Η τελευταία έκθεση της δεξαμενής σκέψης Ember Climate υπογραμμίζει τη σημαντική πρόοδο στην παγκόσμια αύξηση της ισχύος από φωτοβολταϊκά, αλλά προειδοποιεί ότι απαιτείται μεγαλύτερη πολιτική στήριξη για την επίτευξη των στόχων του 2030 για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Η έκθεση αξιολογεί τις δεσμεύσεις για το κλίμα που ανέλαβαν ορισμένες εθνικές κυβερνήσεις, σε σύγκριση με τον στόχο του τριπλασιασμού της παγκόσμιας εγκατεστημένης ισχύος ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έως το 2030, που συμφωνήθηκε στην περσινή διάσκεψη COP28 για το κλίμα.

Ένα θετικό συμπέρασμα από την έκθεση είναι η ταχεία επέκταση της ηλιακής ενέργειας. Η Ember προβλέπει ότι 593GW νέας ηλιακής ισχύος θα προστεθούν παγκοσμίως το 2024, μια αύξηση 29% σε σύγκριση με το 2023, όπου σημειώθηκε 87% ετήσια αύξηση των φωτοβολταϊκών εγκαταστάσεων. Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (IEA) προβλέπει ότι η ηλιακή και η αιολική ενέργεια θα αντιπροσωπεύουν πάνω από το 90% της μελλοντικής αύξησης της δυναμικότητας των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, με την ηλιακή δυναμικότητα να αναμένεται να πενταπλασιαστεί από το 2022 έως το 2030. Ο ΙΕΑ προβλέπει επίσης ότι η παγκόσμια ηλιακή ισχύς θα ξεπεράσει τα 2TW μέχρι το τέλος του 2024.

Ωστόσο, ενώ η ανάπτυξη της ηλιακής ενέργειας επιταχύνεται, η έκθεση υπογραμμίζει ένα χάσμα μεταξύ του ρυθμού ανάπτυξης της αγοράς και των κυβερνητικών δεσμεύσεων. Η ανάλυση της Ember υποδηλώνει ότι οι εθνικοί στόχοι για την ικανότητα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, ιδίως της ηλιακής, δεν συμβαδίζουν με την αναγκαία πορεία. Πολλές χώρες, ιδίως σε περιοχές όπως η Λατινική Αμερική, η υποσαχάρια Αφρική και τμήματα της Ασίας, έχουν θέσει κυβερνητικούς στόχους που υπολείπονται των ελάχιστων προσθηκών δυναμικότητας που απαιτούνται για την επίτευξη του παγκόσμιου στόχου τριπλασιασμού.

Η έκθεση ζητεί πιο φιλόδοξες εθνικές πολιτικές για τη στήριξη αυτής της μετάβασης. Παρά τη ραγδαία μείωση του κόστους της ηλιακής ενέργειας και την αυξανόμενη ελκυστικότητα της αγοράς, οι κυβερνήσεις δεν έχουν εφαρμόσει πλήρως τις αναγκαίες πολιτικές για να ανταποκριθούν στο δυναμικό της αγοράς. Ο ΟΟΣΑ (OECD), για παράδειγμα, έχει θέσει στόχους που καλύπτουν μόνο τα δύο τρίτα των απαιτούμενων προσθηκών ισχύος έως το 2030.

Στην Ευρώπη, ωστόσο, σημειώνεται κάποια πρόοδος. Αρκετές χώρες της ΕΕ έχουν επικαιροποιήσει τους στόχους τους για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, με την ηλιακή ενέργεια να διαδραματίζει κεντρικό ρόλο. Οκτώ κράτη μέλη της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της Δανίας, της Σουηδίας και της Ιταλίας, αναθεώρησαν προς τα πάνω τους στόχους τους για την ηλιακή ισχύ, σηματοδοτώντας ισχυρή δέσμευση για την ηλιακή ενέργεια. Η Ιταλία, ειδικότερα, αναμένει να προσθέσει 79GW νέας ηλιακής ισχύος έως το 2030, με την ηλιακή ενέργεια να αποτελεί την κυρίαρχη πηγή νέας ισχύος σε αρκετές χώρες.

Η έκθεση της Ember καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ενώ ο τομέας των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έχει τη δυνατότητα να επιτύχει τους κλιματικούς στόχους, αυτό θα συμβεί μόνο εάν οι κυβερνήσεις ευθυγραμμίσουν τις πολιτικές τους με τις τάσεις της αγοράς και θέσουν πιο φιλόδοξους, μακροπρόθεσμους στόχους.

Διαβάστε ακόμη