Οι πολίτες, οι επενδυτές και η κυβέρνηση έχουν εικόνα για την προέλευση των κονδυλίων τα οποία θα χρηματοδοτήσουν την πράσινη μετάβαση βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα. Η Ελλάδα όμως αναζητά επενδύσεις ύψους σχεδόν 100 δισεκατομμυρίων ευρώ για την υλοποίηση των φιλόδοξων στόχων που περιλαμβάνονται στο νέο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) έως το 2030. Όπως παραδέχτηκε ο Αριστοτέλης Αϊβαλιώτης, γενικός γραμματέας Ενέργειας και Ορυκτών Πρώτων Υλών, κατά την τοποθέτησή του από το ελληνικό περίπτερο στο Μπακού, στο πλαίσιο της COP29, το «χρηματοδοτικό κενό» που πρέπει να καλυφθεί ανέρχεται σε 80,5 δισεκατομμύρια ευρώ, γεγονός που αναδεικνύει την επείγουσα ανάγκη κινητοποίησης ιδιωτικών και δημόσιων κεφαλαίων, καθώς και τη δημιουργία ενός σταθερού και υποστηρικτικού ρυθμιστικού πλαισίου. «Η εξασφάλιση κεφαλαίων και χρηματοδοτικών πόρων είναι ζωτικής σημασίας για τον μετασχηματισμό του ενεργειακού μας συστήματος και την ευθυγράμμισή του με τις κατευθυντήριες οδηγίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής», δήλωσε.
Σύμφωνα με τον κ. Αϊβαλιώτη, το ΕΣΕΚ που κατατέθηκε πρόσφατα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, απαιτεί συνολικές επενδύσεις ύψους 95 δισεκατομμυρίων ευρώ για την επίτευξη των φιλόδοξων στόχων του. Το σχέδιο περιλαμβάνει τη μετάβαση σε ένα ηλεκτρικό σύστημα που θα βασίζεται κατά 75% στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, καθώς και την ενεργειακή αναβάθμιση 1,5 εκατομμυρίου κτιρίων έως το 2035. Επιπλέον, προβλέπεται η πλήρης κατάργηση όλων των θερμαντήρων που χρησιμοποιούν ορυκτά καύσιμα και φυσικό αέριο – περίπου 2 εκατομμύρια συσκευές – έως το 2040, ενώ τίθεται ως στόχος η αντικατάσταση 30 εκατομμυρίων κλιματιστικών με νέες συσκευές που χρησιμοποιούν προπάνιο και πεντάνιο, αποφεύγοντας τη χρήση φθοριούχων αερίων.
Ως εκ τούτου, η χρηματοδότηση για την πράσινη μετάβαση αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει η Ελλάδα. Ο κ. Αϊβαλιώτης τόνισε πως παρόλο που υπάρχουν διαθέσιμα εργαλεία, όπως το Ταμείο Απανθρακοποίησης των Νησιών, με προϋπολογισμό 2 δισεκατομμύρια ευρώ, και το Ταμείο Εκσυγχρονισμού, που διαθέτει 1,5 δισεκατομμύριο ευρώ, αλλά και το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, που αποδίδει το 37% των πόρων του σε πράσινες επενδύσεις, ποσό που αντιστοιχεί σε 11 δισεκατομμύρια ευρώ μαζί με κάποιες επιπλέον επιδοτήσεις, «τα ποσά αυτά είναι περιορισμένα μπροστά στις συνολικές απαιτήσεις». Συνολικά, οι επιχορηγήσεις και οι πόροι που έχουν εξασφαλιστεί φτάνουν τα 14,5 δισεκατομμύρια ευρώ, αφήνοντας ένα τεράστιο χρηματοδοτικό κενό της τάξης των 80,5 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Πώς θα βρεθούν οι απαραίτητοι πόροι
Ο κ. Αϊβαλιώτης υπογράμμισε την ανάγκη για κινητοποίηση πόρων από διαφορετικές πηγές, με επίκεντρο τη συνεργασία του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Για την κάλυψη αυτού του κενού, απαιτείται η ενεργός συμμετοχή τραπεζών και ιδιωτών επενδυτών. Όπως σημείωσε ο κ. Αϊβαλιώτης, οι τράπεζες πρέπει να αισθάνονται σιγουριά ότι οι επενδύσεις που θα χρηματοδοτήσουν είναι ασφαλείς και αποδοτικές. Οι πολιτικές ESG (Περιβαλλοντική, Κοινωνική και Εταιρική Διακυβέρνηση), που έχουν υιοθετηθεί διεθνώς αλλά και σε εθνικό επίπεδο, αποτελούν κρίσιμο εργαλείο για την προώθηση πράσινων επενδύσεων, καθώς δημιουργούν ένα σαφές και διαφανές πλαίσιο για τη διοχέτευση κεφαλαίων σε βιώσιμα έργα.
Επιπλέον, ο κ. Αϊβαλιώτης επεσήμανε ότι το κράτος πρέπει να διασφαλίσει τη σταθερότητα και τη σαφήνεια στο ρυθμιστικό περιβάλλον, αποτρέποντας αντικρουόμενα μηνύματα που αποθαρρύνουν την επενδυτική κοινότητα. «Πρέπει να δώσουμε ξεκάθαρα μηνύματα ότι οι επενδύσεις δεν θα κινδυνεύσουν από απρόβλεπτες ρυθμιστικές αλλαγές», υπογράμμισε. Η εξάντληση των επιδοτήσεων τα επόμενα χρόνια καθιστά αναγκαία τη διερεύνηση εναλλακτικών μορφών χρηματοδότησης, όπως τα συμβόλαια escrow, τα οποία μπορούν να κινητοποιήσουν ιδιωτικά κεφάλαια χωρίς να επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό. Ένας άλλος κρίσιμος παράγοντας είναι η αξιοποίηση των υφιστάμενων ευρωπαϊκών κονδυλίων, που θα πρέπει να κατευθυνθούν με στρατηγικό τρόπο σε έργα τα οποία, αν και απαραίτητα, δεν είναι ακόμη εμπορικά βιώσιμα. Αυτά τα έργα, όπως η προσαρμογή στις φυσικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και οι νέες ενεργειακές τεχνολογίες, χρειάζονται κρατική υποστήριξη μέχρι να καταστούν επενδυτικά ελκυστικά.
Ο κ. Αϊβαλιώτης κατέληξε ότι η συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων φορέων – δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, τραπεζών, επενδυτών και στρατηγικών εταίρων – είναι απαραίτητη για την εξεύρεση λύσεων. «Πρέπει να δημιουργήσουμε αγορές που παράγουν έσοδα, να ενισχύσουμε την εμπιστοσύνη των επενδυτών και να αξιοποιήσουμε στο έπακρο τα διαθέσιμα εργαλεία, ώστε να διασφαλίσουμε την επιτυχία της πράσινης μετάβασης», τόνισε, υπογραμμίζοντας τη στρατηγική σημασία της πράσινης χρηματοδότησης για το μέλλον της χώρας.
Πράσινη χρηματοδότηση: Οι 3 προκλήσεις και τα $12 τρισ. ετησίως μέχρι το 2035
Η Irene Heemskerk, Επικεφαλής του Κέντρου Κλιματικής Αλλαγής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ECB) μιλώντας με τη σειρά της για τα εμπόδια στην πράσινη χρηματοδότηση στις παγκόσμιες αγορές, μίλησε επίσης για την τεράστια πρόκληση του χρηματοδοτικού κενού, το οποίο εκτιμάται από το Πρόγραμμα Περιβάλλοντος των Ηνωμένων Εθνών (UNEP) στα 12 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως μέχρι το 2035. Όπως σημείωσε, αυτό το κενό δεν αφορά μόνο την πράσινη επένδυση, αλλά και την προσαρμογή στις φυσικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, καθώς και τη χρηματοδότηση για την ανακούφιση από καταστροφές. «Η ανάγκη είναι επείγουσα, καθώς οι φυσικοί κίνδυνοι ήδη υλοποιούνται σήμερα», ανέφερε, προσθέτοντας πως η ενίσχυση της ανθεκτικότητας και η ταχύτερη μετάβαση στην πράσινη οικονομία αποτελούν προτεραιότητες.
Σύμφωνα με την ίδια υπάρχουν 3 εμπόδια που απαιτούν άμεση αντιμετώπιση. «Κλειδί» στην όλη αυτή προσπάθεια είναι καταρχάς η ρυθμιστική βεβαιότητα και διαφάνεια δεδομένων, ώστε οι επενδυτές να μπορούν να λαμβάνουν ενημερωμένες αποφάσεις. «Μια ξεκάθαρη πορεία μετάβασης από τις κυβερνήσεις είναι απαραίτητη για να κατευθυνθούν οι επενδύσεις προς τους σωστούς τομείς», υπογράμμισε. Η επιβολή τομεακών στρατηγικών, προσαρμοσμένων στις ιδιαιτερότητες κάθε κλάδου, μπορεί να επιταχύνει τη μετάβαση. Ορισμένοι τομείς, όπως εκείνοι της βιομηχανίας υψηλής έντασης άνθρακα, ίσως χρειαστούν περισσότερο χρόνο, ενώ άλλοι μπορούν να κινηθούν πιο γρήγορα. Έτσι, η χάραξη συγκεκριμένων στρατηγικών ανά τομέα και η δημιουργία αξιόπιστων και διαφανών ρυθμιστικών πλαισίων είναι κρίσιμες για τη διασφάλιση των επενδυτικών ροών.
Το δεύτερο εμπόδιο αφορά την ποιότητα των δεδομένων που χρησιμοποιούνται για τη λήψη επενδυτικών αποφάσεων. «Οι επενδυτές χρειάζονται αξιόπιστα και συγκρίσιμα δεδομένα για να κατανοήσουν πού επενδύουν», εξήγησε. Η Οδηγία Εταιρικής Βιωσιμότητας της ΕΕ (Corporate Sustainability Reporting Directive) αποτελεί ένα σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση αυτή, καθώς ενισχύει τη διαφάνεια και τη συνέπεια στις αναφορές εταιρειών. Ωστόσο, η Heemskerk υπογράμμισε ότι πρέπει να γίνει περισσότερη δουλειά για να ενσωματωθούν τα δεδομένα αυτά ουσιαστικά στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Το τρίτο εμπόδιο αφορά την τιμολόγηση του άνθρακα, η οποία παραμένει ανεπαρκής. «Η πραγματική τιμή του άνθρακα δεν έχει ακόμη αντικατοπτριστεί στην αγορά, με αποτέλεσμα μεγάλα ποσά να συνεχίζουν να πηγαίνουν σε επιδοτήσεις ορυκτών καυσίμων», σημείωσε. Η σωστή τιμολόγηση του άνθρακα θα καθιστούσε τις πράσινες επενδύσεις πιο ανταγωνιστικές, ενώ θα αποθάρρυνε τις επενδύσεις σε ρυπογόνες τεχνολογίες. Παρόλο που η ΕΕ κάνει βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, η Heemskerk υπογράμμισε ότι χρειάζεται επιτάχυνση και περαιτέρω ενίσχυση των μηχανισμών τιμολόγησης.
Η ανισορροπία στο οικοσύστημα χρηματοδότησης
Ο Stephen Comello, Ανώτερος Αντιπρόεδρος Στρατηγικών Πρωτοβουλιών της EFI Foundation, ανέδειξε μια κρίσιμη ανισορροπία στο οικοσύστημα χρηματοδότησης των καθαρών ενεργειακών τεχνολογιών. Όπως τόνισε χαρακτηριστικά, «υπάρχει αρκετό κεφάλαιο για τις αρχικές επενδύσεις και τις υποδομές, αλλά το μεγάλο κενό εντοπίζεται στη μέση – στο αναπτυξιακό κεφάλαιο, που αποτελεί σοβαρή πρόκληση». Εξηγώντας περαιτέρω, ανέφερε ότι «μόλις το 8% των επενδύσεων κατευθύνεται σε αναπτυξιακά έργα, τη στιγμή που το 50% των λύσεων που απαιτούνται για την πλήρη απανθρακοποίηση δεν έχουν ακόμη δημιουργηθεί. Αυτές οι λύσεις πρέπει να εφευρεθούν και να κλιμακωθούν». Αυτό το «κενό» αναδεικνύεται ως το σημείο μηδέν της πρόκλησης για την ενεργειακή μετάβαση. Ο Comello υπογράμμισε ότι η συμμετοχή των στρατηγικών επενδυτών αποτελεί το «κλειδί» για την αντιμετώπιση αυτής της ανισορροπίας. «Δεν μπορεί ο χρηματοοικονομικός τομέας να επωμιστεί εξ ολοκλήρου αυτό το βάρος. Οι εταιρείες που θα αξιοποιήσουν αυτές τις τεχνολογίες πρέπει να συμμετέχουν ενεργά στη διαδικασία χρηματοδότησης», δήλωσε, προσθέτοντας ότι μόνο μέσω συνεργασίας μεταξύ ιδιωτών επενδυτών, κυβερνήσεων και στρατηγικών επιχειρήσεων μπορεί να δημιουργηθεί το αναγκαίο αναπτυξιακό κεφάλαιο.
Συνεργασία ιδιωτικού και δημόσιου τομέα
Ο Harry Boyd Carpenter, Διευθύνων Σύμβουλος του Τομέα Βιώσιμων Υποδομών στην EBRD, παρουσίασε μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση για τον ρόλο της πράσινης χρηματοδότησης και της καινοτομίας στη βιώσιμη ανάπτυξη. Κατά τη διάρκεια συζήτησης, επεσήμανε ότι «υπάρχει μια αυξανόμενη τάση να θεωρείται η πράσινη χρηματοδότηση ως πανάκεια για όλα τα προβλήματα. Στην πραγματικότητα, όμως, οι τραπεζίτες δεν οδηγούν την αγορά. Ακολουθούν τους πελάτες τους, οι οποίοι με τη σειρά τους ακολουθούν τις αποδόσεις». Όπως τόνισε, «για να προσελκύσεις επενδύσεις, πρέπει να διασφαλίσεις ότι αυτές θα αποφέρουν κέρδος. Η δημιουργία αγορών που παράγουν έσοδα είναι το πρώτο και πιο κρίσιμο βήμα». Ιδιαίτερα σε επενδύσεις που δεν έχουν ακόμη εμπορική βιωσιμότητα, όπως τα έργα προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή ή οι νέες τεχνολογίες σε αρχικά στάδια ανάπτυξης, απαιτείται η αξιοποίηση δημόσιων πόρων και δημοσιονομικών κεφαλαίων.
Αναφερόμενος στην ελληνική αγορά, υπογράμμισε ότι η έλλειψη αυστηρών κανονισμών, ειδικά στον τομέα της διαχείρισης αποβλήτων και της ανακύκλωσης, αποτελεί σημαντικό εμπόδιο. Παράλληλα, σημείωσε ότι η υιοθέτηση μοντέλων όπως το ESCO (Ενέργεια ως Υπηρεσία) παραμένει περιορισμένη. Ωστόσο, ανέφερε ότι η Ελλάδα έχει κάνει ουσιαστικά βήματα προς τη βιώσιμη ανάπτυξη, ενώ κατά την άποψή του, το μεγάλο στοίχημα για τη συνέχιση αυτής της προόδου είναι η ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.
Όλοι οι παράγοντες της αγοράς συμφωνούν ότι η πράσινη χρηματοδότηση αποτελεί επιστέγασμα της προσπάθειας για την επιτυχία της πράσινης μετάβασης. Ωστόσο, για να επιτευχθεί αυτό, απαιτείται η κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού με στοχευμένα εργαλεία και επαρκείς πόρους, η διασφάλιση ενός σταθερού και διαφανούς ρυθμιστικού πλαισίου για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των επενδυτών, καθώς και η δημιουργία βιώσιμων αγορών που παράγουν έσοδα. Η συνεργασία μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα αναδεικνύεται ως κρίσιμος παράγοντας, με τη συμμετοχή στρατηγικών επενδυτών να παίζει καταλυτικό ρόλο στην επιτάχυνση της ανάπτυξης καινοτόμων λύσεων. Εξίσου σημαντική είναι η ευελιξία στα χρηματοδοτικά εργαλεία, τα οποία πρέπει να προσαρμόζονται στις ιδιαίτερες ανάγκες κάθε έργου, εξασφαλίζοντας τη μέγιστη αποτελεσματικότητα και τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των επενδύσεων.
Διαβάστε ακόμη