«Ούριος άνεμος» πνέει για την πυρηνική ενέργεια, αφού η τρέχουσα παγκόσμια τάση δημιουργεί ένα εύφορο πεδίο, ώστε να αναβαθμιστεί ο ρόλος της και να αναπτυχθεί η τεχνολογία νέων, μικρότερων και ασφαλέστερων αντιδραστήρων (SMRs). Η πυρηνική ενέργεια προβάλλει ως αναγκαιότητα αλλά και λύση απέναντι στο διττό πρόβλημα της ενεργειακής ασφάλειας και της κλιματικής κρίσης. Η διχαστική αυτή μορφή ενέργειας έχει αποκτήσει θιασώτες σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Κομμάτι του παζλ γίνεται και η Ελλάδα από τη στιγμή που ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης άνοιξε τη συζήτηση στο πλαίσιο του 28ου Ετήσιου Συνεδρίου «Economist Government Roundtable» παρά το γεγονός πως η χώρα δεν την έχει εντάξει μέχρι πρότινος στο ενεργειακό της ισοζύγιο. «Η Ελλάδα δεν διαθέτει πυρηνική ενέργεια, αλλά δεν υπάρχει τρόπος να φτάσουμε στο ουδέτερο ισοζύγιο εκπομπών χωρίς την πυρηνική ενέργεια», είχε δηλώσει χαρακτηριστικά. Όμορες χώρες τοποθετούν την πυρηνική ενέργεια ψηλά στην πολιτική τους ατζέντα ενώ θέλουν να βγουν μπροστά όταν η τεχνολογία ωριμάσει. Η πρωθυπουργός της Ιταλίας, Τζόρτζια Μελόνι σχεδιάζει να επαναφέρει την πυρηνική ενέργεια, σε μια προσπάθεια να μειώσει τις εκπομπές άνθρακα της χώρας. Ο διάλογος έχει επίσης ξεκινήσει σε Σερβία, Τουρκία και Ρουμανία.
Η Ευρώπη έχει βάλει στόχο να επενδύσει στην πιο αμφιλεγόμενη πηγή ενέργειας. Και ορισμένα κράτη μέλη όπως η Ιταλία θέλουν να βρίσκονται στην εμπροσθοφυλακή αυτής της αλλαγής που φαίνεται πως θα αρχίσει να συμβαίνει στην Ευρώπη. Ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενεργειακής Ασφάλειας Gilberto Pichetto Fratin είπε στους Financial Times ότι η Ρώμη σχεδιάζει να εισαγάγει νομοθεσία που θα επιτρέψει τις επενδύσεις σε μικρούς αρθρωτούς πυρηνικούς αντιδραστήρες που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν εντός 10 ετών. Υπογράμμισε μάλιστα, ότι η ατομική ενέργεια θα πρέπει να αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το 11% της συνολικής κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας έως το 2050, καθώς η Ιταλία προσπαθεί να μειώσει την εξάρτησή της από τα εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα. Η Ιταλία κατασκεύασε τέσσερις πυρηνικούς σταθμούς τη δεκαετία του 1960 και του 1970 και είχε σχεδιάσει μια φιλόδοξη επέκταση της ικανότητας πυρηνικής ενέργειας . Αλλά μετά την καταστροφή του Τσερνόμπιλ το 1986 στη Σοβιετική Ένωση, οι Ιταλοί ψήφισαν με συντριπτική πλειοψηφία σε εθνικό δημοψήφισμα για τον τερματισμό των επιδοτήσεων για την ανάπτυξη νέων αντιδραστήρων. Η θέση αυτή βάζει στην εξίσωση τον παράγοντα κοινή γνώμη και δημόσιος διάλογος. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι, ανεξάρτητα της όποιας επιχειρηματολογίας υπέρ ή κατά της πυρηνικής ενέργειας, η στάση της κοινής γνώμης είναι καθοριστικός παράγοντας. Ωστόσο, σύμφωνα με τους Financial Times, πρόσφατη έρευνα που παρήγγειλε η Legambiente — μια κορυφαία ιταλική περιβαλλοντική ομάδα, έδειξε ότι το 75% των 1.000 ερωτηθέντων εξέφρασε σκεπτικισμό ότι η πυρηνική ενέργεια ήταν μια λύση στα ενεργειακά δεινά της Ιταλίας, με το 25% να αντιτίθεται σθεναρά για λόγους ασφαλείας. Το 37% δήλωσε ότι η πυρηνική ενέργεια θα μπορούσε να βοηθήσει την Ιταλία εάν η τεχνολογία ήταν ασφαλέστερη.
Την ανάπτυξη της πυρηνικής ενέργειας για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος εξετάζει και η κυβέρνηση της Σερβίας, η οποία υπέγραψε μνημόνιο κατανόησης με 20 επιστημονικά ινστιτούτα και πανεπιστημιακούς φορείς, «για την εξέταση των δυνατοτήτων χρήσης της πυρηνικής ενέργειας». Ουσιαστικά, η υπογραφή του μνημονίου σηματοδοτεί την έναρξη του δημόσιου διαλόγου για την κατασκευή πυρηνικού σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, όπως είχε εξαγγείλει στις αρχές του 2024 η τότε πρωθυπουργός, Ανα Μπρνάμπιτς. Η Σερβία σήμερα παράγει το 70% του ηλεκτρικού ρεύματος από λιγνίτη. Πρόθεση της κυβέρνησης είναι να αποδεσμευτεί οριστικά από τον λιγνίτη μέχρι το 2050, περνώντας σταδιακά στη χρήση φυσικού αερίου και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ανάγκασε το Βελιγράδι να επανεξετάσει τα σχέδιά του, αφού η Ρωσία δεν αποτελεί πλέον «σίγουρη» πηγή προμήθειας φθηνού αερίου. Τον περασμένο Απρίλιο, η κυβέρνηση υπέγραψε μνημόνιο συνεργασίας με τη δημόσια επιχείρηση ηλεκτρισμού της Γαλλίας, στο οποίο αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι «συμφωνήθηκε η δημιουργία συνθηκών για μια στρατηγική εταιρική σχέση στην αξιολόγηση των δυνατοτήτων για την ανάπτυξη μη στρατιωτικού πυρηνικού προγράμματος στη Σερβία». Ένα μήνα πριν από την υπογραφή του μνημονίου με τους Γάλλους, ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, Αλεξάνταρ Βούτσιτς, εξέφρασε το ενδιαφέρον της Σερβίας «να αποκτήσει τέσσερις μικρούς αντιδραστήρες, με δυνατότητα παραγωγής 1200 MW». Ανέφερε ότι το κόστος κατασκευής θα ανέλθει σε 7,5 δισ. ευρώ, κάτι που, όπως είπε, η Σερβία δεν μπορεί να διαθέσει, γι’ αυτό θα πρέπει να βρεθούν εταίροι οι οποίοι θα συγχρηματοδοτήσουν το έργο.
Με γοργούς ρυθμούς προχωρούν τα φιλόδοξα σχέδια της Τουρκίας γύρω από την πυρηνική ενέργεια. Η Τουρκία σχεδιάζει να ξεκινήσει την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στον πυρηνικό σταθμό ηλεκτροπαραγωγής Ακούγιου εντός του έτους, όπως ανακοίνωσε ο επικεφαλής του Τμήματος Πυρηνικής Ενέργειας και Διεθνών Έργων του υπουργείου Ενέργειας της χώρας, Γιουσούφ Τσεϊλάν, στην έκθεση και στο συνέδριο των πυρηνικών σταθμών NPPES-2024 αρχές του μήνα στην Κωνσταντινούπολη. Ο επικεφαλής του τουρκικού υπουργείου Ενέργειας, Αλπαρσλάν Μπαϊρακτάρ, ανέφερε προηγουμένως ότι η έναρξη λειτουργίας της πρώτης μονάδας ενέργειας του πυρηνικού σταθμού στο Ακούγιου έχει προγραμματιστεί για το 2025, αλλά η Τουρκία προσπαθεί να πιέσει για να ξεκινήσει νωρίτερα. Μεταξύ των πιθανών ημερομηνιών αναφέρθηκε η 29η Οκτωβρίου, που είναι η εθνική εορτή της Τουρκίας. Ο πυρηνικός σταθμός του Ακούγιου είναι ο πρώτος πυρηνικός σταθμός στην Τουρκία, ο οποίος κατασκευάζεται από τη ρωσική κρατική εταιρεία Rosatom.
Το έργο του Ακούγιου περιλαμβάνει τέσσερις μονάδες ισχύος με αντιδραστήρες ρωσικής σχεδίασης VVER γενιάς III+. Η ισχύς κάθε μονάδας θα είναι 1.200 μεγαβάτ. Σύμφωνα με τους όρους της τουρκορωσικής συμφωνίας, η θέση σε λειτουργία της πρώτης μονάδας ισχύος του πυρηνικού σταθμού πρέπει να πραγματοποιηθεί εντός επτά ετών από τη λήψη όλων των αδειών. Λαμβάνοντας υπόψη τη λήψη άδειας για την κατασκευή της πρώτης μονάδας ισχύος το 2018, η προθεσμία αυτή είναι το 2025 σημειώνει το πρακτορείο TASS.
Ένα βήμα ακόμα στα πυρηνικά της σχέδια κάνει και η Ρουμανία. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε πριν λίγες ημέρες θετική γνωμοδότηση σχετικά με τις τεχνικές προδιαγραφές και τις προϋποθέσεις πυρηνικής ασφάλειας του σχεδίου για τις μονάδες 3 και 4 του μοναδικού πυρηνικού σταθμού της Ρουμανίας, σύμφωνα με ανακοίνωση του ρουμανικού υπουργείου Ενέργειας. Με το πράσινο φως της Επιτροπής, ο σταθμός, τον οποίο διαχειρίζεται ο μοναδικός παραγωγός πυρηνικής ενέργειας της χώρας, η κρατική εταιρεία Nuclear Electric Company και βρίσκεται στη νοτιοανατολική πόλη Cernavodă, θα λάβει δύο επιπλέον αντιδραστήρες CANDU. Η γνωμοδότηση της Επιτροπής επιβεβαιώνει ότι το έργο είναι σύμφωνο με τους στόχους της Συνθήκης Euratom, η οποία απαιτεί από τους κατασκευαστές πυρηνικών έργων να ενημερώνουν την Επιτροπή εκ των προτέρων για τα επενδυτικά σχέδια και να αποδεικνύουν τη συμμόρφωση με τα υψηλότερα πρότυπα πυρηνικής ασφάλειας. Περιέχει επίσης αρκετές συστάσεις που είναι χαρακτηριστικές για τέτοια έργα. Με τέσσερις πυρηνικές μονάδες που θα λειτουργήσουν σύντομα, η Ρουμανία αναμένεται να αποφύγει 20 εκατομμύρια τόνους εκπομπών CO2 ετησίως και να δημιουργήσει περισσότερες από 19.000 θέσεις εργασίας σε συναφείς βιομηχανίες. Μόλις τεθούν σε λειτουργία οι δύο μονάδες, το μείγμα ηλεκτρικής ενέργειας της Ρουμανίας θα αλλάξει σημαντικά, με την πυρηνική ενέργεια να αναμένεται να αντιπροσωπεύει περίπου το 30% της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας κατά την επόμενη δεκαετία, από περίπου 20%, πρόσθεσε η Nuclear Electric Company.
Η πυρηνική ενέργεια βρίσκεται στα πρόθυρα αναγέννησης, αφού 25 χώρες, μεταξύ των οποίων περισσότερες από δώδεκα στην Ευρώπη, έθεσαν ως στόχο να συμβάλουν στον τριπλασιασμό της παγκόσμιας δυναμικότητας. Η διεθνής στροφή υπέρ της πυρηνικής ενέργειας δεν σημαίνει ότι είναι μια κατάλληλη και εφαρμόσιμη επιλογή για όλους. Η δυτική Ευρώπη επικεντρώνεται στην αναβάθμιση ή την αντικατάσταση των παλαιών αντιδραστήρων, ενώ η Ανατολή συσπειρώνει τις δυνάμεις της στην προσπάθεια για νέα παραγωγική ικανότητα εδώ και δεκαετίες. Εντούτοις, οι επιδιώξεις τους σκοντάφτουν πάνω στο γεγονός ότι πολλές χώρες δεν διαθέτουν τη μηχανολογική τεχνογνωσία και δυσκολεύονται να χρηματοδοτήσουν το εύρος των επιδιώξεών τους, ενώ η έλλειψη ειδικευμένου προσωπικού πάει πίσω τα σχέδια.
Διαβάστε κόμη