Από το 2019, η Ευρωπαϊκή Ένωση γλίτωσε 59 δισεκατομμύρια ευρώ σε εισαγωγές φυσικού αερίου και άνθρακα λόγω της αυξημένης παρουσίας ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή της και τη μείωση της χρήσης ορυκτών καυσίμων. Μόνο η Ελλάδα, η οποία εισάγει φυσικό αέριο, γλίτωσε 3,1 δισεκατομμύρια ευρώ. Σε αυτά τα συμπεράσματα κατέληξε το Ember, το οποίο δημοσίευσε χθες τη νέα έκθεσή του με τίτλο “European Electricity Review 2025”. Η έκθεση αυτή έστειλε ένα «φωτεινό» μήνυμα για την πράσινη μετάβαση του τομέα ηλεκτρισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκά το 2024 ξεπέρασε για πρώτη φορά την παραγωγή από άνθρακα, αποτελώντας ένα ορόσημο στη διαδικασία απανθρακοποίησης του τομέα στην ΕΕ. Ταυτόχρονα, η χρήση φυσικού αερίου για ηλεκτροπαραγωγή σημείωσε μείωση για πέμπτο συνεχόμενο έτος.
Το 2024 αποτέλεσε ένα δύσκολο έτος για τις πράσινες πολιτικές, λόγω πολιτικών και οικονομικών παραγόντων. Ωστόσο, η πράσινη μετάβαση του τομέα ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ διατήρησε τη δυναμική της. Η ηλιακή ενέργεια ήταν η ταχύτερα αναπτυσσόμενη πηγή ενέργειας στην ΕΕ το έτος που πέρασε. Οι νέες εγκαταστάσεις φωτοβολταϊκών έφτασαν σε επίπεδα ρεκόρ και η παραγωγή τους αυξήθηκε κατά 22% σε σχέση με το 2023. Με τις νέες προσθήκες ηλιακής ισχύος, τα φωτοβολταϊκά αντιπροσωπεύουν πλέον το 11,1% του ενεργειακού μείγματος της ΕΕ στην ηλεκτροπαραγωγή, ξεπερνώντας τον άνθρακα, ο οποίος αντιπροσωπεύει το 9,8%. Μάλιστα, η ηλιακή ενέργεια φαίνεται πως αυξάνεται σε όλες τις χώρες της ΕΕ, ενώ η χώρα μας αποτελεί έναν εκ των ηγετών κρατών – μελών της Ένωσης σε αυτό το κομμάτι, αφού κατέχει τη δεύτερη θέση ως προς το μερίδιο που κατέχουν τα φωτοβολταϊκά στην ηλεκτροπαραγωγή της, με ποσοστό 22%. Μπροστά από την Ελλάδα είναι μόνο η Ουγγαρία με 25%, ενώ αξιοσημείωτο είναι πως η χώρα μας ξεπερνάει και την Ισπανία, η οποία έχει εξέχοντα ρόλο στην πράσινη μετάβαση της ΕΕ.
Σταθερό στο 17,4% παρέμεινε το ποσοστό που κατέχει η αιολική ενέργεια στο ενεργειακό μείγμα ηλεκτροπαραγωγής της ΕΕ, ενώ αύξηση από 12,2% σε 13,2% σημείωσε το μερίδιο της υδροηλεκτρικής ενέργειας και από 23% σε 23,7% το μερίδιο της πυρηνικής ενέργειας, η οποία αποτελεί την ευρωπαϊκή «πρωταθλήτρια» στη σχετική κατάταξη. Συνολικά, οι ΑΠΕ μέσα στο 2024 έφτασαν το 47,4% του συνόλου από 44,8% το 2023, ενώ τα ορυκτά καύσιμα υποχώρησαν σε 28,9% από 32,2% το 2023. Ταυτόχρονα, οι πηγές χαμηλού ανθρακικού αποτυπώματος που συμμετέχουν στο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής της ΕΕ, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται οι ΑΠΕ, τα υδροηλεκτρικά και η πυρηνική ενέργεια, έφτασαν το 71,1% του συνόλου από 67,8% το 2023.
Η μείωση της χρήσης ορυκτών καυσίμων στην ηλεκτροπαραγωγή της ΕΕ το 2024 έριξε τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου σε επίπεδα κάτω από το μισό της κορύφωσης του 2007, μειώνοντας περαιτέρω την εξάρτηση από εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα. Το Ember επισημαίνει πως η πρόοδος που έχει επιτευχθεί είναι σημαντική, ωστόσο, απαιτείται επιτάχυνση αυτής της τάσης.
Η έκθεση του Ember τονίζει πως η ανάπτυξη των ΑΠΕ εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει οδηγήσει σε μια αύξηση του μεριδίου που κατέχουν στην ηλεκτροπαραγωγή κατά 13% περίπου από το 2019, όπου το μερίδιό τους ήταν 34%. Αντιστρόφως ανάλογη είναι η πορεία των ορυκτών καυσίμων, όπου το 2019 κατείχαν μερίδιο 39%, ενώ πλέον κατέχουν ένα μερίδιο γύρω στο 29%.
Όπως προαναφέρθηκε, τα οφέλη για την Ένωση δεν ήταν μόνο κλιματικά, αλλά και οικονομικά, αφού έχει εξοικονομήσει δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ τα τελευταία χρόνια από τη μείωση των εισαγωγών ορυκτών καυσίμων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Ειδικότερα, χωρίς την προσθήκη ισχύος αιολικής και ηλιακής ενέργειας από το 2019, η ΕΕ θα είχε εισάγει 92 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα επιπλέον φυσικού αερίου και 55 εκατομμύρια τόνους άνθρακα, που θα μεταφράζονταν σε κόστος 59 δισεκατομμυρίων ευρώ επιπλέον. Μάλιστα, τα στοιχεία δείχνουν πως το μερίδιο που αναλογεί στην Ελλάδα και απέφυγε, μέσω της έντονης ανάπτυξης νέων έργων ΑΠΕ, θα έφτανε τα 3,1 δισεκατομμύρια ευρώ σε εισαγωγές φυσικού αερίου.
Παρά τα παραπάνω, τα τελευταία στοιχεία του Green Tank δείχνουν πως μέσα στο 2024 η Ελλάδα αύξησε κατά 30% τη συνολική κατανάλωσή της σε φυσικό αέριο, ενώ τη μεγαλύτερη συμβολή στην αύξηση της κατανάλωσης είχε η χρήση του στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Μάλιστα, η κατανάλωση της χώρας τον Δεκέμβριο του 2024, όπου ξεπέρασε τις 7 TWh φυσικού αερίου, αποτελεί τη δεύτερη υψηλότερη κατανάλωση που έχει σημειώσει από αρχής καταγραφής των μετρήσεων το 2008, με υψηλότερη κατανάλωση αυτή του Ιανουαρίου του 2019.
Διαβάστε ακόμη