό οικοσύστημα. Ο Βασίλης Καραμούζης επισημαίνει ότι η μετάβαση αυτή δεν αφορά μόνο την αντικατάσταση των ορυκτών καυσίμων από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), αλλά συνεπάγεται μια συνολική αναδιάρθρωση του τρόπου χρηματοδότησης, ανάπτυξης και λειτουργίας της ενεργειακής αγοράς. Οι τράπεζες διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο, καθώς αποτελούν τον βασικό μοχλό κεφαλαίων που θα υποστηρίξουν τα νέα έργα, ωστόσο η αυξημένη διείσδυση των ΑΠΕ φέρνει στο προσκήνιο νέους κινδύνους, όπως οι περικοπές ενέργειας και η αστάθεια των τιμών στην αγορά. Παρά το θετικό momentum, η διαχείριση των διακυμάνσεων και η βιωσιμότητα των επενδύσεων απαιτούν ισχυρά χρηματοδοτικά εργαλεία, τεχνολογικές λύσεις αποθήκευσης και προσεκτικό σχεδιασμό της επόμενης ημέρας, ώστε η ενεργειακή μετάβαση να μην εξελιχθεί σε επενδυτική παγίδα, αλλά σε μοχλό βιώσιμης ανάπτυξης.

Διαβάστε ακόμη