Η γεωθερμία είναι μια πηγή ενέργειας που δεν έχει αξιοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό στη χώρα μας αν και υπάρχουν πεδία στα οποία θα μπορούσαν να γίνουν έργα, είτε για ηλεκτροπαραγωγή, είτε για κάλυψη αναγκών σε θέρμανση ή αγροτικές εργασίες. Μεγάλες ελληνικές εταιρείες έχουν δείξει ενδιαφέρον για την γεωθερμία, όμως τοπικές αντιδράσεις, αλλά και το υψηλό κόστος αποθάρρυναν στο παρελθόν αποφασιστικές κινήσεις. Μεγάλο ενδιαφέρον υπάρχει σε περιοχές στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Παράλληλα, σε Λέσβο, Μήλο-Κίμωλο-Πολύαιγο, Νίσυρο και Μέθανα υπάρχει γεωθερμικό ρευστό που μπορεί να αξιοποιηθεί για ηλεκτροπαραγωγή.

Αρκετοί δήμοι έχουν δείξει ενδιαφέρον για την αξιοποίηση της γεωθερμίας για την κάλυψη των αναγκών των κτιρίων τους. Πιο πρόσφατα, ο Δήμος Ηράκλειας, ο οποίος θέλει να αξιοποιήσει τη γεωθερμία με στόχο τη χρήση θερμικής ενέργειας σε αγροτικές εργασίες, για τη θέρμανση δημοτικών αλλά και ιδιωτικών κτιρίων. Μάλιστα, πριν λίγες ημέρες υπογράφηκε μνημόνιο συνεργασίας 5ετούς διάρκειας για θέματα γεωθερμίας υπεγράφη μεταξύ του Δήμου Ηράκλειας και της Ελληνικής Αρχής Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (ΕΑΓΜΕ). Όπως ανέφερε σε σχετική ανακοίνωση ο δήμος Ηράκλειας έχει μισθώσει από τις 17-11-2020 το δικαίωμα διαχείρισης και εκμετάλλευσης του γεωθερμικού δυναμικού στο γεωθερμικό πεδίο τοπικού ενδιαφέροντος Λιθοτόπου – Ηράκλειας ΠΕ Σερρών με διάρκεια μίσθωσης 30 έτη και με δικαίωμα μονομερούς παράτασης από το Δήμο Ηράκλειας μέχρι 20 επιπλέον έτη, εφόσον τηρηθούν οι όροι της μίσθωσης και της προστασίας του περιβάλλοντος.

Η γεωθερμία έχει αρκετά πλεονεκτήματα, όπως το γεγονός πως είναι ανεξάντλητη και αυτό είναι που την διακρίνει από άλλες μορφές ενέργειας. Επιπλέον, η εμπειρία που υπάρχει από τις εξορύξεις υδρογονανθράκων μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εκμετάλλευση της. Στην Ευρώπη, υπάρχει ενδιαφέρον για την αξιοποίηση της γεωθερμίας και μάλιστα βρέθηκε στο επίκεντρο και του άτυπου Συμβουλίου Υπουργών Ενέργειας που πραγματοποιήθηκε στις 15 και 16 Ιουλίου στη Βουδαπέστη, με την υφυπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας κα Αλεξάνδρα Σδούκου να υπογραμμίζει τις αυξημένες δυνατότητες που διαθέτει η Ελλάδα. Η κα Σδούκου εστίασε ιδιαίτερα στο γεγονός ότι παρόμοιες επενδύσεις απαιτούν αυξημένα αρχικά κεφάλαια, καθώς και τον απαραίτητο διάλογο με τις τοπικές κοινωνίες για την αποδοχή αυτής της τεχνολογίας, δεδομένου ότι οι τοπικές αντιδράσεις αποτελούν ένα από τα κύρια εμπόδια.

Η έκθεση υπογραμμίζει επίσης την ανάγκη για συστημική αλλαγή στις πολιτικές και τα οικονομικά κίνητρα, ώστε να ενισχυθεί η μετάβαση σε μια κυκλική οικονομία που θα προωθήσει την κοινωνική δικαιοσύνη και την περιβαλλοντική βιωσιμότητα. Η ανάγκη για εκπαίδευση και κατάρτιση σε κυκλικές δεξιότητες θεωρείται κρίσιμη, καθώς η κυκλική οικονομία μπορεί να συμβάλει όχι μόνο στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, αλλά και στη βελτίωση της ποιότητας των υπαρχουσών, μειώνοντας παράλληλα τις ανισότητες. Η υιοθέτηση κυκλικών πρακτικών είναι απαραίτητη για την αναδιάρθρωση των οικονομικών συστημάτων με τρόπους που θα ενισχύσουν την ανθεκτικότητα και θα προστατεύσουν την ευημερία των ανθρώπων, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι οι φυσικοί πόροι θα χρησιμοποιούνται με υπεύθυνο και βιώσιμο τρόπο.

Η έκθεση καλεί κυβερνήσεις και επιχειρήσεις να αφήσουν πίσω τους ξεπερασμένα μοντέλα ανάπτυξης και να υιοθετήσουν νέες πολιτικές και πρακτικές που θα μειώσουν την εξάρτηση από πρωτογενείς υλικές πηγές και θα προωθήσουν την κυκλική οικονομία. Μόνο έτσι, σύμφωνα με την έκθεση, θα μπορέσει η ανθρωπότητα να πετύχει τη μετάβαση σε ένα μοντέλο που θα διασφαλίζει τόσο την περιβαλλοντική προστασία όσο και την κοινωνική ευημερία.

Διαβάστε ακόμη