Η συνεργασία με τις κινεζικές εταιρείες, που ποτέ δεν μπορεί κανείς να είναι σίγουρος για τις πραγματικές σχέσεις τους με το κράτος, προκαλεί συχνά καχυποψία – ειδικά όταν η συνεργασία αυτή αφορά σημαντικές υποδομές στον κλάδο των hardware και των software. Γι’ αυτό και οι εταιρείες τηλεπικοινωνιών Huawei και ZTE είναι παγκοσμίως αμφιλεγόμενες.
Σε αυτό αντιδρά τώρα η γερμανική κυβέρνηση. Το Υπουργείο Εσωτερικών (BMI) ανακοίνωσε στις 11 Ιουλίου πως «το αργότερο μέχρι τα τέλη του 2026 δεν θα μπορούν να χρησιμοποιούνται καθόλου εξαρτήματα της Huawei και των ZTE σε σημαντικά δίκτυα 5G». Και μάλιστα όλα τα υπάρχοντα εξαρτήματα των δύο αυτών εταιρειών «θα αντικατασταθούν το αργότερο μέχρι το τέλος του 2029». Σύμφωνα με το BMI τα δίκτυα κινητής τηλεφωνίας αποτελούν μέρος της «σημαντικής υποδομής», επειδή είναι μεγάλης σημασίας «για τον ενεργειακό, τον υγειονομικό και τον χρηματοοικονομικό κλάδο, όπως και για τις μεταφορές».
Η σημασία της αιολικής ενέργειας
Αντιδράσεις προκαλεί τώρα και η ανακοίνωση του επενδυτικού ταμείου Luxcara πως θα αναθέσει στην εταιρεία Mingyang την κατασκευή ενός υπεράκτιου αιολικού πάρκου στα ανοιχτά των γερμανικών ακτών – είναι η πρώτη φορά που ανατίθεται ένα τέτοιο έργο σε μία κινεζική εταιρεία. Ο ενεργειακός εφοδιασμός θεωρείται επίσης μέρος της σημαντικής υποδομής, ενώ το ρεύμα που παράγεται από αιολική ενέργεια αποτελεί σημαντικό πσοστό του γερμανικού ενεργειακού μείγματος.
Τα στοιχεία της Ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσίας από τις αρχές Ιουλίου δείχνουν πως κατά τους τρεις πρώτους μήνες του 2024 το 38,5% του ρεύματος που παράχθηκε συνολικά στη Γερμανία ήταν προϊόν αιολικής ενέργειας – καμία άλλη ανανεώσιμη πηγή ενέργειας δεν έφτασε σε αντίστοιχο ποσοστό.
Γιατί συγκεκριμένα η Mingyang;
Γιατί όμως το Luxcara επέλεξε τη Mingyang; Όπως εξηγεί στην DW ο Λαρς Χάουγκβιτς, ανώτερος σύμβουλος στο Luxcara, «διαλέξαμε την πιο ισχυρή ανεμογεννήτρια, αφ’ ότου εξετάσαμε λεπτομερώς όλες τις προσφορές που λάβαμε. Η Mingyang ήταν η μοναδική εταιρεία που απάντησε πως θα μπορούσε να παραδώσει μία εγκατάσταση ισχύος 18,5 Μεγκαβάτ μέχρι το 2028». Οι εταιρείες που έως τώρα κυριαρχούν στον τομέα της υπεράκτιας παραγωγής ενέργειας στην Ευρώπη είναι πρωτίστως η Vesas από τη Δανία και η γερμανο-ισπανική Gamesa, που ανήκει στη Siemens.
Υπάρχουν πάντως και άλλες γερμανικές εταιρείες που συζητούν με κινεζικές επιχειρήσεις, σύμφωνα με πληροφορίες της οικονομικής επιθεώρησης Handelsblatt – μεταξύ αυτών φέρεται να είναι και η RWE. Διότι, αν και η ζήτηση για ανεμογεννήτριες είναι μεγάλη, η προσφορά στην Ευρώπη παραμένει περιορισμένη.
Σε σχετικό ερώτημα της DW η RWE δήλωσε πως δεν υπάρχει καμία ανεμογεννήτρια κινεζικής παραγωγής στο χαρτοφυλάκιό της. Και όσον αφορά ειδικώς την κατασκευή υπεράκτιων αιολικών πάρκων η πρόθεση της εταιρείας είναι να συνεχίσει τη συνεργασία με τους καθιερωμένους προμηθευτές. Όπως προσθέτει μία εκπρόσωπος της εταιρείας, ο υπεράκτιος κλάδος θα πρέπει να διαπιστώσει «ποια προϊόντα μπορούν να παρέχουν οι ασιατικοί προμηθευτές, καθώς και το κατά πόσον αυτά ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις από τεχνικής σκοπιάς, σχετικά με την ποιότητά τους δηλαδή, αλλά και από σκοπιάς ασφαλείας και σχέσης κόστους-οφέλους».
Η Κίνα προχωρά σε σημαντικές επιδοτήσεις
Υπάρχουν διάφοροι λόγοι που οι εταιρείες από την Άπω Ανατολή πρωτοστατούν συχνά στις νέες τεχνολογίες, επισημαίνει ο Μίκαελ Τέντεν, διευθύνων σύμβουλος της Pure ISM – μίας εταιρείας που ασχολείται με την ασφάλεια των πληροφοριών στον κλάδο των αναεώσιμων πηγών ενέργειας. Παρ’ ότι ένας από αυτούς τους λόγους είναι πρωτίστως «η ταχύτερη προμήθεια των εγκαταστάσεων», κατά τον Τέντεν «οι λόγοι είναι κυρίως οικονομικής φύσεως».
Η Κίνα δίνει σημαντικές επιδοτήσεις στις εταιρείες πράσινων τεχνολογιών. Σύμφωνα με μία έρευνα του Ινστιτούτου του Κιέλου για την Παγκόσμια Οικονομία (IfW), απόσπασμα της οποίας δημοσίευσε η Handelsblatt στις 2 Ιουλίου, το 2022 περισσότερο από το 99% των εισηγμένων στο χρηματιστήριο εταιρειών είχαν λάβει απευθείας επιδοτήσεις από το κράτος. Πέραν αυτών είχαν ενισχυθεί και με άλλους τρόπους, όπως για παράδειγμα με την ευκολότερη πρόσβαση σε σημαντικές πρώτες ύλες ή με τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων.
Σύμφωνα πάντα με το IfW, η εταιρεία παραγωγής ηλεκτροκίνητων οχημάτων BYD για παράδειγμα είχε λάβει υψηλές επιδοτήσεις, ενώ επωφελούνταν ταυτοχρόνως από τις επιδοτήσεις στους κατασκευαστές μπαταριών, καθώς μπορούσε να αγοράζει φθηνότερα εξαρτήματα.
Κρατικές επιδοτήσεις δίνονται έτσι και σε εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην αιολική ενέργεια, όπως για παράδειγμα στις Goldwing και Mingyang. Όπως δηλώνει ο διευθυντής ερευνών του IfW, Ντιρκ Ντόζε, «συχνά η ευρωπαϊκή βιομηχανία δεν είναι πλέον σε θέση να συμβαδίσει με τον κινεζικό ανταγωνισμό». Ωστόσο «χωρίς την επιδοτούμενη ανάπτυξη τεχνολογιών της Κίνας θα ήταν ακριβότερα αλλά και πιο περιορισμένα τα προϊόντα που χρειάζεται η Γερμανία για την πράσινη μετάβαση».
Οι τεχνικές αβεβαιότητες
Η έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι στους κινεζικούς προμηθευτές έχει πάντως και ένα ακόμη αίτιο: την ασφάλεια των δεδομένων. «Οι κατασκευαστές έχουν κατά κανόνα τα δικά τους κέντρα ελέγχου για την εποπτεία των αιολικών πάρκων που έχουν κατασκευάσει. Όσο αυτά τα κέντρα δεν βρίσκονται στη Γερμανία, υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος να ασκηθεί μία ανεπιθύμητη επιρροή από το εξωτερικό σε βάρος των επιχειρήσεων», εξηγεί ο Τέντεν.
Ωστόσο αυτό δεν αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα για το Luxcara: «Ο έλεγχος και η συντήρηση των ανεμογεννητριών θα γίνεται αποκλειστικά στη Γερμανία», τονίζει στην DW ο Λαρς Χάουγκβιτς, προσθέτοντας ακόμα πως «δεν θα υπάρξει καμία άμεση σύνδεση δεδομένων με τους κατασκευαστές».
Ο Τέντεν εκτιμά από την πλευρά του πως ο κίνδυνος είναι μεν υπαρκτός, όχι όμως και άμεσος. Όπως δηλώνει στην DW, «δεν ξέρω κανέναν κινεζικό κατασκευαστή αυτήν τη στιγμή που να σχεδιάζει ή να επιδιώκει τη δημιουργία ενός τέτοιου κέντρου ελέγχου στη Γερμανία».
Για τη Γερμανία το σημαντικό είναι να δοθεί βάρος στα υψηλότερα πρότυπα λειτουργικότητας και ασφαλείας. «Η σταθερή και ασφαλής λειτουργία των ανεμογεννητριών θεωρώ πως είναι απαραίτητη για να διασφαλιστεί ο διαρκής, αξιόπιστος και ασφαλής ενεργειακός εφοδιασμός».
Διαβάστε ακόμη