Η αύξηση της χωρητικότητας και της ανθεκτικότητας του ηλεκτρικού δικτύου είναι κρίσιμη για τη διαχείριση της ενισχυμένης παραγωγής και μεταφοράς ενέργειας από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ). Σήμερα, το ενεργειακό σύστημα της χώρας περιλαμβάνει περίπου 14,7-15 GW ισχύος από ΑΠΕ, εκ των οποίων τα 8 GW διαχειρίζεται ο ΔΕΔΔΗΕ και τα 7 GW ο ΑΔΜΗΕ. Οι προσφορές σύνδεσης που έχουν εκδοθεί αγγίζουν τα 15-15,5 GW, δεσμεύοντας συνολικά περίπου 30 GW ηλεκτρικού χώρου. Μαζί με τα 2 GW που προορίζονται για τα υπεράκτια αιολικά έργα, το δεσμευμένο δυναμικό φτάνει τα 32 GW.

Με στόχο το 2030, η χώρα έχει θέσει ως ορόσημο τα 24,7 GW εγκατεστημένης ισχύος για αιολικά, φωτοβολταϊκά και μικρά ΑΠΕ, όπως ορίζεται στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ). Ωστόσο, για το 2040 η εκτίμηση φτάνει τα 43 GW, γεγονός που καθιστά απαραίτητη την περαιτέρω επέκταση και αναβάθμιση του δικτύου προκειμένου να επιτευχθούν οι φιλόδοξοι ενεργειακοί στόχοι της χώρας, σχολίασε ο Αντιπρόεδρος του ΑΔΜΗΕ, Γιάννης Μάργαρης, μιλώντας νωρίτερα στο συνέδριο «Renewable & Storage».

Το διπλό πρόβλημα των περικοπών ενέργειας και των μηδενικών τιμών αξιολογείται αυτή τη στιγμή ως η μεγαλύτερη πρόκληση. Η αδυναμία διασφάλισης ενός προβλέψιμου μεγέθους περικοπών δημιουργεί επενδυτική ανασφάλεια, χωρίς, ωστόσο, να φαίνεται πως αυτή η κατάσταση έχει (για την ώρα) μεγάλο αντίκτυπο στο επενδυτικό ενδιαφέρον, που παραμένει «ζεστό». Ο καταιγισμός αιτημάτων για όρους σύνδεσης νέων έργων ΑΠΕ αποτελεί μία ακόμη πρόκληση για το ηλεκτρικό δίκτυο, καθώς οι υποδομές δυσκολεύονται να διαχειριστούν τον όγκο των νέων έργων. Μάλιστα, στον κύκλο αιτήσεων του Οκτωβρίου υποβλήθηκαν 25 νέα αιτήματα με συνολική ισχύ 1.087 MW, ελαφρώς λιγότερα από εκείνα του Σεπτεμβρίου, αλλά διατηρώντας έναν σταθερά υψηλό ρυθμό που παρατηρείται από τις αρχές του έτους. Η ανάγκη για ευέλικτες προσφορές σύνδεσης και για νέα νομοθετικά μέτρα είναι ουσιαστικά μια απάντηση στον περιορισμένο ηλεκτρικό χώρο, εξασφαλίζοντας τη σταθερότητα του δικτύου και ταυτόχρονα παρέχοντας διαφάνεια και προβλέψιμες συνθήκες στους επενδυτές. Αναφερόμενος στην Ευρωπαϊκή Οδηγία 944 του 2019, που αναθεωρήθηκε το περασμένο καλοκαίρι και θα πρέπει να ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο μέχρι τον Ιανουάριο του 2025, ο Αντιπρόεδρος του ΑΔΜΗΕ ανέδειξε την ανάγκη νομοθετικών πρωτοβουλιών από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας και σχετικών αποφάσεων από τη ΡΑΑΕΥ, ώστε να θεσπιστεί ένα πλαίσιο που να προστατεύει τόσο το ηλεκτρικό δίκτυο και τη λειτουργία του όσο και τους επενδυτές. Στο νέο τοπίο της αθρόας εισροής ΑΠΕ, ο ΑΔΜΗΕ έχει ξεκινήσει την τελευταία διετία να προσαρμόζει τη διαδικασία εξέτασης των αιτημάτων σύνδεσης νέων παραγωγών «πράσινης» ενέργειας, ενσωματώνοντας τις λεγόμενες ευέλικτες προσφορές σύνδεσης. Το συγκεκριμένο μοντέλο θα προβλέπει δέσμευση απορρόφησης ισχύος για ένα μέρος και όχι για το σύνολο της «πράσινης» ηλεκτροπαραγωγής, κάτι που θα γνωρίζουν εξ αρχής οι επενδυτές προκειμένου να λάβουν τις αποφάσεις τους.

Κορεσμένα δίκτυα και υψηλές τιμές ενέργειας

Η αθρόα εισροή «πράσινης» ενέργειας αυξάνει τις απαιτήσεις στο δίκτυο, το υπάρχον σύστημα δυσκολεύεται να εξυπηρετήσει όλα τα αιτήματα σύνδεσης χωρίς να επηρεαστεί η σταθερότητα και η αποτελεσματικότητα της λειτουργίας του. Το πρόβλημα που αναδεικνύεται από αυτή την εικόνα είναι η αδυναμία του δικτύου να απορροφήσει πλήρως την αυξημένη παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ, κάτι που απαιτεί την εισαγωγή νέων ρυθμίσεων και υποδομών. «Για να εισαχθούν περισσότερες ΑΠΕ, οι οποίες θα ρίξουν και τις τιμές, συνολικά για τους καταναλωτές, πρέπει να κατασκευαστούν περισσότερα δίκτυα. Ωστόσο, όπως επεσήμανε ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του ΑΔΜΗΕ, Μάνος Μανουσάκης η κατασκευή δικτύου είναι πάρα πολύ δύσκολη και χρονοβόρα. «Σε πρώτο επίπεδο πρέπει να αλλάξει η προσέγγιση που ισχύει σήμερα όσον αφορά στην άναρχη χωροθέτηση των ΑΠΕ, δίχως να προσμετράται η διαθεσιμότητα του δικτύου» .

Στην δύσκολη εξίσωση για το πώς το φθηνό κόστος των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) θα περάσει και στα τιμολόγια των καταναλωτών επιχείρησε να απαντήσει η υφυπουργός Ενέργειας Αλεξάνδρα Σδούκου. «Είναι σημαντικό το όφελος από την παραγωγή φθηνής ενέργειας μέσω των ΑΠΕ να γίνεται αντιληπτό στους τελικούς καταναλωτές». Αναφερόμενη στη διαφορά μεταξύ της τιμής παραγωγής και των λογαριασμών που βλέπουν οι πολίτες, υπογράμμισε ότι η συμμετοχή των ΑΠΕ συχνά καλύπτει πάνω από το 60% της ζήτησης, συμβάλλοντας στη μείωση της μέσης τιμής χονδρικής. Ωστόσο, σημείωσε ότι το γεγονός αυτό δεν αντικατοπτρίζεται πάντα στους λογαριασμούς των καταναλωτών, δημιουργώντας συχνά αμφιβολίες και ερωτήματα για την αξία της «πράσινης» μετάβασης.

Η κ. Σδούκου ανέφερε ότι το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας προωθεί την εφαρμογή των διζωνικών και δυναμικών τιμολογίων ως πολιτικές που θα στηρίξουν την ενεργειακή μετάβαση. Όπως εξήγησε, η σχετική πρόταση για τα δυναμικά τιμολόγια τέθηκε σε διαβούλευση από τη ΡΑΕ, με στόχο την εφαρμογή της από την 1η Ιανουαρίου 2025. Αυτό το μοντέλο τιμολόγησης απευθύνεται σε περίπου 155.000 πελάτες, οι οποίοι είναι κατά κύριο λόγο μεσαίες επιχειρήσεις και βιοτεχνίες που συνδέονται σε παροχές χαμηλής και μέσης τάσης. Η εφαρμογή αυτή, σύμφωνα με την κ. Σδούκου, καλύπτει πάνω από το 46% της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας αυτής της κατηγορίας χρηστών. Επιπλέον, έθεσε ως στόχο μέχρι το τέλος του 2025 να διατίθενται πιστοποιημένα μετρητικά δεδομένα, ώστε να επεκταθεί η δυναμική τιμολόγηση στο 60% της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας, γεγονός που θα υποστηρίξει τις ανάγκες της αγοράς με περισσότερο στοχευμένο τρόπο. Παράλληλα, προανήγγειλε ότι το Υπουργείο θα εστιάσει το επόμενο διάστημα στην ανάπτυξη σταθερών τιμολογίων για τα νοικοκυριά, ώστε να επωφεληθούν και οι οικιακοί καταναλωτές από πιο σταθερές και διαφανείς χρεώσεις​.

Ο ειδικός σύμβουλος του πρωθυπουργού σε θέματα ενέργειας κ. Νίκος Τσάφος, μιλώντας επίσης στο ενεργειακό φόρουμ «Renewable & Storage» παραδέχθηκε ότι η Ελλάδα έχει από τις πιο ακριβές τιμές ρεύματος στη χονδρεμπορική αγορά στην Ευρώπη, επισημαίνοντας ότι είναι ένα φαινόμενο διαχρονικό που οφείλεται σε δομικό πρόβλημα της ελληνικής ενεργειακής αγοράς. Σύμφωνα με τον ίδιο, η τιμή ρεύματος στη χονδρεμπορική αγορά σε κάθε χώρα εξαρτάται από τρεις παράγοντες το ενεργειακό μείγμα, τη γεωγραφία και το επίπεδο του ανταγωνισμού. «Στην Ελλάδα πάμε πάρα πολύ καλά στις ΑΠΕ», αλλά όταν γίνεται η σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές η χώρα μας δεν διαθέτει πυρηνικά και βιοενέργεια, ενώ η υδροηλεκτρική ενέργεια είναι μικρότερη, με συνέπεια τελικά «να έχουμε ένα από τα υψηλότερα ποσοστά ηλεκτροπαραγωγής από ορυκτά καύσιμα και ειδικά από φυσικό αέριο».

Ο πρόεδρος της ΕΒΙΚΕΝ, Αντώνης Κοντολέων, επεσήμανε ότι, αν και οι ΑΠΕ και οι διασυνδέσεις αποτελούν σημαντικούς παράγοντες για τη μείωση του ενεργειακού κόστους, δεν αρκούν από μόνες τους για να οδηγήσουν σε χαμηλότερες τιμές ρεύματος για τους καταναλωτές. Σύμφωνα με τον κ. Κοντολέων, είναι απαραίτητη η εφαρμογή επιπλέον ρυθμίσεων και πολιτικών που θα επιτρέψουν στις ΑΠΕ να καθορίσουν τη δυναμική της χονδρεμπορικής αγοράς, ειδικά σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Τόνισε ότι οι ρυθμίσεις αυτές θα διασφαλίσουν πως τα οφέλη της «πράσινης» παραγωγής θα αποτυπώνονται πιο αποτελεσματικά στις τελικές τιμές, δημιουργώντας ένα πιο ανταγωνιστικό και φιλικό προς τους καταναλωτές ενεργειακό περιβάλλον.

Διαβάστε ακόμη