Τις προκλήσεις και τις ευκαιρίες που αντιμετωπίζει η ελληνική ενεργειακή αγορά, με έμφαση στην αποθήκευση ενέργειας και την ενσωμάτωση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), ανέλυσε στο Athens Energy Summit ο Αριστοτέλης Χαντάβας, CEO της Principia.
Ο κ. Χαντάβας τόνισε ότι η αγορά ΑΠΕ στην Ελλάδα έχει εισέλθει σε φάση ωρίμανσης. «Αυτό για το οποίο παλεύαμε πριν από 20 χρόνια, πλέον έχει αποδειχθεί: οι ΑΠΕ είναι η ταχύτερη λύση για την ανάπτυξη υποδομών και την παροχή ενέργειας στο χαμηλότερο δυνατό κόστος», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ωστόσο, η μετάβαση αυτή φέρνει νέες προκλήσεις. «Τα ‘σχολικά χρόνια’ των ΑΠΕ τελείωσαν· τώρα μπαίνουμε στη ‘δευτεροβάθμια εκπαίδευση’, όπου οι εγγενείς αδυναμίες, όπως η διακοπτόμενη φύση της παραγωγής από τον ήλιο και τον άνεμο, καθιστούν την αποθήκευση ενέργειας θεμελιώδη παράγοντα για το ενεργειακό σύστημα».
Η αύξηση των περικοπών και οι επιπτώσεις στις επενδύσεις
Ο κ. Χαντάβας υπογράμμισε τη δυσκολία της Ελλάδας να εξισορροπήσει τη διείσδυση των ΑΠΕ με τις ανάγκες της ζήτησης, αναφερόμενος στην αύξηση των περικοπών παραγωγής (curtailments). «Οι παραγωγοί ενέργειας αναγκάζονται να σταματήσουν την παραγωγή τους από τους διαχειριστές των δικτύων, γεγονός που επηρεάζει αρνητικά τόσο τις επενδύσεις όσο και την ασφάλεια του δικτύου», σημείωσε, προσθέτοντας ότι οι περικοπές αυξήθηκαν κατά 10-15 φορές σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, φτάνοντας τις 223 περιπτώσεις.
Αυτό το φαινόμενο δημιουργεί ανησυχία στους επενδυτές και στις τράπεζες που χρηματοδοτούν νέα έργα. «Δεν ξέρουν πόσο γρήγορα θα επιλυθεί αυτή η κατάσταση», επισήμανε, τονίζοντας ότι η αβεβαιότητα μπορεί να οδηγήσει σε αναστολή ή καθυστέρηση επενδύσεων.
Αναβάθμιση δικτύων και ανάπτυξη αποθήκευσης
Ως λύση, ο κ. Χαντάβας πρότεινε την αναβάθμιση των δικτύων, κάτι που όμως απαιτεί δεκαετία για να ολοκληρωθεί, ή την ταχύτερη ανάπτυξη υποδομών αποθήκευσης ενέργειας. «Για να επιτευχθεί αυτό, απαιτείται ρυθμιστικό πλαίσιο και διαδικασίες ταχείας εκκίνησης».
Η Principia, κοινοπραξία της Enel και της Macquarie, διαθέτει την εμπειρία και τη γνώση για να ηγηθεί στον τομέα της αποθήκευσης. «Το 2020 αρχίσαμε να προωθούμε την αποθήκευση, όταν δεν υπήρχε καν κανονιστική επιτροπή για να μελετήσει το πλαίσιο. Σήμερα έχουμε τρεις γύρους διαγωνισμών για έργα αποθήκευσης που είναι ανοιχτά για επενδύσεις».
Παρά τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες, όπως τα κίνητρα για ενσωμάτωση αποθήκευσης σε φωτοβολταϊκά έργα, ο κ. Χαντάβας υπογράμμισε ότι η υλοποίηση παραμένει αργή. «Ο ρυθμός με τον οποίο οι ρυθμιστές και οι διαχειριστές δικτύων μπορούν να απορροφήσουν αυτές τις αλλαγές είναι εξαιρετικά αργός. Αυτό απαιτεί κυβερνητική παρέμβαση για να επιταχυνθούν οι διαδικασίες».
Η αβεβαιότητα στην υπεράκτια αιολική ενέργεια
Αναφερόμενος στην υπεράκτια αιολική ενέργεια, ο κ. Χαντάβας επεσήμανε ότι παρά τη δέσμευση 1,6 δισ. ευρώ μέχρι το 2032, η προοπτική των επενδύσεων παραμένει αβέβαιη. «Η Enel, μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες στον τομέα των ΑΠΕ, δεν έχει εγκαταστήσει ούτε ένα μεγαβάτ υπεράκτιας αιολικής ενέργειας», δήλωσε.
Το υψηλό κόστος και οι τεχνολογικές προκλήσεις καθιστούν τις επενδύσεις δύσκολες, ενώ η απόδοση απαιτεί τουλάχιστον μια δεκαετία. Επιπλέον, παρατηρείται αποχώρηση μεγάλων εταιρειών από τον τομέα, όπως οι επιχειρήσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου, που ακυρώνουν έργα λόγω οικονομικών πιέσεων.
Παρά τις προκλήσεις, ο κ. Χαντάβας αναγνώρισε τις προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης στον τομέα της υπεράκτιας αιολικής ενέργειας, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για αντίστοιχη δέσμευση και στον τομέα της αποθήκευσης. «Η ύπαρξη ρυθμιστικού πλαισίου, χωροταξικού σχεδιασμού και κινήτρων είναι απαραίτητη ώστε η Ελλάδα να είναι έτοιμη να προσελκύσει επενδύσεις όταν η αγορά ανακάμψει».
Ο κ. Χαντάβας κατέληξε τονίζοντας την ανάγκη για μια πιο επιθετική πολιτική στρατηγική. «Αν και οι πρωτοβουλίες της κυβέρνησης είναι ένα θετικό σημάδι, απαιτείται ένα συνολικό σχέδιο πολιτικής που θα επιταχύνει την πρόοδο, δεδομένων των προκλήσεων που περιγράψαμε».
Διαβάστε ακόμη