Η Ελλάδα αναμένεται, μέσα στην επόμενη δεκαετία, να επιτύχει 100% διείσδυση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) στο ενεργειακό της μείγμα, ένα φιλόδοξο σχέδιο που, ωστόσο, συνοδεύεται από προκλήσεις και απαιτεί κρίσιμες αλλαγές. Στην πρώτη γραμμή αυτών των αλλαγών, όπως τόνισε μιλώντας στο 28ο συνέδριο «Ενέργεια & Ανάπτυξη 2024» του ΙΕΝΕ ο Δρ. Σταύρος Αθ. Παπαθανασίου, Καθηγητής στο ΕΜΠ, βρίσκεται η ανάγκη μετάβασης σε νέα σχήματα στήριξης, τα οποία δεν βασίζονται αποκλειστικά στην παραγωγή, αλλά στην παραγωγική ικανότητα των έργων. Σχήματα όπως τα capability-based ή τα financial CFDs κρίνονται αναγκαία για να προστατευτούν οι επενδύσεις από τις περικοπές παραγωγής και τις αρνητικές τιμές στην αγορά, δημιουργώντας σταθερότερες βάσεις για τις ΑΠΕ. «Χωρίς ενίσχυση των δικτύων και την εφαρμογή λύσεων για τη διαχείριση της συμφόρησης, το ηλεκτρικό σύστημα θα φτάσει σε κορεσμό έως το 2025», επεσήμανε.

«Οι περικοπές επηρεάζουν τα έργα, καθώς όταν σημειώνονται μηδενικές ή αρνητικές τιμές αγοράς, υπάρχει απώλεια εσόδων. Σε συνθήκες 100% διείσδυσης, το 20% του χρόνου ενδέχεται να υπάρχουν μηδενικές τιμές, με επιπτώσεις για τις επενδύσεις. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί αυτό, είναι απαραίτητο να μεταβούμε σε σχήματα στήριξης μη βασισμένα στην παραγωγή, όπως τα capability-based ή τα financial CFDs, που συνδέονται με την παραγωγική ικανότητα του έργου και όχι με την πραγματική παραγωγή. Με αυτά τα νέα σχήματα, η ενίσχυση αποσυνδέεται από τις περικοπές ή τις τιμές αγοράς, ενώ παράλληλα εισάγεται ένα πλαίσιο αποδοτικής λειτουργίας των έργων», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Σήμερα, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας κυριαρχούν με 15 GW εγκατεστημένης ισχύος, με επιπλέον 17-18 GW σε στάδιο δέσμευσης και 2 GW υπεράκτιων αιολικών να έχουν δρομολογηθεί. Το σύνολο αυτό ανεβάζει την ισχύ στα 32-33 GW, ξεπερνώντας τα σημερινά όρια υποδοχής του δικτύου, που ανέρχονται σε 28-30 GW. Οι αρμόδιοι φορείς εκτιμούν πως μέχρι το 2040 θα χρειαστούν τουλάχιστον 44 GW ΑΠΕ, γεγονός που καθιστά επιτακτική την ανάγκη αναβάθμισης των υποδομών.

«Κλειδί» η ενίσχυση των δικτύων και οι ευέλικτες συνδέσεις

Προκειμένου να αποφευχθούν συνθήκες κορεσμού και συμφόρησης, οι αρμόδιες αρχές σχεδιάζουν την επέκταση των δικτύων και επενδύσεις στην αποθήκευση ενέργειας. Το νέο πλαίσιο αποθήκευσης μπορεί να μειώσει τις περικοπές και να σταθεροποιήσει την αγορά, περιορίζοντας τη στοχαστικότητα και προσφέροντας μεγαλύτερη ασφάλεια στους επενδυτές. Χωρίς ενίσχυση των δικτύων και την εφαρμογή λύσεων για τη διαχείριση της συμφόρησης, το ηλεκτρικό σύστημα θα φτάσει σε κορεσμό έως το 2025, όπως επισημάνθηκε στο συνέδριο.

Για την αποφυγή υπερφόρτωσης, ο ΔΕΔΔΗΕ εκπονεί πρόγραμμα αναβάθμισης του δικτύου διανομής με στόχο τον διπλασιασμό της ικανότητας υποδοχής νέων πόρων. «Είναι κρίσιμο να αποφευχθεί το φαινόμενο του overbooking, δηλαδή η αλόγιστη παροχή πρόσβασης χωρίς κατάλληλο προγραμματισμό, που θα οδηγήσει σε συμφόρηση», τόνισε ο Καθηγητής Παπαθανασίου.

Η υψηλή διείσδυση των ΑΠΕ θα επιφέρει περικοπές παραγωγής, που πλέον είναι αναπόφευκτες. Το ΕΣΕΚ σχεδιάζει την ανάπτυξη αποθήκευσης, που μειώνει τις περικοπές σε ποσοστά από 2% έως 80% ανάλογα με τις συνθήκες. Η διαχείριση της συμφόρησης απαιτεί επίσης περιορισμούς για κάθε σταθμό ΑΠΕ, ώστε να αποδέχεται περιορισμούς σε περιόδους συμφόρησης, ενσωματώνοντας έτσι την προσέγγιση των «ευέλικτων συνδέσεων» (flexible connections). Στην Ελλάδα, το πλαίσιο για τις ευέλικτες συνδέσεις θεσπίστηκε με το Νόμο 4951/2022, άρθρο 10, που προβλέπει περιορισμούς για σταθμούς ΑΠΕ χωρίς αποθήκευση και για μονάδες καθαρής αποθήκευσης.

Η υψηλή διείσδυση των ΑΠΕ έχει εντείνει το ενδιαφέρον για τις μετοχές του κλάδου, ενώ εγείρει ανησυχίες για τη σταθερότητα των επενδύσεων λόγω των αναμενόμενων περικοπών. Αυτή η ενίσχυση της αποθήκευσης, σε συνδυασμό με τα νέα σχήματα στήριξης, στοχεύει να μειώσει τον κίνδυνο αστάθειας της αγοράς, προσφέροντας μια μακροπρόθεσμη λύση για την προστασία των επενδυτών και την επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης.

Διαβάστε ακόμη