Περί τα 5,5 δισ. ευρώ αναμένεται να είναι η μέση ετήσια συνεισφορά του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) την περίοδο 2031-2050 στην εθνική οικονομία, γεγονός που μεταφράζεται σε 2,6% ετησίως στο ΑΕΠ της χώρας, σύμφωνα με σχετική μελέτη της McKinsey που αξιοποίησε το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας για τον οικονομικό αντίκτυπο του σχεδίου. Αντίστοιχα, την περίοδο 2031-2050, θα αυξηθεί σε 6,1 δισ. ευρώ (+2,5%). Η συμβολή του ΕΣΕΚ στην απασχόληση είναι επίσης εντυπωσιακή, με τη δημιουργία και διατήρηση 210.000 θέσεων εργασίας έως το 2050. Κατά την περίοδο 2025-2030, υπολογίζεται ότι θα δημιουργηθούν 205.300 νέες θέσεις εργασίας (+4,8%), ενώ κατά την περίοδο 2031-2050, οι θέσεις θα αυξηθούν περαιτέρω κατά 212.500 (+5,0%). Οι κλάδοι που θα ευνοηθούν περιλαμβάνουν κατασκευές, βιομηχανικά προϊόντα, και τον τομέα της ενέργειας, προσφέροντας ευκαιρίες απασχόλησης και οικονομική ανάπτυξη σε ολόκληρη τη χώρα.
Το ΕΣΕΚ αποτελεί, ουσιαστικά, τον οδικό χάρτη για ένα νέο, αναπτυξιακό παραγωγικό μοντέλο της χώρας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η εγκατεστημένη ισχύς ηλεκτροπαραγωγής θα αυξηθεί σημαντικά τα επόμενα χρόνια. Μέχρι το 2030, τα φωτοβολταϊκά θα φτάσουν τα 13,5 GW και τα χερσαία αιολικά τα 8,9 GW, ενώ το 2050 η συνολική εγκατεστημένη ισχύς θα φτάσει τα 77 GW, διπλάσια σε σχέση με σήμερα. Τα υπεράκτια αιολικά θα αποτελέσουν την τρίτη κύρια τεχνολογία παραγωγής ενέργειας μέχρι το 2050, ενώ το φυσικό αέριο θα διατηρηθεί για λόγους ασφάλειας τροφοδοσίας. Η αύξηση της ζήτησης ενέργειας και η διείσδυση των ΑΠΕ θα απαιτήσουν εκτεταμένες επενδύσεις στα δίκτυα ηλεκτρισμού, με τις διασυνδέσεις νησιών και διεθνείς διασυνδέσεις να παίζουν κομβικό ρόλο. Η διασύνδεση της Κρήτης με την Αττική θα ολοκληρωθεί το 2025, ενώ προχωρούν οι διασυνδέσεις των Δωδεκανήσων και του Βορείου Αιγαίου. Εξίσου κρίσιμη τεχνολογία για την επίτευξη των στόχων του ΕΣΕΚ είναι σύμφωνα με το ΥΠΕΝ η αποθήκευση ενέργειας. Μέχρι το 2030, η αποθήκευση θα φτάσει τα 6,2 GW, ενώ το 2050 θα τριπλασιαστεί στα 17 GW. Οι απαιτήσεις για αποθήκευση θα καλυφθούν σε μεγάλο βαθμό από τα αντλησιοταμιευτικά έργα. Το ΕΣΕΚ επενδύει σε καινοτόμες τεχνολογίες όπως το βιομεθάνιο, το πράσινο υδρογόνο και η δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα. Το θεσμικό πλαίσιο για το βιομεθάνιο είναι ήδη έτοιμο, με στόχο 2 TWh το 2030 και 35 TWh το 2040. Το υδρογόνο αναμένεται να αυξήσει τη συνεισφορά του από 1 TWh το 2030 σε 20 TWh το 2050. Σημαντικές επενδύσεις γίνονται και στη δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα, με στόχο τη δέσμευση 3 εκατομμυρίων τόνων CO2 από τη βιομηχανία.
Σημειώνεται πως η ενεργειακή μετάβαση αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η σύγχρονη παγκόσμια οικονομία. Η Ελλάδα, με «όχημα» το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) επιθυμεί ενεργειακή ανεξαρτησία, το νέο ΕΣΕΚ θα αφήσει ένα σημαντικό αποτύπωμα στην εθνική οικονομία, ενώ παράλληλα στοχεύει στη διασφάλιση φθηνής και άφθονης ενέργειας. Η προετοιμασία και η κατάρτιση του σχεδίου βασίστηκε σε τρεις βασικές διαπιστώσεις με την πρώτη να αφορά την πρωτοπόρα θέση της χώρας ως προς την κάλυψη στόχων διείσδυσης ΑΠΕ και μείωσης εκπομπών του θερμοκηπίου, κατατάσσοντας τη χώρα- όπως παραδέχτηκε ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Θ. Σκυλακάκης- μεταξύ των καλύτερων σε σχέση με άλλες χώρες. Η δεύτερη διαπίστωση αφορά στο γεγονός ότι η επιβάρυνση λόγω συνεπειών κλιματικής κρίσης στους καταναλωτές δεν έχει προϋπολογιστεί και κατά συνέπεια η όποια επιβάρυνση εν συνόλω θα πρέπει να είναι εξαιρετικά υψηλής αποτελεσματικότητας, καθώς διαφορετικά, τα τελικά κόστη ενδέχεται να εκτοξευτούν. Η τρίτη διαπίστωση αφορά στην συμπερίληψη της αγοράς τόσο κατά τον σχεδιασμό όσο και στην πορεία υλοποίησης. «Κάθε σχέδιο για να είναι αποτελεσματικό θα πρέπει να είναι ρεαλιστικό και για να είναι ρεαλιστικό, πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις αντιδράσεις των ανθρώπων και της αγοράς», ανέφερε χαρακτηριστικά ο υπουργός.
Οι τρεις βασικές περίοδοι της ενεργειακής μετάβασης
Η Αλ. Σδούκου ανέλυσε τρεις βασικές περιόδους της ενεργειακής μετάβασης. Η περίοδος 2025-2030 χαρακτηρίζεται από τη συνεχιζόμενη διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, με την απολιγνιτοποίηση να ολοκληρώνεται το 2028. Η τεχνολογία του βιομεθανίου, το υδρογόνο και τα υπεράκτια αιολικά πάρκα αρχίζουν να παίζουν σημαντικό ρόλο, ενώ πραγματοποιούνται επενδύσεις σε τεχνολογίες δέσμευσης και αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα. Η δεύτερη περίοδος 2030-2040 θα δει τον πλήρη εξηλεκτρισμό του ηλεκτρικού συστήματος και των τομέων τελικής χρήσης, όπως τα κτίρια, οι μεταφορές και η βιομηχανία. Τεχνολογίες που αναπτύχθηκαν την πρώτη περίοδο, όπως το υδρογόνο, θα ενταχθούν στο ενεργειακό σύστημα, αποδίδοντας καρπούς. Τέλος, η τρίτη 2040-2050 επικεντρώνεται στους τομείς που είναι δύσκολο να μειώσουν τις εκπομπές τους, όπως οι βαριές μεταφορές, η ναυτιλία και η αεροπλοΐα. Το υδρογόνο και τα συνθετικά καύσιμα θα διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο, ενώ τεχνολογίες όπως το Direct Air Capture θα χρησιμοποιηθούν για την αντιμετώπιση των τελευταίων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Το «νέο» ενεργειακό μίγμα
Το ΕΣΕΚ αποσκοπεί στη δημιουργία μιας νέας αναπτυξιακής κατεύθυνσης για τη χώρα, η οποία θα βασίζεται στην καθαρή ενέργεια, και έχει στόχο τη μείωση των καθαρών εκπομπών κατά 58% έως το 2030 και κατά 80% έως το 2040, οδηγώντας στην πλήρη κλιματική ουδετερότητα μέχρι το 2050, σημείωσε η υφυπουργός Αλεξάνδρα Σδούκου.
Η εγκατεστημένη ισχύς ηλεκτροπαραγωγής στην Ελλάδα αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά κατά τις επόμενες δεκαετίες, κυρίως μέσω της ανάπτυξης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ). Συνολικά, η εγκατεστημένη ισχύς ηλεκτροπαραγωγής της Ελλάδας θα αυξηθεί από 28.376 MW το 2025 σε 36.441 MW το 2030, σε 54.061 MW το 2040 και θα φτάσει τα 71.712 MW το 2050. Ειδικότερα, τα φωτοβολταϊκά, από 8.500 MW το 2025, θα φτάσουν τα 13.500 MW το 2030, τα 26.000 MW το 2040 και θα ανέλθουν στα 35.051 MW το 2050. Στα χερσαία αιολικά πάρκα, η ισχύς θα αυξηθεί από 7.000 MW το 2025 σε 8.900 MW το 2030, σε 11.000 MW το 2040 και θα αγγίξει τα 13.000 MW το 2050. Τα υπεράκτια αιολικά πάρκα, ξεκινώντας από μηδενική ισχύ το 2025, θα φτάσουν τα 1.900 MW το 2030, τα 5.787 MW το 2040 και τα 11.805 MW το 2050. Όσον αφορά τα μεγάλα υδροηλεκτρικά έργα, η εγκατεστημένη ισχύς τους θα αυξηθεί από 3.171 MW το 2025 σε 3.458 MW το 2030, φτάνοντας τα 4.023 MW το 2040 και τα 4.678 MW το 2050. Αντίστοιχα, η ισχύς των μικρών υδροηλεκτρικών έργων θα αυξηθεί από 302 MW το 2025 σε 350 MW το 2030, στα 429 MW το 2040 και στα 490 MW το 2050. Η ισχύς από τη βιομάζα και το βιοαέριο, αν και πιο περιορισμένη, θα μειωθεί σταδιακά, από 120 MW το 2025 σε 79 MW το 2030, 71 MW το 2040 και 42 MW το 2050. Η ισχύς από λιγνίτες θα αγγίξει το μηδέν μετά το 2025, ενώ η ισχύς από φυσικό αέριο θα αυξηθεί από 7.045 MW το 2025 σε 7.885 MW το 2030, και στη συνέχεια θα μειωθεί στα 6.300 MW το 2040 και θα παραμείνει σταθερή μέχρι το 2050. Τέλος, η συνδυασμένη ισχύς μονάδων συμπαραγωγής θερμότητας και ηλεκτρισμού από φυσικό αέριο θα αυξηθεί από 127 MW το 2025 σε 205 MW το 2030, και στη συνέχεια θα μειωθεί στα 156 MW το 2050. Η ισχύς από πετρελαϊκές μονάδες θα μειωθεί δραστικά από 832 MW το 2025 σε 165 MW το 2030, 117 MW το 2040 και θα φτάσει τα 60 MW το 2050.
Η παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια στην Ελλάδα αναμένεται να αυξηθεί σταθερά κατά τις επόμενες δεκαετίες, με τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) να διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο. Τα φωτοβολταϊκά, από παραγωγή 7,1 TWh το 2022, θα φτάσουν τις 12,5 TWh το 2025, τις 20,4 TWh το 2030, τις 36,6 TWh το 2040, και τις 49,3 TWh το 2050. Η παραγωγή από τα χερσαία αιολικά πάρκα, από 10,9 TWh το 2022, θα ανέλθει στις 15,8 TWh το 2025, στις 20,8 TWh το 2030, στις 25,3 TWh το 2040, και στις 30,2 TWh το 2050. Όσον αφορά τα υπεράκτια αιολικά πάρκα, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας θα ξεκινήσει από μηδενικό επίπεδο το 2022, φτάνοντας τις 0,6 TWh το 2030, τις 21,6 TWh το 2040, και τις 43,7 TWh το 2050. Η παραγωγή από τα μεγάλα υδροηλεκτρικά έργα θα αυξηθεί από 3,2 TWh το 2022 σε 4,7 TWh το 2025, σε 5,3 TWh το 2030, σε 6,3 TWh το 2040, και σε 7,5 TWh το 2050. Τα μικρά υδροηλεκτρικά έργα θα παρουσιάσουν επίσης μικρή αύξηση, με την παραγωγή να φτάνει από 0,7 TWh το 2022 στις 0,9 TWh το 2030, και τελικά στις 1,2 TWh το 2050. Η παραγωγή από βιομάζα και βιοαέριο αναμένεται να φτάσει το μέγιστο των 0,6 TWh το 2025 και στη συνέχεια να μειωθεί σε 0,4 TWh το 2030, και να μηδενιστεί μέχρι το 2050. Η παραγωγή από λιγνίτες θα μειωθεί από 5,8 TWh το 2022 σε 4,5 TWh το 2025, ενώ μετά το 2025 θα μηδενιστεί. Η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από φυσικό αέριο θα μειωθεί επίσης από 18,8 TWh το 2022 σε 11,7 TWh το 2025, σε 10,3 TWh το 2030, και τελικά στις 3,8 TWh το 2040, παραμένοντας σε αυτό το επίπεδο μέχρι το 2050. Η παραγωγή από τις μονάδες συμπαραγωγής θερμότητας και ηλεκτρισμού (ΣΗΘΥΑ) με φυσικό αέριο θα φτάσει από 0,3 TWh το 2022 στις 0,9 TWh το 2030 και θα μειωθεί σε 0,3 TWh το 2040, για να μηδενιστεί μέχρι το 2050. Τέλος, η παραγωγή από πετρελαϊκές μονάδες θα μειωθεί από 5,1 TWh το 2022 σε 1,9 TWh το 2025, και θα μηδενιστεί έως το 2050. Συνολικά, η καθαρή παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας θα αυξηθεί από 52 TWh το 2022 σε 52,8 TWh το 2025, σε 59,8 TWh το 2030, σε 95,1 TWh το 2040, και θα φτάσει τις 135,7 TWh το 2050.
Το αναθεωρημένο ΕΣΕΚ που παρουσιάστηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος χαρακτηρίζεται από τη φιλοδοξία για την κλιματική δράση και την ενεργειακή μετάβαση, αλλά και από ρεαλισμό και πρακτικότητα. Σύμφωνα με την Υφυπουργό, το ΕΣΕΚ είναι ένα τεχνοκρατικό έγγραφο, το οποίο βασίζεται σε δεκάδες σενάρια και μοντέλα προσομοίωσης για την ενεργειακή λειτουργία της χώρας μέχρι το 2050. Παράλληλα, αποτελεί και ένα πολιτικό μανιφέστο για τη δημιουργία ενός νέου αναπτυξιακού μοντέλου που θα δίνει έμφαση στην πράσινη μετάβαση, την ψηφιοποίηση, τη μείωση του ενεργειακού κόστους, και τον εκσυγχρονισμό των υποδομών.
Διαβάστε ακόμη