Έληξε χθες η δημόσια διαβούλευση που είχε θέσει σε εφαρμογή η ηγεσία του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ) για το αναθεωρημένο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ). Πολίτες επιχειρήσεις και οι φορείς της χώρας είχαν την ευκαιρία να καταθέσουν ηλεκτρονικά τις προτάσεις και τις παρατηρήσεις τους, συμβάλλοντας με αυτό τον τρόπο στη διαμόρφωση της μελλοντικής ενεργειακής πολιτικής της χώρας. Αιολικοί και φωτοβολταϊκοί διασταυρώνουν τα ξίφη για την επικράτηση στο νέο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα, εκφράζοντας παράλληλα τις ανησυχίες τους, με φόντο μία εγχώρια αγορά ενέργειας που αποτελεί ένα πεδίο με πολλές αποχρώσεις.

Η ΕΛΕΤΑΕΝ ζητεί ενίσχυση 60% για το μερίδιο των αιολικών στο μείγμα τεχνολογιών με σκοπό μια πιο ισορροπημένη κατανομή στο μείγμα των ΑΠΕ. Η ΕΛΕΤΑΕΝ διαπιστώνει ότι ο στόχος για τα χερσαία αιολικά πάρκα το 2030 έχει αυξηθεί σε σχέση με το σενάριο του Οκτωβρίου 2023 και αυτό είναι θετικό. Όμως η βελτίωση αυτή δεν είναι επαρκής να επαναφέρει σε ισορροπία το μείγμα τεχνολογιών. Η αποκατάσταση της ισορροπίας χρειάζεται, διότι θα οδηγήσει σε μείωση των περικοπών ενέργειας, αύξηση των εξαγωγών πράσινης ενέργειας και μεγαλύτερη και ταχύτερη μείωση του κόστους ενέργειας για τους καταναλωτές. Σύμφωνα με την ΕΛΕΤΑΕΝ, οι προτάσεις της αφορούν ένα ευρύ φάσμα πολιτικών, και είναι απαραίτητες για να διασφαλιστεί μια ορθολογική και αποτελεσματική ενεργειακή μετάβαση. Συγκεκριμένα, προτείνει χορήγηση ΟΠΣ με βάση το μείγμα του ΕΣΕΚ: Η χορήγηση Όρων Προσφοράς Σύνδεσης (ΟΠΣ) θα πρέπει να γίνεται κατ’ αναλογία του προβλεπόμενου μείγματος του ΕΣΕΚ. Με αυτόν τον τρόπο θα αποφεύγεται η υπερβολική ανάπτυξη μιας μόνο τεχνολογίας ΑΠΕ, διατηρώντας μια ισορροπία στο ενεργειακό μείγμα.

Παράλληλα, κάνει λόγο για κατά προτεραιότητα περικοπή των έργων που υπερβαίνουν τους στόχους: Προτείνεται η κατά προτεραιότητα περικοπή των έργων ΑΠΕ που υλοποιούνται και λειτουργούν πέρα από τον στόχο της τεχνολογίας τους. Αυτό θα συμβάλει στη διατήρηση της ισορροπίας μεταξύ των διαφορετικών μορφών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Στο ίδιο πλαίσιο, κάνει λόγο για εφαρμογή του αδειοδοτικού πλαισίου: η ΕΛΕΤΑΕΝ ζητά τη διασφάλιση της εφαρμογής της αδειοδοτικής νομοθεσίας από όλες τις αρμόδιες υπηρεσίες, ιδιαίτερα εκείνες που δεν ανήκουν άμεσα στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ). Τονίζει ότι συχνά οι υπηρεσίες αυτές αγνοούν, παρερμηνεύουν ή παρακάμπτουν το θεσμικό πλαίσιο, δημιουργώντας εμπόδια στην ανάπτυξη των αιολικών πάρκων. Την ίδια ώρα, ζητά την ενσωμάτωση των στόχων του ΕΣΕΚ στις Ειδικές Περιβαλλοντικές Μελέτες και σε όλα τα συναφή θεσμικά κείμενα και πρωτοβουλίες. Αυτό θα επιτρέψει την ορθή εκτίμηση των επιπτώσεων της ενεργειακής μετάβασης, αποφεύγοντας τον οριζόντιο αποκλεισμό της αιολικής ενέργειας από μεγάλες περιοχές της χώρας, χωρίς ειδική εξέταση και τεκμηρίωση. Τέλος, προτείνει την ανάληψη δράσεων από την Πολιτεία για την επικοινωνία και ενημέρωση σχετικά με τα οφέλη και τις πραγματικές επιπτώσεις της ενεργειακής μετάβασης. Στόχος είναι η αντιμετώπιση των παραπλανητικών πληροφοριών (“fake news”) που διασπείρονται και επηρεάζουν την κοινή γνώμη για την αιολική ενέργεια.

Σημειώνεται πως στο μείγμα του 2030, η εγκατεστημένη ισχύς στην ηλεκτροπαραγωγή ανά τεχνολογία το 2030 θα απαρτίζεται από 10,8 GW αιολικών πάρκων (8,9 GW χερσαία και 1,9 GW GW θαλάσσια).

Η «μάχη» στο πεδίο των φωτοβολταϊκών

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα σχόλια των φορέων γύρω από τη αγορά των φωτοβολταϊκών. Σύμφωνα με τον Σύνδεσμο εταιριών φωτοβολταϊκών, το πρώτο εξάμηνο του 2024 διασυνδέθηκαν 920,5 MWp φωτοβολταϊκών, μια ένδειξη ότι τη φετινή χρονιά η αγορά θα πετύχει ένα ακόμη ρεκόρ. Οι νέες διασυνδέσεις φωτοβολταϊκών το πρώτο εξάμηνο του 2024 ήταν σχεδόν δεκαπλάσιες από αυτές των αιολικών (97 MW) για το αντίστοιχο διάστημα. Ο Σύνδεσμος Εταιριών Φωτοβολταϊκών αναγνωρίζει πως το αναθεωρημένο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) έχει μεν αρκετά θετικά σημεία, όμως, ως αποτέλεσμα ισορροπιών και συμβιβασμών, προσπαθεί μερικές φορές να «τετραγωνίσει τον κύκλο». Εκφράζεται συνεπώς η θέση πως «θα έχει τελικά την τύχη όλων των προηγούμενων σχεδίων, δηλαδή θα αποδειχθεί στην πράξη ότι δεν αντικατοπτρίζει την πραγματική δυναμική των ενεργειακών αγορών. Θα εστιάσουμε τις παρατηρήσεις μας σε ορισμένα θέματα που δικαιολογούν την παραπάνω διαπίστωση».

Ο νέος στόχος για τα φωτοβολταϊκά ως το 2030 έχει τεθεί στα 13,5 GW εγκατεστημένης ισχύος (με αναμενόμενη εγκατεστημένη ισχύ τα 8,5 GW το 2025). «Ο στόχος αυτός είναι εκτός πραγματικότητας, αφού ήδη ο στόχος του 2025 θα επιτευχθεί το φθινόπωρο του 2024, ενώ τα έργα φωτοβολταϊκών που έχουν ήδη εξασφαλίσει όρους σύνδεσης οδηγούν σε μια εκτιμώμενη εγκατεστημένη ισχύ περί τα 20 GW ως το 2030 (ακόμη κι αν θεωρήσουμε ότι αρκετά από αυτά δεν θα υλοποιηθούν εν τέλει, παρόλο που διαθέτουν όρους σύνδεσης ή και υπογεγραμμένες συμβάσεις σύνδεσης). Οι παραγγελίες εξοπλισμού που έχουν ήδη δρομολογηθεί για ώριμα αδειοδοτικά έργα δείχνουν ότι ο προτεινόμενος στόχος του 2030 θα επιτευχθεί ήδη από το 2026», τονίζει. Στο τραπέζι τοποθετεί και μία ακόμα παράμετρο. Πέραν της εγκατεστημένης ισχύος, το ΕΣΕΚ δεν λαμβάνει υπόψη του και την τεχνολογική πρόοδο που συντελείται στον τομέα των φωτοβολταϊκών, υποστηρίζει. Την τελευταία τριετία, για παράδειγμα, είχαμε στροφή της αγοράς σε φωτοβολταϊκά διπλής όψης καθώς και σε φωτοβολταϊκά νέας τεχνολογίας αυξημένης απόδοσης. Ο συνδυασμός των δύο αυτών παραμέτρων οδηγεί σε αυξημένη παραγωγή ενέργειας ανά μονάδα εγκατεστημένης ισχύος (της τάξης του 10% αθροιστικά), κάτι που δεν φαίνεται να έχει ληφθεί υπόψη από το ΕΣΕΚ.

Επιπλέον, τα φωτοβολταϊκά ωριμάζουν γρηγορότερα αδειοδοτικά σε σχέση με άλλες ΑΠΕ και μπορούν να κατασκευαστούν σε σύντομο χρονικό διάστημα, παρέχοντας περαιτέρω εγγυήσεις για την έγκαιρη επίτευξη των εθνικών στόχων. Αποτελούν επίσης μακράν την πιο δημοκρατική τεχνολογία ηλεκτροπαραγωγής, δίνοντας τη δυνατότητα σε εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες να συμμετέχουν ενεργά στην πράσινη ενεργειακή μετάβαση. Συν τοις άλλοις, επισημαίνει δύο ακόμα παραλήψεις. Όπως αναφέρει ενώ κάνει αναφορά στη σημασία της αυτοκατανάλωσης, δεν υπάρχει ποσοτικός στόχος ή κάποιος οδικός χάρτης για τα συστήματα αυτά. Προφανώς χωρίς ενδεικτικό έστω στόχο, δεν είναι δυνατό να κριθούν τα μέτρα πολιτικής που εγγυώνται την επίτευξη του στόχου αυτού. Επίσης, δεν αναφέρονται συγκεκριμένοι ετήσιοι στόχοι, τουλάχιστον ως το 2030. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να ενισχύσει την αξιοπιστία του σχεδίου καθώς όλοι οι παράγοντες της αγοράς θα μπορούσαν να κρίνουν κατά πόσο τα νούμερα αυτά είναι ρεαλιστικά.

Για «υπερθέρμανση» της αγοράς ΑΠΕ και δη αυτής των φωτοβολταϊκών, που δημιουργεί ζητήματα βιωσιμότητας σε πολλές υποδομές, καθώς μάλιστα η αποθήκευση ενέργειας δεν έχει προχωρήσει κάνει λόγο ο Σύνδεσμος Παραγωγών Ενέργειας με Φωτοβολταϊκά (ΣΠΕΦ).

Τούτου δοθέντος ο ΣΠΕΦ ζητεί να μπει φρένο στο υπερβολικό επενδυτικό ενδιαφέρον στα φωτοβολταϊκά αλλά και στην ξέφρενη υπερανάπτυξη της εγκατεστημένης ισχύος την ώρα που οι αναγκαστικές περικοπές εγχύσεων θα εντείνονται.

Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, η Πολιτεία οφείλει να δει κατάματα την τεχνική πραγματικότητα μακριά από πολιτικούς εξωραϊσμούς και να προβεί: Στην ανάσχεση του υπερβολικού επενδυτικού ενδιαφέροντος στα φωτοβολταϊκά και εν γένει τις ΑΠΕ, περιλαμβανομένων των προγραμμάτων αυτοπαραγωγής, που είναι ο μόνος τρόπος για τη συγκράτηση των διαμορφούμενων τεχνικών ανισορροπιών. Στην αναστολή της υποδοχής νέων αιτήσεων και της έκδοσης Όρων Σύνδεσης έργων ΑΠΕ και ιδίως φωτοβολταϊκών από τον ΑΔΜΗΕ και τον ΔΕΔΔΗΕ. «Τα φωτοβολταϊκά θα πληγούν περισσότερο με περικοπές από κάθε άλλη τεχνολογία ΑΠΕ λόγω της χρονικά συγκεντρωτικής λειτουργίας τους».

Όπως σημειώνει το Σχέδιο εξωραΐζει την υπερανάπτυξη που εμφανίζει ο κλάδος των ΑΠΕ, συνέπεια των πολιτικών υπερ-αδειοδότησης που εφαρμόστηκαν από το 2020 και μετά και μετά και ειδικότερα με τον ν. 4685 χωρίς παράλληλα να υπολογίζονται οι αναγκαστικές περικοπές. Και σημειώνει ότι οι συνέπειες της υπερφίαλης κατάστασης που έχει δημιουργηθεί αφορούν και πάλι τους επενδυτές, που μέσω των αναγκαστικών περικοπών εγχύσεων αυτή την φορά θα διαπιστώσουν στην πράξη τις αβελτηρίες του μέχρι τώρα εθνικού σχεδιασμού στην ηλεκτρική ενέργεια, ζητώντας παράλληλα την αναστολή υποδοχής νέων αιτήσεων και της έκδοσης όρων σύνδεσης έργων ΑΠΕ και ιδίως φωτοβολταϊκών από τον ΑΔΜΗΕ και τον ΔΕΔΔΗΕ.

Διαβάστε ακόμη