Στις 20 κορυφαίες αναδυόμενες αγορές φωτοβολταϊκών παγκοσμίως έως το 2028 θα βρίσκεται η Ελλάδα, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της Solar Power Europe, αφού η χώρα αναμένεται να  αντιπροσωπεύει το 4% της εγκατεστημένης ισχύος φωτοβολταϊκών στην Ευρώπη το 2025 και το 1% παγκοσμίως το 2024. Πράγματι, η Ελλάδα κατέχει ηγετική θέση όσον αφορά τη διείσδυση των φωτοβολταϊκών στο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής, ωστόσο το γεγονός αυτό δεν αποτελεί πανάκεια. Η αναδιαμόρφωση του ενεργειακού μείγματος στην πορεία προς την πράσινη μετάβαση χρειάζεται κατά κόρον τις ΑΠΕ. Ανασταλτικός παράγοντας είναι το πρόβλημα της στοχαστικότητας, της συνάρτησης δηλαδή της παραγωγής τους με τις καιρικές συνθήκες. Η ενέργεια που δεν καταναλώνεται όταν υπάρχει πλεονάζουσα παραγωγή αποθηκεύεται και διοχετεύεται στο σύστημα όταν δεν φυσάει ή δεν έχει ήλιο. Στην Ελλάδα, όμως, οι επενδύσεις σε φωτοβολταϊκά δεν πραγματοποιήθηκαν σε συνάρτηση αφενός με επενδύσεις σε μπαταρίες για να αποθηκεύουν την περίσσεια ενέργεια, και αφετέρου με έργα ανάπτυξης των δικτύων για να μπορούν να τη σηκώσουν. Ως αποτέλεσμα η χώρα έγινε μάρτυρας αρνητικών τιμών και περικοπών.

Το φαινόμενο αυτό δεν είναι ελληνικό, αφού παρατηρείται από την Πορτογαλία και την Ισπανία έως τη Γερμανία και τη Βουλγαρία. Όσον αφορά την αγορά της Ελλάδας, οι ώρες με σχεδόν μηδενικές ή αρνητικές τιμές ήταν 148 στο πρώτο πεντάμηνο, οι περικοπές υπερδιπλάσιες όλου του 2023. Πάντως, σε λειτουργία, μαζί με όσα έχουν πάρει όρους σύνδεσης, έχουμε 28 GW έργων ΑΠΕ. Στην ουρά περιμένουν επιπλέον 42GW, με την αγορά να πρέπει να διαβάσει καλύτερα την εικόνα. Το νόμισμα έχει όμως δύο όψεις, αφού, παρά τα προβλήματα, η Ελλάδα έκανε εντυπωσιακά βήματα στον τομέα των φωτοβολταϊκών το 2023, εγκαθιστώντας 1,6 GW. Το εν λόγω επίτευγμα τοποθετεί την χώρα μας μεταξύ των αγορών που άλλαξαν το τοπίο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). «Η αύξηση το 2023 δεν αντανακλά μόνο τη δέσμευση της Ελλάδας να επεκτείνει το χαρτοφυλάκιο ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, αλλά υπογραμμίζει επίσης την ευρύτερη τάση της αυξανόμενης υιοθέτησης της ηλιακής ενέργειας σε ολόκληρη την Ευρώπη», σημειώνει η Solar Power Europe.

Η αγορά φωτοβολταϊκών στην Ελλάδα αναμένεται να διατηρήσει σταθερή πορεία ανάπτυξης από το 2024 έως το 2028. Η εγκατεστημένη ισχύς της χώρας αναμένεται να αυξάνεται σταθερά, συμβάλλοντας σημαντικά στη συνολική επέκταση της ηλιακής ισχύος της ΕΕ. Η Ελλάδα αναμένεται να διατηρήσει μερίδιο αγοράς περίπου 3-4% στην αγορά φωτοβολταϊκών της ΕΕ μέχρι το 2025. Όπως αναφέρει η έκθεση, οι τεχνολογικές καινοτομίες θα διαδραματίσουν ζωτικό ρόλο στη στήριξη της ανάπτυξης της ελληνικής αγοράς ηλιακών συστημάτων. Οι ηλιακές μονάδες υψηλότερης απόδοσης, οι βελτιωμένες λύσεις αποθήκευσης ενέργειας και τα προηγμένα συστήματα διαχείρισης δικτύου αναμένεται να βελτιώσουν την απόδοση και την αξιοπιστία των ηλιακών εγκαταστάσεων. Οι εξελίξεις αυτές θα συμβάλουν στη συνολική αποδοτικότητα και ανταγωνιστικότητα των φωτοβολταϊκών στην Ελλάδα. Μια από τις βασικές κινητήριες δυνάμεις για την ανάπτυξη των φωτοβολταϊκών στην Ελλάδα είναι η οικονομική βιωσιμότητα των εν λόγω έργων. Οι υψηλές τιμές ενέργειας που παρατηρήθηκαν κατά την περίοδο 2022-2023 κατέστησαν τα φωτοβολταϊκά «ελκυστικά» παρά τις προκλήσεις, όπως τα υψηλά επιτόκια. Η μείωση του κόστους της φωτοβολταϊκής τεχνολογίας ενίσχυσε περαιτέρω την οικονομική ελκυστικότητα των ηλιακών επενδύσεων. Αυτό το οικονομικό πλαίσιο παρείχε ισχυρά θεμέλια για τη συνεχή επέκταση της ηλιακής δυναμικότητας στην Ελλάδα.

Ενώ οι προοπτικές της ελληνικής αγοράς είναι ελπιδοφόρες, πρέπει να αντιμετωπιστούν ρυθμιστικές και αδειοδοτικές προκλήσεις για να διευκολυνθεί η ταχεία ανάπτυξη έργων. Ο εξορθολογισμός των διαδικασιών έγκρισης και η μείωση των γραφειοκρατικών εμποδίων θα συμβάλουν στην επιτάχυνση της ανάπτυξης της αγοράς και στην προσέλκυση επενδύσεων. Την ίδια ώρα, απαιτούνται σημαντικές επενδύσεις για τη στήριξη της επέκτασης της ηλιακής δυναμικότητας. Η χρηματοδότηση από τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, μαζί με καινοτόμα μοντέλα χρηματοδότησης, θα είναι ζωτικής σημασίας για την κάλυψη των επενδυτικών αναγκών της αγοράς φωτοβολταϊκών της Ελλάδας. Η διασφάλιση της διαθεσιμότητας επαρκών χρηματοδοτικών πόρων θα είναι ζωτικής σημασίας για την επίτευξη της προβλεπόμενης ανάπτυξης.

Οι επιδόσεις της ελληνικής αγοράς φωτοβολταϊκών είναι αξιέπαινες σε σύγκριση με άλλες χώρες της ΕΕ. Ενώ η Γερμανία, η Ισπανία και η Ιταλία ηγούνται της ΕΕ όσον αφορά τις απόλυτες προσθήκες ισχύος, η ανάπτυξη της Ελλάδας είναι αξιοσημείωτη στο περιφερειακό πλαίσιο.

Προσθήκη 544 GW φωτοβολταϊκών το 2024 παγκοσμίως

Το 2023 σηματοδότησε ένα κομβικό έτος για την παγκόσμια αγορά φωτοβολταϊκών με πρωτοφανή ανάπτυξη. Εγκαταστάθηκε παγκοσμίως μια νέα ηλιακή ισχύς ρεκόρ 447 GW, που αντιστοιχεί σε αύξηση 87% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Η αύξηση αυτή υπογράμμισε την κυριαρχία της ηλιακής ενέργειας στη νέα δυναμικότητα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, αντιπροσωπεύοντας το 78% όλων των νέων εγκαταστάσεων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

Η Κίνα ηγήθηκε αυτής της ανάπτυξης συνεισφέροντας 253 GW, τα οποία αντιπροσώπευαν το 57% των παγκόσμιων εγκαταστάσεων. Αυτός ο εξαιρετικός ρυθμός ανάπτυξης 167% σε ετήσια βάση τροφοδοτήθηκε από σημαντικές επενδύσεις σε παραγωγική ικανότητα και σημαντική πτώση των τιμών των φωτοβολταϊκών μονάδων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες εγκατέστησαν 32,4 GW, μια αύξηση 48% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, αναζωογονώντας την αγορά της ηλιακής ενέργειας μετά τις προκλήσεις του 2022. Η Ευρώπη διαδραμάτισε επίσης σημαντικό ρόλο, με τις χώρες να προσθέτουν συνολικά 45 GW. Η Γερμανία σημείωσε νέο ευρωπαϊκό ρεκόρ με εγκαταστάσεις 15 GW, αναδεικνύοντας την ισχυρή ανάπτυξη της αγοράς και τη στήριξη της πολιτικής. Οι τεχνολογικές καινοτομίες διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη της φωτοβολταϊκής βιομηχανίας.

Η έκθεση προβλέπει συνεχή ανάπτυξη, με το μεσαίο σενάριο να προβλέπει ετήσια προσθήκη 544 GW έως το 2024, που αντανακλά ετήσια αύξηση 22%. Μέχρι το 2028, η αγορά αναμένεται να φθάσει τα 876 GW, υποστηριζόμενη από τη συνεχιζόμενη μείωση του κόστους και τις τεχνολογικές βελτιώσεις. Γεωγραφικά, η Κίνα, οι ΗΠΑ και η Ινδία παραμένουν οι μεγαλύτερες αγορές, αλλά αναμένεται επίσης σημαντική ανάπτυξη στις αναδυόμενες αγορές της Αφρικής, της Λατινικής Αμερικής και της Νοτιοανατολικής Ασίας.

Διαβάστε ακόμη