Οι διαφωνίες γύρω από το κόστος της ενεργειακής μετάβασης και την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής φέρνουν στο προσκήνιο ένα σημαντικό, αλλά συχνά παρεξηγημένο ζήτημα: η αποδέσμευση της παγκόσμιας οικονομίας από τον άνθρακα, αν και παρουσιάζεται ως υπερβολικά δαπανηρή, στην πραγματικότητα μπορεί να είναι πολύ φθηνότερη από ό,τι συνήθως υπολογίζεται.
Σύμφωνα με τον Economist, στην πρόσφατη σύνοδο κορυφής του ΟΗΕ για το κλίμα, που πραγματοποιήθηκε στο Μπακού, οι εκτιμήσεις για το κόστος της ενεργειακής μετάβασης κυμάνθηκαν από 3 έως 12 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως. Ενώ αυτά τα ποσά είναι εντυπωσιακά, συχνά διογκώνονται από συγκεκριμένες παραδοχές. Συγκεκριμένα, τέσσερις βασικοί παράγοντες οδηγούν σε υπερεκτίμηση του κόστους:
- Υπερβολικά γρήγορη μείωση εκπομπών: Τα σενάρια κοστολόγησης συχνά προβλέπουν μη ρεαλιστικά γρήγορες μειώσεις στις εκπομπές, αυξάνοντας έτσι το συνολικό κόστος.
- Αισιόδοξες προβλέψεις για πληθυσμιακή και οικονομική ανάπτυξη: Τα μοντέλα υποθέτουν ραγδαία αύξηση του πληθυσμού και της ενεργειακής κατανάλωσης, ιδίως στις αναπτυσσόμενες χώρες.
- Υποτίμηση της τεχνολογικής προόδου: Το κόστος τεχνολογιών, όπως τα ηλιακά πάνελ και οι μπαταρίες, μειώνεται γρηγορότερα από τις αρχικές προβλέψεις.
- Παράβλεψη της αναγκαίας επένδυσης σε ενέργεια γενικά: Οι αναλύσεις συχνά αποτυγχάνουν να συγκρίνουν το κόστος της καθαρής ενέργειας με το κόστος που θα απαιτούσε η συνέχιση της χρήσης ορυκτών καυσίμων.
Το πραγματικό κόστος και η δυναμική των επενδύσεων
Όπως αναφέρει ο Economist, οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι ο πρόσθετος ετήσιος λογαριασμός για τη μείωση των εκπομπών θα μπορούσε να περιοριστεί σε λιγότερο από 1 τρισεκατομμύριο δολάρια, δηλαδή κάτω από το 1% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Επιπλέον, αυτό το κόστος ενδέχεται να είναι ακόμη μικρότερο αν ληφθεί υπόψη η επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης και η πτώση του κόστους της τεχνολογίας.
Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (ΔΟΕ), το 2024 επενδύθηκαν 3 τρισεκατομμύρια δολάρια στον ενεργειακό τομέα, με τα δύο τρίτα να προέρχονται από ιδιωτικές πηγές. Σήμερα, οι επενδύσεις σε καθαρή τεχνολογία, όπως η ηλιακή ενέργεια, υπερβαίνουν αυτές στα ορυκτά καύσιμα. Αν και περιλαμβάνουν έργα όπως ηλεκτρικά οχήματα και βελτιώσεις δικτύων, η συνολική μετάβαση εξαρτάται από την ενεργειακή καθαρότητα των συστημάτων. Για παράδειγμα, τα ηλεκτρικά οχήματα στην Κίνα εξακολουθούν να φορτίζονται κυρίως από δίκτυα που βασίζονται σε άνθρακα.
Θερμοκρασιακοί στόχοι και ρεαλισμός
Η Συμφωνία του Παρισιού θέτει ως στόχο τη διατήρηση της υπερθέρμανσης του πλανήτη κάτω από τους 2°C, ενώ η επιδίωξη για 1,5°C θεωρείται όλο και πιο ανέφικτη. Σύμφωνα με προβλέψεις, η επίτευξη του 1,5°C θα απαιτούσε τερματισμό των εκπομπών μέσα στα επόμενα έξι χρόνια, κάτι που θεωρείται απαγορευτικό. Ωστόσο, ο στόχος των 2°C παραμένει εφικτός, με τον ΔΟΕ να εκτιμά επενδύσεις 5 τρισ. δολαρίων ετησίως έως το 2030.
Ρόλος της τεχνολογίας και το κόστος της αδράνειας
Το κόστος της ενεργειακής μετάβασης μειώνεται σημαντικά λόγω της τεχνολογικής προόδου. Τα ηλιακά πάνελ, οι ανεμογεννήτριες και οι μπαταρίες λιθίου γίνονται φθηνότερα ταχύτερα από τις προβλέψεις. Ωστόσο, υπάρχουν σημεία συμφόρησης, όπως η έλλειψη πλοίων για υπεράκτια αιολικά πάρκα εκτός Κίνας. Η ιστορική υποτίμηση αυτών των εξελίξεων από τους οικονομικούς μοντελιστές υποδεικνύει ότι το κόστος της μετάβασης ενδέχεται να μειωθεί ακόμη περισσότερο.
Η αποτυχία επίτευξης των κλιματικών στόχων θα απαιτήσει επενδύσεις ύψους 52 τρισ. δολαρίων έως το 2050, σύμφωνα με τη Wood Mackenzie. Το επιπλέον κόστος για τον περιορισμό της υπερθέρμανσης στους 2°C υπολογίζεται στα 13 τρισ. δολάρια – περίπου 0,5% του σημερινού παγκόσμιου ΑΕΠ ετησίως.
Τρεις βασικές προκλήσεις
Οι βασικές προκλήσεις για την ενεργειακή μετάβαση περιλαμβάνουν τομείς εκτός του ενεργειακού κλάδου, όπως η γεωργία, που αποτελεί σημαντική πηγή εκπομπών, συμπεριλαμβανομένου του μεθανίου. Αυτοί οι τομείς απαιτούν νέες τεχνολογίες, οι οποίες δεν είναι ακόμη ευρέως διαθέσιμες. Επιπλέον, οι φτωχότερες χώρες, που είναι συχνά πιο ευάλωτες στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην εξασφάλιση των απαραίτητων κεφαλαίων λόγω του υψηλού κόστους δανεισμού. Παράλληλα, πολιτικά εμπόδια, όπως η ανικανότητα των κυβερνήσεων να υιοθετήσουν αποτελεσματικές πολιτικές, περιπλέκουν περαιτέρω την κατάσταση, ενώ η απουσία φόρων άνθρακα και η επιβολή ακατάλληλων μέτρων συχνά αυξάνουν το συνολικό κόστος. Παρά τις δυσκολίες αυτές, το κόστος της ενεργειακής μετάβασης παραμένει διαχειρίσιμο και αναμφίβολα χαμηλότερο από τις καταστροφικές συνέπειες της αδράνειας απέναντι στην κλιματική αλλαγή. Ενώ η επίτευξη του στόχου περιορισμού της υπερθέρμανσης στους 1,5°C είναι σχεδόν ανέφικτη, η συγκράτηση της ανόδου της θερμοκρασίας κάτω από τους 2°C αποτελεί έναν ρεαλιστικό και οικονομικά βιώσιμο στόχο.
Διαβάστε ακόμη